Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 24 εγγραφές  [0-20]


  • μυς [μῦς] ουσ. (αρσ.) {μυ (λόγ.) μυός, μυ | μύες (καταχρ.) μυς, μυών, μυς (καταχρ.) μύες} 1. ΑΝΑΤ. όργανο του σώματος που αποτελείται από ίνες και ιστό και έχει τη δυνατότητα να κάνει συσπάσεις, καθιστώντας εφικτή την εκτέλεση κινήσεων: αναπνευστικός/ανταγωνιστής/θωρακικός/καρδιακός/κοιλιακός/σφιγκτήρας ~. ~ες των ποδιών/του προσώπου/του σώματος. Ατροφία/εκγύμναση/ελαστικότητα/ενδυνάμωση/ηλεκτροδιεγέρτης/θλάσεις/κακώσεις/συστολή/τάση/τράβηγμα των ~ών. Η άσκηση σφίγγει/φουσκώνει τους ~ (βλ. μπόντι-μπίλντινγκ). Το μασάζ τονώνει/χαλαρώνει τους ~. Πβ. μυώνας.|| Τεχνητοί ~ες.|| (προφ.) Έχει ~ (= είναι γεροδεμένος, σωματώδης). Είναι όλο ~ (= πολύ γυμνασμένος). 2. ΖΩΟΛ. (αρχαιοπρ.) ποντίκι. Βλ. επίμυς. ● ΣΥΜΠΛ.: σκελετικός/γραμμωτός μυς: ΑΝΑΤ. που συνδέεται με τον σκελετό και εκτελεί γρήγορη, ισχυρή και συνήθ. εκούσια συστολή. [< αγγλ. skeletal/striated muscle] , γλουτιαίοι (μύες) βλ. γλουτιαίος, δικέφαλος (μυς) βλ. δικέφαλος, λείοι μύες βλ. λείος, μιμικοί μύες βλ. μιμικός, σκαληνοί μύες βλ. σκαληνός, τετρακέφαλος (μηριαίος μυς) βλ. τετρακέφαλος, τραπεζοειδής μυς βλ. τραπεζοειδής, τρικέφαλος μυς βλ. τρικέφαλος ● ΦΡ.: ώδινεν όρος και έτεκε μυν (παροιμ.): για μεγαλεπήβολο εγχείρημα που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, αλλά το αποτέλεσμα αποδείχθηκε ασήμαντο. [< αρχ. μῦς, αγγλ.-γαλλ. muscle]
  • μύση μύ-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. υπερβολική συστολή της κόρης του ματιού: ~ λόγω δυνατού φωτός/λήψης φαρμάκων. ΑΝΤ. μυδρίαση [< μτγν. μύσις, γαλλ. myosis, αγγλ. miosis]
  • μυσταγωγία μυ-στα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. τελετή μύησης σε μυστήρια θρησκείας, μαγείας, αποκρυφισμού: ιερή ~. Αιρετικές ~ες. 2. (μτφ.) θέαμα, ακρόαμα ή παράσταση που προκαλεί ψυχική ανάταση ή έκσταση: θεατρική/μουσική ~. ~ από λέξεις και ήχους. Μια βραδιά ~ας. Το μάθημά του/η ομιλία της ήταν πραγματική ~. Τελετουργική ~ παραδοσιακών χορών. Σε ατμόσφαιρα ~ας έγινε η παρουσίαση του βιβλίου. ● ΣΥΜΠΛ.: Θεία Μυσταγωγία: ΕΚΚΛΗΣ. το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. [< 1: μτγν. μυσταγωγία, γαλλ. mystagogie, αγγλ. mystagogy]
  • μυσταγωγικός , ή, ό μυ-στα-γω-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με ή θυμίζει μυσταγωγία: ~ός: χώρος. ~ή: ατμόσφαιρα/βραδιά/εμπειρία/κατήχηση/τελετή. ~ό: κλίμα/ταξίδι. ● επίρρ.: μυσταγωγικά [< μτγν. μυσταγωγικός, γαλλ. mystagogique, αγγλ. mystagogic]
  • μυσταγωγός μυ-στα-γω-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που εισάγει κάποιον σε μυστηριακές τελετές και γενικότ. που μυεί κάποιον σε κάτι: Η κατήχηση γινόταν υπό την καθοδήγηση του ~ού. Πβ. κατηχητής, μυητής.|| ~ μιας ιδέας. Δάσκαλος-~ στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Ένας αφηγητής ~ που εισάγει τους θεατές στον μύθο. Πβ. μύστης. Βλ. -αγωγός. [< μτγν. μυσταγωγός, γαλλ.-αγγλ. mystagogue]
  • μυσταγωγώ [μυσταγωγῶ] μυ-στα-γω-γώ ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ. και στο γ' πρόσ.} (λόγ.): μυώ κάποιον σε κάτι: Οι πιστοί ~ούνται στα μυστήρια της Εκκλησίας. Πβ. κατηχώ. Βλ. προσηλυτίζω.|| Τα βιβλία ~ούν τους αναγνώστες σε ξένες εμπειρίες. Η παράσταση ~εί τους θεατές στην αρχαιότητα. [< μτγν. μυσταγωγῶ]
  • μύστακας μύ-στα-κας ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. μουστάκι. 2. {κυρ. στον πληθ.} το άγκιστρο { } ως τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο. [< αρχ. μύσταξ]
  • μυστακοφόρος , ος, ο μυ-στα-κο-φό-ρος επίθ. (λόγ.) & μουστακοφόρος: (για άντρα) που έχει μουστάκι. Βλ. -φόρος. ΣΥΝ. μουστακαλής [< γαλλ. moustachu]
  • μυστηριακός , ή, ό μυ-στη-ρι-α-κός επίθ. (λόγ.) 1. που σχετίζεται με τα μυστήρια: ~ός: τόπος/χορός. ~ή: γνώση/δύναμη/λατρεία/παράδοση/πόλη/τελετή. ~ό: θέατρο/περιβάλλον/στοιχείο/σύμβολο. ~ά: δρώμενα. Ο ~ χαρακτήρας του γάμου. Η ~ή ζωή της Εκκλησίας. Βλ. αποκρυφιστικός. 2. (μτφ.) αινιγματικός, σκοτεινός, μυστηριώδης: ~ή: ατμόσφαιρα/γλώσσα/γοητεία/διάσταση (της φύσης). ~ό: πέπλο/ταξίδι/φως. Πβ. κρυφός. ● ΣΥΜΠΛ.: μυστηριακές θρησκείες: σύνολο αρχαίων θρησκειών με ιερές τελετές και λατρευτικές πρακτικές μυστικιστικού χαρακτήρα: ~ ~ της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. [< 1: μτγν. μυστηριακός]
