Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • μπουρού μπου-ρού ουσ. (θηλ.) 1. (λαϊκό-παρωχ.) σειρήνα: ~ εργοστασίου/καραβιού. Βλ. -ού4. 2. μεγάλο κοχύλι (επιστ. ονομασ. Charonia tritonis) με βαθιά εσοχή που βγάζει ισχυρό χαρακτηριστικό ήχο, όταν φυσήξει κάποιος μέσα από την τρύπα στην κόχη του. [< τουρκ. boru]
  • μπούρου μπούρου βλ. μπουρ-μπουρ
  • μπουρούχα μπου-ρού-χα ουσ. (θηλ.) (νεαν. αργκό-μειωτ.) 1. παλιά μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού. 2. (μτφ.) γυναίκα εύσωμη και άσχημη. Πβ. μπάζο.

μπουρ-μπουρ

μπουρ-μπουρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & μπούρου-μπούρου (προφ.): ακατάσχετη φλυαρία: Σταματήστε πια αυτό το ~ ~ όλη την ώρα. Πβ. μπίρι-μπίρι. [< λ. ηχομιμητ.]

-ού4

-ού4 {-ούδες}: κατάληξη ανισοσύλλαβων ουσιαστικών θηλυκού γένους: μπουρ~/φουφ~.|| Αλεπ~/μαϊμ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.