Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μπόχα μπό-χα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): πολύ άσχημη έντονη μυρωδιά: αφόρητη ~. ~ από τα σκουπίδια/τους υπονόμους/τα φρεάτια. Αναδύεται/βγαίνει ~. ΣΥΝ. αποφορά (1), βρόμα (1), δυσοσμία (1), δυσωδία ΑΝΤ. ευωδιά, μοσχοβολιά

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.