  • μυστήριο μυ-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {μυστηρί-ου} 1. οτιδήποτε είναι άγνωστο, κρυφό, δυσερμήνευτο ή ακατανόητο: ανεξήγητο/αξεδιάλυτο/σκοτεινό ~. Το ~ της ανθρώπινης ύπαρξης/της δημιουργίας του Σύμπαντος/ενός εγκλήματος/της εξαφάνισης (μιας γυναίκας)/του έρωτα/της ζωής/του θανάτου. Το ~ της χαμένης Ατλαντίδας. Βλέμμα όλο ~. Τα ~α της επιστήμης/της φύσης. Αποκάλυψη/εξήγηση/λύση του ~ου. Διαλευκαίνω/ξεδιαλύνω το ~. Έριξε φως στο ~. ~ που παραμένει άλυτο/ανεξιχνίαστο. ~ καλύπτει/περιβάλλει το δυστύχημα/την υπόθεση. ~ πλανάται γύρω από ... Καλλιεργεί ένα ~ γύρω από το πρόσωπό του. Πυκνώνει το ~ για τη μοιραία πτήση/γύρω από τον θάνατο…/με την υγεία … Η αιτία του θανάτου της παραμένει ~. Είναι ~ πώς άντεξε τέτοια ταλαιπωρία. Πβ. αίνιγμα, γρίφος, μυστικό.|| (για πρόσ.) Δεν μπορώ να τον καταλάβω, αυτός ο άνθρωπος είναι ~ (= μυστήριος). (ως παραθετικό σύνθ.) Άνδρας/γυναίκα/έγκλημα/υπόθεση - ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. τελετή της χριστιανικής Εκκλησίας με ορισμένο τυπικό, κατά την οποία οι πιστοί λαμβάνουν τη Θεία Χάρη: Το ~ της βάπτισης/του γάμου/του ευχελαίου/της Θείας Ευχαριστίας/της ιεροσύνης/της μετάνοιας (ή εξομολόγησης)/του χρίσματος. Τέλεση ~ου. (Μη) επαναλαμβανόμενα/προαιρετικά/υποχρεωτικά ~α. Βλ. ιεροτελεστία, ιερουργία. 3. ΘΕΟΛ. θρησκευτικό δόγμα που δεν εξηγείται με τη λογική: το ~ της Αγίας Τριάδας. Το άφατο ~ της ενανθρώπησης του Θεού.μυστήρια (τα) 1. ΑΡΧ. τελετουργίες συνδεδεμένες με τη λατρεία θεότητας, στις οποίες η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στους μυημένους: απόκρυφα/διονυσιακά/ορφικά ~. Μύηση σε ~. 2. ΘΕΑΤΡ. μεσαιωνικά δραματικά έργα σε διαλογική μορφή με θέματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ή τους βίους των Αγίων. [< 1: αρχ. μυστήριον 2: γαλλ. mystères] ● ΣΥΜΠΛ.: διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου: στα οποία κυριαρχεί το στοιχείο του αγνώστου και της αγωνίας, συνήθ. σχετικά με την εξιχνίαση ενός εγκλήματος: ιστορίες ~ και τρόμου/φαντασίας. Ταινία αστυνομικού ~ου (βλ. θρίλερ)., πέπλο μυστηρίου (εμφατ.): για υπόθεση που είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξιχνιαστεί: ~ ~ καλύπτει το στυγερό έγκλημα. Τον θάνατό της τυλίγει ένα ~ ~., το κλειδί του μυστηρίου: στοιχείο που οδηγεί στη λύση, στην εξήγηση μιας υπόθεσης: Το ~ ~ βρίσκεται/κρύβεται σε ... [< γαλλ. la clé du mystère] , Ελευσίνια Μυστήρια βλ. ελευσίνιος, τα άχραντα μυστήρια βλ. άχραντος [< αρχ. μυστήριον ‘μυστική τελετή’, μτγν. ~ ‘θρησκευτική αλήθεια, θείο μυστήριο’, γαλλ. mystère, αγγλ. mystery]
  • μυστήριος , α, ο μυ-στή-ρι-ος επίθ.: αινιγματικός, παράξενος ή ιδιόμορφος: ~ος: θάνατος/κόσμος. ~α: ιστορία/συμπεριφορά/συνάντηση/υπόθεση. ~ο: μέρος/πλάσμα/φαινόμενο. ~ες: δυνάμεις.|| ~ος: άνθρωπος/τύπος/χαρακτήρας. ~ες: αντιλήψεις/απόψεις. Πολύ ~ είσαι! Πβ. μυστηριώδης.|| (ως ουσ.) Ένας ~ ήρθε. Αυτός ο ~ ξαναεμφανίστηκε. ● ΣΥΜΠΛ.: μυστήριο πράγμα (προφ., δηλωτικό απορίας ή έκπληξης): για κάτι ανεξήγητο: Ένα ~ ~, δεν βρίσκω πουθενά τα κλειδιά μου. Πολύ ~ ~ η ζωή., μυστήριο τρένο βλ. τρένο [< γαλλ. mystérieux, αγγλ. mysterious]
  • μυστηριώδης , ης, ες μυ-στη-ρι-ώ-δης επίθ. {μυστηριώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος, που αποπνέει και παραμένει μυστήριο: ~ης: ιός/τύπος/φόνος. ~ης: ασθένεια/δύναμη/εξαφάνιση/ιστορία. ~ες: έγκλημα/παρελθόν/πλάσμα/ταξίδι. Κάτω από ~εις συνθήκες. Πβ. αινιγματικός, μυστηριακός, μυστήριος, παράξενος, σκοτεινός. Βλ. -ώδης. ● επίρρ.: μυστηριωδώς [-ῶς] [< μτγν. μυστηριώδης ‘που σχετίζεται με τις ιερές τελετές ή τα ιερά μυστήρια’]
  • μύστης μύ-στης ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. μυημένος σε μυστηριακές τελετές: ~ες του Διονύσου. ΑΝΤ. αμύητος (1) 2. εισηγητής μιας θρησκείας, διδασκαλίας, θεωρίας· κατ' επέκτ. ειδήμων σε κάτι: Οι μεγάλοι ~ες της Ανατολής/της αρχαίας Ελλάδας/του Μεσαίωνα.|| ~ και διδάσκαλος της θεατρικής τέχνης/του χορού. Πβ. επαΐων, ιεροφάντης, μυσταγωγός. [< αρχ. μύστης]
  • μυστικισμός μυ-στι-κι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΣ. -ΘΡΗΣΚ. η πίστη ότι η ένωση με το θείο, η αλήθεια ή η γνώση μπορεί να κατακτηθεί μέσω υποκειμενικής εμπειρίας, όπως η ενόραση ή η έκσταση, και όχι μέσω των αισθήσεων ή του λογικού· το σύνολο των αντιλήψεων και πρακτικών που βασίζονται σε αυτή την πίστη: βουδιστικός/βυζαντινός/δυτικός/θρησκευτικός/ισλαμικός (πβ. σουφισμός)/χριστιανικός ~. Ο ~ της Ανατολής. Βλ. ορθολογισμός. 2. αποκρυφισμός. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. mysticisme, αγγλ. mysticism]
  • μυστικιστής μυ-στι-κι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. μυστικίστρια}: πρόσωπο που ακολουθεί τις αρχές του μυστικισμού. Πβ. αποκρυφιστής, μυστικοπαθής. ΣΥΝ. μυστικός (1) [< γαλλ. mystique]
  • μυστικιστικός , ή, ό μυ-στι-κι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον μυστικισμό ή τον μυστικιστή: ~ός: αριθμός/τόπος/χαρακτήρας/χορός. ~ή: αδελφότητα/ατμόσφαιρα/έκσταση/εμπειρία/θεωρία/λατρεία/οργάνωση/παράδοση/τελετή. ~ό: κλίμα/όραμα/περιβάλλον/περιεχόμενο/πνεύμα/σύμβολο/τάγμα. ΣΥΝ. μυστικός (2) ● επίρρ.: μυστικιστικά [< γαλλ. mystique]
