Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπολσεβίκος μπολ-σε-βί-κος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. μπολσεβίκα} ΠΟΛΙΤ. 1. ΙΣΤ. μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας που χωρίστηκε από τους Μενσεβίκους και έγινε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης με αρχηγό τον Λένιν. 2. (κατ' επέκτ.-παλαιότ.) κομμουνιστής. [< ρωσ. bolshevík, αγγλ. Bolshevik, περ. 1914, γαλλ. bolchevik, 1917]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.