Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπουκώνω μπου-κώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μπούκω-σα, -θηκα, -μένος, μπουκών-οντας} (προφ.) 1. γεμίζω το στόμα συνήθ. με στερεά τροφή· κατ' επέκτ. προκαλώ ή παθαίνω κορεσμό, χορταίνω: Μην ~εις το παιδί με το ζόρι. ~θηκα με τα σοκολατάκια. Μη μιλάς ~μένος (: με ~μένο στόμα).|| (μτφ.) ~ουν τους αθλητές με χάπια/στα αναβολικά. ~σα, δεν θέλω άλλο γλυκό (πβ. λιγώνομαι, σκάω). Ο κόσμος είναι ~μένος και αηδιασμένος από την κατάσταση (πβ. απηυδισμένος). Πβ. μπουχτίζω, στουμπώνω. 2. φράζω, βουλώνω: ~σε το δίκτυο/η εξάτμιση/η μηχανή/η σόμπα (από καπνό). ~μένος: κινητήρας (από καυσαέριο).|| Ο ήχος του συγκροτήματος ήταν λίγο θολός και ~μένος (: δεν ακουγόταν καθαρά). ΑΝΤ. ξεμπουκώνω (1) 3. (μτφ.) δωροδοκώ, λαδώνω: Έχει ~σει πολλά στόματα για να μη μιλήσουν. ● Μτχ.: μπουκωμένος , η, ο: συναχωμένος: Είμαι λίγο ~.|| ~η: μύτη (= βουλωμένη από συνάχι). ~η: φωνή (: βραχνή). [< μεσν. (ε)μπουκώνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.