  • μυστικό μυ-στι-κό ουσ. (ουδ.) 1. οτιδήποτε γνωρίζει κάποιος εμπιστευτικά και είναι ή πρέπει να μείνει κρυφό από τους άλλους: επαγγελματικό/οικογενειακό/πανάρχαιο/παράξενο/πολύτιμο/προσωπικό/σκοτεινό ~. Αποκαλύπτω/εκμυστηρεύομαι/εμπιστεύομαι/κρύβω/προδίδω/φανερώνω/φέρνω στο φως/φυλάω ένα ~. Μοιράζομαι ένα ~ με κάποιον. Καλά κρυμμένα/μύχια ~ά. Έχει (στα χέρια της) ένα σημαντικό ~. Δεν σου λέω, είναι ~. Να σου πω ένα ~; Μόνο εσύ ξέρεις το ~. Δεν είναι ~ ότι ... Του λέει όλα τα ~ά της. Δεν έχει/κρατά ~ά από αυτή. Μεταξύ τους δεν υπάρχουν ~ά. Φοβούνται μήπως διαρρεύσουν τα ~ά τους. Προσπάθησαν να αποσπάσουν/(υπο)κλέψουν στρατιωτικά ~ά της χώρας. Πβ. απόρρητο, ντεσού.|| Πήρε το ~ του στον τάφο (: πέθανε χωρίς να το πει σε κανέναν). 2. τρόπος ενέργειας που οδηγεί σε επιθυμητό αποτέλεσμα και συνήθ. δεν είναι γνωστός σε πολλούς: το ~ της γοητείας/της επιτυχίας/της ευτυχίας (πβ. κλειδί, συνταγή). Τα ~ά της γυναικείας κομψότητας/του διαδικτύου/της κουζίνας/του κρασιού/της μακροζωίας/της σωστής διατροφής/της φωτογραφίας. ~ά (της) ομορφιάς/υγείας. Γευστικά/ιατρικά ~ά. Πέντε/μικρά/χρήσιμα/χρυσά ~ά για απώλεια βάρους. Το ~ μας είναι ότι μείναμε ενωμένοι μέχρι το τέλος. Τους δίδαξε/έμαθε τα ~ά της τέχνης του. Από μικρός μπήκε/μυήθηκε στα ~ά της δουλειάς/του επαγγέλματος. || Το απόλυτο ~ για τέλειο σώμα. 3. οτιδήποτε ανεξήγητο, άγνωστο ή μυστήριο: τα ανεξερεύνητα ~ά της φύσης. Εξερευνώντας τα ~ά του εγκεφάλου/της ζωής/του θανάτου/του Σύμπαντος. Οι επιστήμονες ίσως ανακάλυψαν/βρήκαν το ~ για τη θεραπεία του ... Βλ. αίνιγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κρατικό μυστικό & κρατικό απόρρητο: κάθε στοιχείο κρατικής ασφάλειας το οποίο πρέπει να παραμείνει κρυφό σύμφωνα με τον νόμο: αποκάλυψη/διαρροή ~ών ~ών. [< γαλλ. secret d'État] , επτασφράγιστο μυστικό βλ. επτασφράγιστος, κοινό μυστικό βλ. κοινός ● ΦΡ.: σκάω το μυστικό (σε κάποιον) (λαϊκό): το αποκαλύπτω: Σε μια κουβέντα που είχαμε, μου το έσκασε ~. [< γαλλ.-αγγλ. secret, ουσιαστικοπ. ουδ. του μτγν. επιθ. μυστικός]
  • μυστικοπάθεια μυ-στι-κο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): το να κρατά κάποιος συνεχώς μυστικά και να μην εκδηλώνεται: κλίμα/πέπλο ~ας. Επικρατεί/τηρείται άκρα/απόλυτη ~ γύρω από το θέμα. Συζητήσεις σε ένα περιβάλλον ειλικρίνειας χωρίς ~ες. Πβ. κρυψίνοια, μυστικότητα. Βλ. -πάθεια.
  • μυστικοπαθής , ής, ές μυ-στι-κο-πα-θής επίθ. 1. που δεν φανερώνει τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του· γενικότ. που χαρακτηρίζεται από μυστικότητα: ~ής: τύπος. ~ές: άτομο. Επιφυλακτικός και ~ ακόμα και με φίλους του. Πβ. κρυψίνους.|| ~ής: ατμόσφαιρα. Βλ. -παθής. 2. (σπάν.) που υιοθετεί τις αρχές του μυστικισμού. Πβ. μυστικιστής. ● επίρρ.: μυστικοπαθώς [-ῶς]
  • μυστικός , ή, ό μυ-στι-κός επίθ. 1. που γίνεται ή υπάρχει χωρίς να είναι γνωστός ή να αποκαλύπτεται σε άλλους, κρυφός: ~ός: αριθμός/δεσμός/έρωτας/κωδικός (= πιν)/πόλεμος. ~ή: αποστολή/γλώσσα/διπλωματία/δράση/έκθεση/ιστορία/οργάνωση/συμφωνία/συνεννόηση. ~ό: δωμάτιο/μονοπάτι/όπλο/ταξίδι. ~ές: διαπραγματεύσεις/δυνάμεις/επαφές/πληροφορίες/συνομιλίες. ~ά: αρχεία/έγγραφα/κονδύλια/σχέδια. Διατηρεί/κρατά ~ή την προσωπική της ζωή. Ο τόπος της συνάντησης ήταν ~. Το ~ό (: βαθύτερο) νόημα του κειμένου. Οι συνεδριάσεις είναι ~ές. Πβ. απόκρυφος, απόρρητος, εμπιστευτικός, παρασκηνιακός.|| ~ός: πληροφοριοδότης. 2. που αναφέρεται στον μυστικισμό ή τα μυστήρια, μυστικιστικός: ~ή: γνώση/διδασκαλία/εμπειρία/ερμηνεία/κοινωνία/παράδοση/φιλοσοφία.|| (ΘΕΟΛ.) Το ~ό σώμα του Χριστού (= Εκκλησία).|| (για πρόσ.) ~ός: θεολόγος. ΣΥΝ. απόκρυφος (2) 3. (σπάν.-για πρόσ.) μυστικοπαθής ή εχέμυθος. ● Ουσ.: μυστικός (ο) 1. πρόσωπο που ασχολείται με τον μυστικισμό ή τη μυστηριακή πλευρά μιας θρησκείας, μυστικιστής: οι ~οί της Ανατολής/των σούφι/της χριστιανικής παράδοσης. 2. (προφ.) αστυνομικός ή πράκτορας που φορά πολιτικά ρούχα, για να μην γίνεται αντιληπτός. ● επίρρ.: μυστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μυστικές υπηρεσίες: κρατικές υπηρεσίες κατασκοπείας και αντικατασκοπείας: ελληνικές/ξένες/στρατιωτικές ~ ~. ~ ~ ασφαλείας/πληροφοριών., μυστική εταιρεία: οργάνωση που συγκροτείται για την εκπλήρωση ορισμένων σκοπών με απόρρητες μεθόδους, τα μυημένα μέλη της οποίας έχουν ορκιστεί να τηρούν απόλυτη μυστικότητα., κρυφή ατζέντα βλ. ατζέντα, μυστική ψηφοφορία βλ. ψηφοφορία, Μυστικός Δείπνος βλ. δείπνος, μυστικός πράκτορας βλ. πράκτορας ● ΦΡ.: κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό βλ. κρατώ [< αρχ. μυστικός, γαλλ. secret, mystique, αγγλ. mystic]

