Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπουσουλώ [μπουσουλῶ] μπου-σου-λώ ρ. (αμτβ.) {μπουσουλ-άς ..., -ώντας | μπουσούλ-ησε} & μπουσουλάω & (σπάν.) μπουσουλίζω: (κυρ. για μωρό) στηρίζομαι στα χέρια -με τις παλάμες στο έδαφος- και στα πόδια μου, σέρνοντας τα γόνατα, για να κινηθώ, περπατώ στα τέσσερα. Πβ. αρκουδίζω.|| Μέθυσε και πήγε στο σπίτι του ~ώντας. [< αλβ. bishulla]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.