Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • μυρμήγκι μυρ-μή-γκι ουσ. (ουδ.) {μυρμηγκ-ιού} & (προφ.) μερμήγκι & (λαϊκό) μέρμηγκας (ο): ΖΩΟΛ. έντομο (οικογ. Formicidae) που έχει κεφάλι με δύο κεραίες, θώρακα και κοιλιά, ανήκει στην τάξη των υμενόπτερων και ζει σε οργανωμένες αποικίες, οι οποίες αποτελούνται από λίγα γόνιμα θηλυκά (βασίλισσες), μικρότερα σε μέγεθος αρσενικά και πολλά και στείρα άπτερα θηλυκά (εργάτριες): κόκκινο/μαύρο/φτερωτό ~. Βλ. τερμίτης. ● Υποκ.: μυρμηγκάκι (το) ● ΦΡ.: δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι (μτφ.): είναι άκακος, ακίνδυνος, αγαθός: Μην τον φοβάσαι καθόλου, αυτός ~ ~ (πβ. ούτε κουνούπι/μύγα)., σαν (το) μυρμήγκι 1. με εργατικότητα: Έκανε περιουσία, δουλεύοντας ~ ~. 2. μικρός και ασήμαντος: Ήταν αδύναμος ~ ~. Από ψηλά οι άνθρωποι φαίνονταν σαν τα ~ια. 3. {στον πληθ.} για μεγάλο πλήθος: Ο κόσμος συνέρρεε σαν τα ~α. Πβ. μιλιούνια. [< μεσν. μυρμήγκι(ν), μερμήγκι(ν) < μτγν. μυρμήκιον < αρχ. μύρμηξ]
  • μυρμηγκιά μυρ-μη-γκιά ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ιογενής λοίμωξη που εκδηλώνεται με μικρό εξόγκωμα του δέρματος, συνήθ. στα χέρια ή τα πόδια: ~ιές στα πέλματα. Πβ. κονδυλώματα. 2. μυρμηγκοφωλιά και το σύνολο των μυρμηγκιών που ζουν σε αυτή. 3. (μτφ.) μεγάλο πλήθος ανθρώπων. ΣΥΝ. ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα [< αρχ. μυρμηκία]
  • μυρμηγκιάζω μυρ-μη-γκιά-ζω ρ. (αμτβ.) {μυρμήγκια-σε, κυρ. στο γ' πρόσ.} (προφ.) 1. μουδιάζω: ~σε όλο μου το σώμα. Τα δάχτυλά μου είχαν ~σει από το κρύο. 2. (σπάν.) γεμίζω με πλήθος κόσμου: Η αμμουδιά ~ει κάθε καλοκαίρι από τους παραθεριστές. [< μτγν. μυρμηκιῶ]
  • μυρμηγκίαση μυρ-μη-γκί-α-ση ουσ. (θηλ.) & μυρμηκίαση: ΙΑΤΡ. μούδιασμα από πίεση των αγγείων ή των νεύρων εξαιτίας κάποιας πάθησης: ~ των άκρων. ~ λόγω κακής κυκλοφορίας του αίματος. ~άσεις στα δάχτυλα. Βλ. -ίαση, παραισθησία. [< μτγν. μυρμηκίασις]
  • μυρμήγκιασμα μυρ-μή-γκια-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): μούδιασμα. Πβ. αιμωδία, μυρμηγκίαση.

-ίαση

-ίαση: επίθημα ιατρικών όρων για δήλωση πάθησης ή νόσου: μολυβδ~/μυδρ~/μυκητ~/ψωρ~. Βλ. -ία, -ίτιδα, -πάθεια, -ωση2.

τερμίτης

τερμίτηςτερ-μί-της ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. έντομο των θερμών περιοχών (γένος Termes, οικογ. Termitiae), το οποίο μοιάζει με μεγάλο λευκό μυρμήγκι και τρέφεται κυρ. με ξύλο. Βλ. ξυλοφάγος, σαράκι. [< γαλλ. termite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.