Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπουζουκλερί μπου-ζου-κλε-ρί ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & μπουζουκερί (λαϊκό-χιουμορ.): μπουζουξίδικο. Βλ. -ερί.

-ερί

-ερί: επίθημα άκλιτων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα: αντικ~, γκαλ~.|| (συνήθ. που προσφέρει γλυκό ή φαγητό:) Κρεπ~/κρουασαντ~/πατισ~/σοκολατ~/τσαγ~. Ουζ~. Βλ. -αρία, -ερία.|| (χιουμορ.) Μπουζουκλ~/σουβλακ~ (πβ. -ίδικο).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.