-αγωγός

-αγωγός β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. αγωγό για τη μεταφορά συνήθ. υγρού ή αερίου: αερ(ι)~/καπν~ (βλ. -δόχος)/πετρελαι~/υδρ~/φωτ~. 2. αυτόν που καθοδηγεί και επιβλέπει: (ο/η) νηπι~/παιδ~/ψυχ~.

αίνιγμα

αίνιγμα [αἴνιγμα] αί-νιγ-μα ουσ. (ουδ.) {αινίγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ερώτημα ή πρόβλημα που διατυπώνεται με διφορούμενους και μεταφορικούς όρους και τίθεται ως πνευματική, ψυχαγωγική άσκηση ή παιχνίδι: άλυτο/δύσκολο ~. Βάζω/λέω ένα ~ σε κάποιον. Βρίσκω/(ανα)ζητώ τη(ν) απάντηση/λύση του ~ατος. Το ~ της Σφίγγας. Πβ. γρίφος, σπαζοκεφαλιά. 2. (κατ' επέκτ.-μτφ.) καθετί που είναι δύσκολο να κατανοηθεί ή να εξηγηθεί: Το αιώνιο ~ της δημιουργίας του Σύμπαντος/της ύπαρξης. Η δολοφονία του αποτελεί/παραμένει (ένα) ~.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Άνθρωπος-~. Πβ. μυστήριο. [< αρχ. αἴνιγμα ‘ασαφής και σκοτεινός λόγος, υπαινιγμός’, γαλλ. énigme, αγγλ. enigma]

αποκρυφιστικός

αποκρυφιστικός, ή, ό [ἀποκρυφιστικός] α-πο-κρυ-φι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον αποκρυφισμό: ~ός: διαλογισμός. ~ή: διδασκαλία. ~ές: οργανώσεις/τελετές. ~ά: σύμβολα. Βλ. μυστηριακός. ΣΥΝ. απόκρυφος (1), μυστικιστικός

ατζέντα

ατζέντα [ἀτζέντα] α-τζέ-ντα ουσ. (θηλ.) 1. έντυπο ή ηλεκτρονικό ημερολόγιο ή ηλεκτρονική συσκευή για καταγραφή ραντεβού, αριθμών τηλεφώνου, διευθύνσεων: μαύρη/προσωπική/τηλεφωνική ~. ~ τσέπης. Πβ. ημεροδείκτης, καλαντάρι, καρνέ, οργκανάιζερ, σημειωματάριο. 2. (μτφ.) σύνολο θεμάτων προς συζήτηση, συνήθ. σε επίσημες διοργανώσεις: διευρυμένη/συγκεκριμένη ~. Στην ~ του συνεδρίου περιλαμβάνονται συζητήσεις που αφορούν ... Άφησαν το ζήτημα εκτός ~ας. (Ένα θέμα) βρίσκεται/είναι/έχει τεθεί ψηλά στην πολιτική ~/στην κορυφή της ~ας /των συνομιλιών (: είναι σημαντικό και επείγον). 3. (γενικότ.) πρόγραμμα: αθλητική/μεταρρυθμιστική/μουσική/πολιτιστική ~. Η ~ της εβδομάδας/της ημέρας/του μήνα. ~ εκδηλώσεων.|| Οι προεκλογικές ~ες των κομμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δρομολόγησε τη νέα της κοινωνική ~. Τι περιλαμβάνει η πασχαλινή ~ (των διακοπών); Ο νέος πρόεδρος έχει ήδη φορτωμένη ~. Πβ. πλάνο. ● ΣΥΜΠΛ.: κρυφή ατζέντα & μυστική ατζέντα: απώτερος στόχος ή σχέδιο: η ~ ~ της κυβέρνησης (π.χ. σχετικά με το ασφαλιστικό). Έλλειψη διαφάνειας, ~ ~. Αρνείται την ύπαρξη ~ής ~ας ... [< αγγλ. hidden agenda, 1955] , ανοιχτή ατζέντα βλ. ανοιχτός [< γαλλ.-ιταλ. agenda]

άχραντος

άχραντος, ος/η, ο [ἄχραντος] ά-χρα-ντος επίθ. {-ου (λογιότ.) -άντου}: ΕΚΚΛΗΣ. αγνός, άσπιλος, αμόλυντος: το ~ο σώμα του Χριστού. Βλ. Παν~. ● ΣΥΜΠΛ.: τα άχραντα μυστήρια: η Θεία Κοινωνία, Θεία Ευχαριστία: μετάληψη των ~άντων ~ίων. [< αρχ. ἄχραντος]

