Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπουρμπουλήθρα μπουρ-μπου-λή-θρα ουσ. (θηλ.): μικρός σφαιρικός σχηματισμός από ποσότητα αέρα μέσα σε υγρό στοιχείο, κυρ. στην επιφάνειά του: ~ες της σαμπάνιας. Τα ψάρια βγάζουν ~ες μέσα στο νερό. ΣΥΝ. φυσαλίδα (1) ● μπουρμπουλήθρες (οι) (μτφ.): λόγια ανούσια και αβάσιμα, ανοησίες, αερολογίες: φανφάρες και ~. Πβ. αρλούμπα, μπούρδα, σαπουνόφουσκες, σαχλαμάρα. [< λ. ηχομιμητ.]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.