μπουκώνω μπου-κώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μπούκω-σα, -θηκα, -μένος, μπουκών-οντας} (προφ.) 1. γεμίζω το στόμα συνήθ. με στερεά τροφή· κατ' επέκτ. προκαλώ ή παθαίνω κορεσμό, χορταίνω: Μην ~εις το παιδί με το ζόρι. ~θηκα με τα σοκολατάκια. Μη μιλάς ~μένος (: με ~μένο στόμα).|| (μτφ.) ~ουν τους αθλητές με χάπια/στα αναβολικά. ~σα, δεν θέλω άλλο γλυκό (πβ. λιγώνομαι, σκάω). Ο κόσμος είναι ~μένος και αηδιασμένος από την κατάσταση (πβ. απηυδισμένος). Πβ. μπουχτίζω, στουμπώνω.2. φράζω, βουλώνω: ~σε το δίκτυο/η εξάτμιση/η μηχανή/η σόμπα (από καπνό). ~μένος: κινητήρας (από καυσαέριο).|| Ο ήχος του συγκροτήματος ήταν λίγο θολός και ~μένος (: δεν ακουγόταν καθαρά). ΑΝΤ. ξεμπουκώνω (1) 3. (μτφ.) δωροδοκώ, λαδώνω: Έχει ~σει πολλά στόματα για να μη μιλήσουν. ● Μτχ.: μπουκωμένος , η, ο: συναχωμένος: Είμαι λίγο ~.|| ~η: μύτη (= βουλωμένη από συνάχι). ~η: φωνή (: βραχνή). [< μεσν. (ε)μπουκώνω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.