γλουτιαίος

γλουτιαίος, α, ο [γλουτιαῖος] γλου-τι-αί-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που σχετίζεται με τους γλουτούς: ~α: αρτηρία/περιοχή/χώρα. ~ο: νεύρο. Βλ. -ιαίος, μεσο~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλουτιαίοι (μύες): οι τρεις μύες των γλουτών: μέγας ή μείζων/μέσος/μικρός ή ελάσσων ~ος. Γυμνάζω τους ~ους. [< γαλλ. fessier]

δείπνος

δείπνος [δεῖπνος] δεί-πνος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: Μυστικός Δείπνος 1. ΕΚΚΛΗΣ. (από την ΚΔ) το τελευταίο δείπνο του Χριστού με τους δώδεκα Αποστόλους· συνεκδ. η καλλιτεχνική απεικόνισή του. 2. (μτφ.) ανεπίσημη, κρυφή, συνήθ. βραδινή συνάντηση σημαινόντων προσώπων, κυρ. πολιτικών, σε γεύμα, στο οποίο συζητούνται ή αποφασίζονται κρίσιμα ζητήματα: ~ ~ με μεγάλη πολιτική σημασία. [< μτγν. δεῖπνος]

δικέφαλος

δικέφαλος, η, ο δι-κέ-φα-λος επίθ.: που έχει δύο κεφαλές: ~ο: τέρας.|| (μτφ.) ~η: ηγεσία. Βλ. -κέφαλος. ● Ουσ.: Δικέφαλος (ο): ΑΘΛ. ονομασία ποδοσφαιρικών ομάδων, που έχουν ως έμβλημα τον δικέφαλο αετό. ● ΣΥΜΠΛ.: δικέφαλος (μυς): ΑΝΑΤ. που έχει δύο εκφύσεις: ~ βραχιόνιος/μηριαίος. Βλ. τρι-, τετρα-κέφαλος. [< γαλλ. biceps] , δικέφαλος αετός βλ. αετός [< αρχ. δικέφαλος]

ελευσίνιος

ελευσίνιος, α, ο [ἐλευσίνιος] ε-λευ-σί-νι-ος επίθ. & ελευσινιακός, ή, ό: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Ελευσίνια Μυστήρια: ΑΡΧ. μυστηριακές λατρευτικές γιορτές, με κέντρο την Ελευσίνα, προς τιμή της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης: η πομπή των ~ίων ~ίων. Μικρά και Μεγάλα ~ ~. [< αρχ. Ἐλευσίνιος]

επίμυς

επίμυς [ἐπίμυς] ε-πί-μυς ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μικρό πλακουντοφόρο θηλαστικό (οικογ. Muridae, γένος Rattus, τάξη Rodentia), το πλέον διαδεδομένο πειραματόζωο, ιδ. στη μελέτη της συμπεριφοράς και της βιολογίας του νευρικού συστήματος. Βλ. αρουραίος.

επτασφράγιστος

επτασφράγιστος, η, ο [ἑπτασφράγιστος] ε-πτα-σφρά-γι-στος επίθ. & (προφ.) εφτασφράγιστος (εμφατ.): πολύ καλά κλεισμένος ή κρυμμένος, φυλαγμένος: ~ος: φάκελος. ~η: πόρτα/πύλη.|| ~α: αρχεία. ● ΣΥΜΠΛ.: επτασφράγιστο μυστικό: πολύ καλά κρυμμένο: ~ ~ παραμένει η σύνθεση του ψηφοδελτίου. Κράτησε σαν/ως ~ ~ τις επόμενες κινήσεις του.

ιεροτελεστία

ιεροτελεστία [ἱεροτελεστία] ι-ε-ρο-τε-λε-στί-α ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. τελετουργία 1. ΕΚΚΛΗΣ. τέλεση μυστηρίου ή ακολουθίας· συνεκδ. η ίδια η τελετή: η ~ του γάμου (πβ. ιερολογία). Πβ. ιεροπραξία, ιερουργία. 2. (μτφ.) πράξη που ακολουθεί συγκεκριμένο τυπικό, γίνεται με καθορισμένη σειρά και κανόνες: η ~ του μαγειρέματος/του τσαγιού. Το σερβίρισμα του κρασιού είναι ολόκληρη ~. [< μεσν. ιεροτελεστία]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κοινός

κοινός, ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]

