Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • μπόμπα μπό-μπα ουσ. (θηλ.) 1. (λαϊκό) βόμβα. 2. (αργκό) αλκοολούχο ποτό που έχει νοθευτεί ή δεν είναι καλής ποιότητας: Μας πότισαν/σέρβιραν ~ες.|| (ως επίθ.) ~ ουίσκι. 3. ΜΑΓΕΙΡ. έδεσμα από διαδοχικές στρώσεις ψωμιού, γεμιστό με διάφορα υλικά, που κόβεται συνήθ. σε τέσσερα κομμάτια: ~ ζαμπόν-τυρί/κοτόπουλο μαρούλι. ~ες για το πάρτι.|| ~ παγωτό με φρούτα. 4. (μτφ.-προφ.) σημαντική και απρόσμενη είδηση που προξενεί μεγάλη εντύπωση: Έσκασε η ~ για το σκάνδαλο. 5. {ως επίθ.} (αργκό) πολύ καλός, καταπληκτικός: ~ η κοπέλα/η ταινία! Πβ. σούπερ, τούμπανο. 6. (διαλεκτ.) μεγάλο βαρέλι για υγρά ή αέρια. [< μεσν. μπόμπα < ιταλ. bomba]
  • μπομπάρδα μπο-μπάρ-δα ουσ. (θηλ.) & βομβάρδα (παλαιότ.) 1. ΝΑΥΤ. παραδοσιακός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου: τρικάταρτη ~. 2. ΣΤΡΑΤ. είδος κανονιού που συνήθ. εκτόξευε πέτρινα ή σιδερένια βλήματα. ΣΥΝ. λουμπάρδα 3. ΜΟΥΣ. ξύλινο βαθύφωνο πνευστό όργανο με διπλό καλαμένιο γλωσσίδι. [< μεσν. μπομπάρδα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.