Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μυζήθρα μυ-ζή-θρα ουσ. (θηλ.) & μυτζήθρα: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό τυρί από τυρόγαλα, το οποίο παρασκευάζεται από γάλα πρόβειο, κατσικίσιο, αγελαδινό ή μείγμα τους: αλμυρή/ανάλατη/άπαχη/γλυκιά/μαλακή (βλ. ανθότυρο)/ντόπια/νωπή/ξηρή/ξινή (βλ. ξινο~)/τριμμένη/φρέσκια ~. ~ στα μακαρόνια. Τυροπιτάκια με ~. Βλ. αναρή, μανούρι. [< μεσν. μυζήθρα]

αναρή

αναρή [ἀναρή] α-να-ρή ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κυπριακή μυζήθρα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.