κρατώ

κρατώ [κρατῶ] κρα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κρατ-άς (σπάν.) -είς, κρατ-ά κ. -άει (σπανιότ.) -εί ... | κράτ-ησα, -ιέται κ. -είται, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κρατάω 1. έχω κάτι ή κάποιον στα χέρια μου, πιάνοντάς το(ν) ώστε να μην πέσει, να μην κινείται: ~ τη βαλίτσα/λουλούδια/το μωρό (αγκαλιά)/πανό/τη ρακέτα/τη σημαία (πβ. βαστώ). Μου ~άει την πόρτα, για να περάσω. Τον ~ούσε σφιχτά από το μανίκι/τη μέση/το χέρι. ~ σταθερά το τιμόνι. ~ τον σκύλο από το λουρί. ~ά στα χέρια της ένα βιβλίο/το τρόπαιο. Κράτα το όρθιο/χαμηλά/ψηλά. Κράτα μου λίγο την τσάντα. ~ιέμαι από τα κάγκελα/την κουπαστή (πβ. πιάνομαι). ~ήσου καλά. ~ηθείτε χέρι-χέρι. ΑΝΤ. αφήνω.|| (κατ' επέκτ.) Δεν με ~άει το σκοινί. Πώς θα ~ήσει τόσο βάρος το τραπέζι; Πβ. αντέχω, σηκώνω. 2. (γενικότ.) έχω στην κατοχή μου κάτι: Θα ~ήσει το διαμέρισμα για δική του χρήση. ~ησε το μερίδιό του.|| ~άει όπλο. Δεν ~ χρήματα/ψιλά (: δεν έχω πάνω μου, δεν μου βρίσκονται). 3. διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ησε την ανωνυμία του/την αξιοπρέπειά του/το δικαίωμα να .../μια σχέση (μυστική)/την ψυχραιμία του (ΑΝΤ. έχασε). ~ ουδετερότητα. Μας ~άει σε αγωνία/αναμονή/εγρήγορση/υπερένταση/φόρμα. ~ούν το κοινό καθηλωμένο. ~ τα βλέφαρα/μάτια ανοιχτά. ~ αποθηκευμένο το μήνυμα/απόρρητη την έκθεση/(καλά) κρυμμένο το γράμμα. ~ το παράθυρο κλειστό/πατημένο το πλήκτρο/το περιβάλλον καθαρό/τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα. Οι παίκτες ~ησαν τη διαφορά σταθερά πάνω από τους δέκα πόντους. ~ήστε το δέρμα σας ενυδατωμένο/ίσια την πλάτη/το κεφάλι ψηλά/τον οργανισμό σας υγιή. ~άει τον ρυθμό με το ντέφι. Με το ζόρι ~ιέμαι ξύπνιος/όρθιος. Κατάφερε να ~ηθεί στην εξουσία/στην επιφάνεια/στην κορυφή/στην πρώτη θέση (πβ. παραμένω). 4. φυλάω ή συγκρατώ κάτι, ώστε να μη χαθεί, καταστραφεί ή ξεχαστεί: ~ αντίγραφο/αποδείξεις/αρχεία/ντοκουμέντα/τα πρωτότυπα/φωτογραφίες. ~ (κάτι) ως εγγύηση/για ενθύμιο/ως φυλαχτό. ~ αποθέματα/δυνάμεις για ... ~ τα γραπτά μου σε συρτάρι. Μην ~άτε προσωπικά δεδομένα στον υπολογιστή σας. Τα στοιχεία ~ούνται εμπιστευτικά. ~ήστε τα εισιτήρια μέχρι την έξοδό σας από τον σταθμό.|| ~ αυτά που είπες/τα βασικά/τα θετικά/την ουσία/μια φράση από ... ~ στη μνήμη/στο μυαλό/στο νου μου τις αναμνήσεις από .../(ζωντανά) τα λόγια/τη μορφή σου (πβ. θυμάμαι). Αυτό που ~ από τις δηλώσεις/από τη φετινή χρονιά είναι ... Θα ~ήσω μόνο τα καλά. 5. φυλακίζω προσωρινά κάποιον χωρίς δικαστική απόφαση ή ένταλμα σύλληψης, του στερώ την ελευθερία του: Τον ~ησαν για ανάκριση/στην Aσφάλεια/στο αυτόφωρο/στο (αστυνομικό) τμήμα. Τους ~ούσε αιχμαλώτους/δεμένους/δέσμιους/έγκλειστους/ομήρους/φυλακισμένους. ~ούνται αδίκως/παράνομα/για τα πολιτικά τους φρονήματα/υπό περιορισμό. ~είται σε απομόνωση/σε κελί/σε στρατόπεδο/στη φυλακή. Συνελήφθη και ~είται για εμπλοκή στη ληστεία/στην υπόθεση. Εξακολουθούν να ~ούνται από τις Αρχές οι ... (: τελούν υπό κράτηση). 6. έχω κάτι υπό τον έλεγχο, τη φροντίδα, την ευθύνη, την επίβλεψή μου: ~ το μαγαζί (πβ. διευθύνω)/το νοικοκυριό/το ξενοδοχείο/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συντηρώ)/το ταμείο. ~ τα λογιστικά βιβλία (πβ. ενημερώνω, τηρώ). Από τότε που αρρώστησε, τα παιδιά του ~άνε τη δουλειά/το μαγαζί.|| (μτφ.) ~άμε την τύχη στα χέρια μας. Η ομάδα ~ά το εισιτήριο για τον τελικό. ~ούν τα κλειδιά της επιτυχίας. Ένας παίκτης ~ησε μόνος του όλη την ομάδα (πβ. στηρίζω). Βλ. ανδρο-, γυναικο-κρατείται. 7. δεν αφήνω κάτι να εκτεθεί, να φανερωθεί, να εκδηλωθεί: ~ησε τα δάκρυα/τον θυμό/τα νεύρα του (πβ. συγκρατώ). Έχω διαμορφώσει άποψη, αλλά την ~ για τον εαυτό μου/για μένα. Δεν μπορεί να ~ήσει τα συναισθήματά της. Το καλύτερο σας το ~ για το τέλος/έκπληξη. Μού 'ρχεται να κλάψω μα ~ιέμαι. Πώς ~ήθηκα και δεν είπα τίποτα! Δεν μπόρεσα να ~ηθώ από τα γέλια.|| Δεν μπορώ να ~ηθώ, πρέπει να πάω στην τουαλέτα. 8. τηρώ: ~ούν τις αξίες/τις αρχές/τα έθιμα/τις παραδόσεις. ~ησε την αξιοπρέπειά/το λόγο (της τιμής)/τον όρκο/την υπόσχεσή του (ΑΝΤ. αθετώ). ~ (αρνητική/θετική) στάση απέναντι σε ... Θα ~ηθεί σειρά προτεραιότητας. 9. (γενικότ.) για να δηλωθεί ενέργεια: ~ παρέα/συντροφιά σε κάποιον (πβ. κάνω). ~ τις επιφυλάξεις μου (= επιφυλάσσομαι).|| ~ ημερολόγιο (πβ. γράφω)/λογαριασμό/παρουσίες (πβ. παίρνω)/πρακτικά/σημειώσεις. ~ τα στοιχεία κάποιου (πβ. καταχωρώ, σημειώνω). Δεν ~ησα το νούμερο του αυτοκινήτου/το τηλέφωνό του. Εφαρμογή/συσκευή που ~άει τον χρόνο/την ώρα (πβ. καταγράφω). 10. κάνω κράτηση, εξασφαλίζω εκ των προτέρων θέση, εισιτήριο: ~ δωμάτιο/τραπέζι (στο όνομά μου). Πβ. αγκαζάρω, κλείνω. 11. δεσμεύω κάποιον, δεν τον αφήνω να φύγει: Την ~ησα για φαγητό. Πουλάει φτηνά, για να ~ήσει τους πελάτες. Τίποτα δεν με ~άει πια εδώ. Πώς θα τον ~ήσω κοντά μου; Η αγάπη τούς ~ησε μαζί. Μη σας ~ άλλο (πβ. καθυστερώ). Μας ~ησε μέχρι αργά. Θα τον ~ήσουν (: δεν θα τον απολύσουν) στη δουλειά. 12. παρακρατώ: ~ μέρος των χρημάτων/τους τόκους. Τι σου ~άνε από τον μισθό; ~είται προμήθεια 0,30 ευρώ ανά συναλλαγή.|| (ειδικότ.) Κράτα τα ρέστα (: μη μου τα δίνεις). 13. (για πρόσ., πράγμα ή ουσία) συγκρατώ: Κράτα με, γιατί θα του ορμήξω. Τα δέντρα ~ούν το χώμα. Ο οργανισμός του ~ά (= κατακρατεί) περισσότερα υγρά από όσα χρειάζεται (πβ. απορροφώ). 14. αντέχω: Λάστιχα που ~άνε στον δρόμο (: είναι ανθεκτικά).|| (μτφ.) ~ησε στην πολιορκία (πβ. αντιστέκομαι). Πώς ~ησε και δεν τα παράτησε! (ως προτροπή) Κράτα γερά! Παρά τις δοκιμασίες ~ήθηκε στο ύψος του. Πβ. βαστώ. 15. (προφ.) κατάγομαι: ~άει από καλή οικογένεια/σόι. ~ από τη Μάνη.|| (παλαιότ.) ~άει από αρχοντική γενιά.κρατά & κρατάει 1. διαρκεί, αντέχει στον χρόνο: Μπαταρία που δεν ~ πολύ. Όλα τα ωραία ~άνε λίγο. Η εξορία/ο πόλεμος/η σχέση ~ησε δέκα χρόνια. Καλό ήταν όσο ~ησε. Πόσο ~ησαν οι διαπραγματεύσεις; 2. διατηρείται: Το μακιγιάζ/το χτένισμα ~ (: δεν χαλάει). Δεν ~άνε τα τυριά εκτός ψυγείου (: αλλοιώνονται). ● ΦΡ.: (ο χορός) καλά κρατεί (συχνά αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που έχει διάρκεια, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση: Η βεντέτα/η κρίση/o πόλεμος ~ ~. ~ ~ η προεκλογική αντιπαράθεση. (Και) τα πανηγύρια/σκάνδαλα ~ ~ούν., δεν κρατιέμαι (προφ.): για να δηλωθεί έντονη ανυπομονησία, επιθυμία, ανάγκη για κάτι: ~ ~ιόταν από τη χαρά της., κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι με τη συνεργασία επιτυγχάνεται καλύτερα ο στόχος. Πβ. το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο., κρατά(ει) τη θέση του (μτφ.) 1. ενεργεί κατά τρόπο που να μη θίγεται η αξιοπρέπειά του ή να μην εκτίθεται: Ξέρει να ~ ~. 2. επιμένει στις απόψεις του., κρατάει χαρακτήρα (μτφ.-προφ.): παραμένει σταθερός στις απόψεις του, δεν αλλάζει στάση, συμπεριφορά., κρατάω το παιδί 1. (για έγκυο) αποφασίζω να μη διακόψω την κύηση. 2. το φυλάω, προσέχω (όταν λείπουν οι γονείς του από το σπίτι): Ποιος σου ~άει ~; Βλ. μπέιμπι σίτερ., κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή: τον βοηθώ να ζήσει ή να επιβιώσει παρά τις αντιξοότητες: Την ~ούν στη ζωή με μηχανική υποστήριξη.|| (μτφ.) Η ελπίδα/το πείσμα τον ~ησε ζωντανό. (κατ' επέκτ.) ~ησε ζωντανό το όνειρο., κρατώ κάτι μυστικό/κρυφό: δεν το φανερώνω: ~ά(ει) (επτασφράγιστο) μυστικό το παρελθόν του. ~ησε κρυφό το γεγονός από τους φίλους του. ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο) (προφ.): θυμάμαι το κακό που μου έκαναν και επιδιώκω εκδίκηση: Μια φορά του είπα ψέματα και ακόμη μου το ~ει. Πβ. μνησικακώ. ΣΥΝ. το βαστάω (σε κάποιον), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο, κρατάω (κάτι) γινάτι βλ. γινάτι, κρατάω (κάτι) μέσα μου βλ. μέσα, κρατάω κόντρα βλ. κόντρα, κρατάω πισινή βλ. πισινός, κρατάω τα μπόσικα βλ. μπόσικος, κρατάω το ίσο βλ. ίσο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, κρατάω/φυλάω τσίλιες βλ. τσίλια, κρατώ (κάποιον) ενήμερο βλ. ενήμερος, κρατώ (το) φανάρι βλ. φανάρι, κρατώ αντίσταση βλ. αντίσταση, κρατώ επαφή (με κάποιον) βλ. επαφή, κρατώ κακία σε κάποιον βλ. κακία, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρατώ μακριά βλ. μακριά, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ την κοιλιά μου/πονάει η κοιλιά μου από τα γέλια βλ. κοιλιά, κρατώ ψηλά τη σημαία βλ. σημαία, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση βλ. απόσταση, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, κρατώ/τηρώ τις ισορροπίες βλ. ισορροπία, κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, κρύβε λόγια βλ. λόγια, λαμβάνω/κρατώ υπό σημείωση βλ. σημείωση, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις βλ. απόσταση, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, πιάνω/κρατώ τη μύτη μου βλ. μύτη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί, τηρεί σιγή(ν) ιχθύος βλ. ιχθύς, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή ● βλ. κράτει, κρατημένος, κρατούμενος, κρατών [< αρχ. κρατῶ ‘είμαι ισχυρός, επικρατώ, κρατώ σταθερά’]

