Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μπουρδέλο

    μπουρ-δέ-λο ουσ. (ουδ.) & μπορντέλο 1. (λαϊκό) οίκος ανοχής. ΣΥΝ. πορνείο, χαμαιτυπείο 2. (μτφ.-υβριστ.) ακαταστασία, αναστάτωση και γενικότ. έλλειψη οργάνωσης: Τα έκαναν ~ (= άνω κάτω, μπάχαλο). Γίναμε ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Ομάδα-~. Πβ. αχούρι, κωλοχανείο. [< μεσν. μπουρδέλο < βεν. bordelo]

  • μπουρδελότσαρκα μπουρ-δε-λό-τσαρ-κα ουσ. (θηλ.) (αργκό): επίσκεψη συνήθ. νεανικής παρέας σε οίκους ανοχής: Βγήκαν/πήγαν ~. Βλ. μπαρότσαρκα.

μπαρότσαρκα

μπαρότσαρκαμπα-ρό-τσαρ-κα ουσ. (θηλ.) (νεαν. αργκό) : βραδινή έξοδος σε διάφορα μπαρ: Βγαίνω/πάω για ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.