Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μυομήτριο μυ-ο-μή-τρι-ο ουσ. (ουδ.) {μυομητρί-ου}: ΑΝΑΤ. μαλακός και παχύς χιτώνας στο εσωτερικό της μήτρας που αποτελείται από μυϊκές ίνες: διεγερτικά/διήθηση/όγκος/συσπάσεις/συστολές του ~ου. Βλ. ενδομήτριο. [< γαλλ. myomètre, αγγλ. myometrium, 1900]

ενδομήτριο

ενδομήτριο [ἐνδομήτριο] εν-δο-μή-τρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΑΝΑΤ. ο βλεννογόνος της μήτρας: απόξεση (: λόγω παλίνδρομης κύησης ή έκτρωσης)/απόπτωση (: κατά την εμμηνόρροια)/καρκίνος/πολύποδες του ~ίου. Βλ. μυομήτριο. [< γαλλ. endomètre, 1922, αγγλ. endometrium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.