λείος

λείος, α, ο [λεῖος] λεί-ος επίθ.: ομαλός, χωρίς εσοχές ή προεξοχές: ~α: επιφάνεια (= επίπεδη)/πέτρα (βλ. βότσαλο)/υφή.|| (ΑΝΑΤ.) ~ες μυϊκές ίνες.|| ~α: επιδερμίδα (πβ. αλαβάστρινη). ~ο: δέρμα. Πβ. απαλός, μαλακός. ΑΝΤ. τραχύς.|| ~ο: τρίχωμα. ~α: μαλλιά. Πβ. γυαλιστερός, στιλπνός. ΑΝΤ. άγριος. ● ΣΥΜΠΛ.: λείοι μύες : ΑΝΑΤ. οι οποίοι εκτελούν ακούσιες κινήσεις: ~ ~ των γεννητικών οργάνων. ~ ~ του πεπτικού/ουροποιητικού συστήματος. Βλ. μυοκάρδιο, σκελετικός/γραμμωτός μυς. [< αρχ. λεῖος]

μιμικός

μιμικός, ή, ό μι-μι-κός επίθ.: που αναφέρεται στον μίμο ή ακολουθεί τον τρόπο των μίμων: ~ός: χορός. ~ή: γλώσσα/έκφραση του προσώπου/τέχνη. ~ά: σύμβολα (= εμότικον). ~ές: κινήσεις. ● Ουσ.: μιμική (η): η τέχνη της μίμησης, μιμητική: παράσταση βασισμένη στον χορό, στη ~, στην απαγγελία και στο τραγούδι. ● ΣΥΜΠΛ.: μιμικό διάγραμμα: ΤΕΧΝΟΛ. πίνακας ενδείξεων που αναπαριστά τη λειτουργία εργοστασίου, δικτύου, μηχανήματος, εγκατάστασης., μιμικοί μύες: ΑΝΑΤ. οι μύες του προσώπου που εκφράζουν τα συναισθήματα του ατόμου. [< μτγν. μιμικός]

ορθολογισμός

ορθολογισμός [ὀρθολογισμός] ορ-θο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. η άποψη ότι η λογική και οι κανόνες της είναι ο καλύτερος οδηγός σκέψης και δράσης: επιστημονικός/πολιτικός ~. ~ στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Πβ. ορθοφροσύνη, περίσκεψη, σύνεση, φρόνηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Οικονομικός ~ (: προώθηση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας στην ελεύθερη αγορά μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού). Πβ. εξ~. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία που υποστηρίζει ότι πηγή της γνώσης είναι η λογική και όχι η εμπειρία ή η θεία αποκάλυψη: δυτικός/κριτικός ~. Ο ~ του Διαφωτισμού. Βλ. εμπειρισμός, μυστικισμός, νοησιαρχία, -ισμός. ΣΥΝ. λογοκρατία, ρασιοναλισμός ΑΝΤ. ιρασιοναλισμός [< γαλλ. rationalisme]

-πάθεια

-πάθεια (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. πάθηση: αδενο~/δισκο~/ηπατο~/καρδιο~/μυο~/νεφρο~/ψυχο~. 2. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: ευ~/ηττο~/μετριο~/μυστικο~/ωραιο~. Bλ. -παθής. 3. συναισθήματα, συνήθ. για άτομο: αντι~/συμ~. ΠΑΘΕΙΑ

-παθής

-παθής, ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~. 2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~. 3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.

πράκτορας

πράκτορας πρά-κτο-ρας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {θηλ. πράκτ-ορος} & (προφ.) πράχτορας & (προφ. θηλ.) πρακτόρισσα & (λόγ.) πράκτωρ 1. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αμείβεται, για να φέρει σε πέρας υποθέσεις τρίτων (ατόμων, ομάδων, χωρών), ενεργώντας για λογαριασμό τους: ασφαλιστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. Καλλιτεχνικός ~ (= ατζέντης, ιμπρεσάριος). ~ (αεροπορικών) εισιτηρίων/μεταφορών/στοιχημάτων. Βλ. υπο~. 2. μέλος κρατικής υπηρεσίας που ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν τη διαφύλαξη της ασφάλειας μιας χώρας: ~ της ΕΥΠ/Ιντερπόλ. Διπλός ~ (: που εργάζεται για δύο διαφορετικές χώρες). ~ες της αστυνομίας/του εχθρού (πβ. κατάσκοπος). Βλ. -τορας. 3. ΠΛΗΡΟΦ. & ευφυής πράκτορας: ευέλικτο και συνήθ. αυτόνομο πρόγραμμα λογισμικού που επεξεργάζεται πληροφορίες από το περιβάλλον του, για να διεκπεραιώσει συγκεκριμένους σκοπούς: ~ για αναζήτηση πληροφοριών στο διαδίκτυο. Βλ. νευρωνικά δίκτυα. ● ΣΥΜΠΛ.: μυστικός πράκτορας: πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται κατασκοπευτική ή απόρρητη αποστολή, μέλος μυστικών υπηρεσιών: ~ ~ κυβέρνησης/οργάνωσης., ναυτιλιακός/ναυτικός πράκτορας: άμεσος αντιπρόσωπος ναυτιλιακής εταιρείας: σύνδεσμος ~ών ~όρων., πράκτορας εφημερίδων και περιοδικών: πρόσωπο υπεύθυνο για τη διανομή του Τύπου., προξενικός πράκτορας: υπάλληλος προξενείου σε μικρή πόλη. [< γαλλ. agent consulaire] , ταξιδιωτικός/τουριστικός πράκτορας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πουλά ταξιδιωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες στους πελάτες του: κράτηση θέσης από ~ό ~α. [< αρχ. πράκτωρ 'εκτελεστής', ιταλ. agente, γαλλ.-αγγλ. agent]

προσηλυτίζω

προσηλυτίζω προ-ση-λυ-τί-ζω ρ. (μτβ.) {προσηλύτι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, προσηλυτίζ-οντας} (αρνητ. συνυποδ.): πείθω κάποιον να ασπαστεί το θρησκευτικό δόγμα που πιστεύω ή γενικότ. να ενστερνιστεί τις δικές μου αρχές, αξίες: ~στηκαν στον ιουδαϊσμό. Πβ. μύω. Βλ. αλλαξοπιστώ. [< γαλλ. faire du prosélytisme, αγγλ. proselytize]

σκαληνός

σκαληνός, ή, ό σκα-λη-νός επίθ. (επιστ.): κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: σκαληνό τρίγωνο: ΓΕΩΜ. που οι πλευρές του είναι άνισες. ΣΥΝ. ανισοσκελές τρίγωνο. Βλ. ισοσκελής., σκαληνοί μύες: ΑΝΑΤ. μυϊκή ομάδα αποτελούμενη από τρία ζεύγη μυών που ελέγχουν κυρ. την κίνηση του λαιμού. [< γαλλ. muscles scalènes ] [< αρχ. σκαληνός, γαλλ. scalène, αγγλ. scalene]

τετρακέφαλος

τετρακέφαλος, η, ο τε-τρα-κέ-φα-λος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: τετρακέφαλος (μηριαίος μυς) {-ου (λόγ.) -άλου}: ΑΝΑΤ. μυς στην πρόσθια επιφάνεια του μηρού, με τέσσερις εκφύσεις: ορθός μηριαίος ~. Έξω/έσω/μέσος πλατύς ~. Γυμνασμένοι ~οι. Ασκήσεις ενδυνάμωσης ~ων.|| (ΙΑΤΡ.) Ατροφία ~ου. Θλάση στον ~ο. Βλ. δι-, τρι-κέφαλος. [< γαλλ. quadriceps, 1924] [< μτγν. τετρακέφαλος]

τραπεζοειδής

τραπεζοειδής, ής, ές τρα-πε-ζο-ει-δής επίθ. (λόγ.): του οποίου το σχήμα είναι όμοιο με τραπέζιο: ~ής: λαμαρίνα. ~ές: ηχείο. ~είς: ιμάντες. ~ή: φύλλα. ~είς απολήξεις εξάτμισης. Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: τραπεζοειδής μυς (ο): ΑΝΑΤ. καθένας από τους δύο μεγάλους και πλατείς μυς σε σχήμα τριγώνου που βρίσκονται στην πίσω πλευρά του τραχήλου και της πλάτης. [< μτγν. τραπεζοειδής, γαλλ. trapézoïde, αγγλ. trapezoid]

τρένο

τρένο τρέ-νο ουσ. (ουδ.): μέσο μεταφοράς που αποτελείται από σειρά βαγονιών τα οποία κινεί μηχανή πάνω σε σιδηροτροχιές· σιδηρόδρομος: ατμοκίνητο/επιβατικό/ηλεκτροκίνητο/υπόγειο ~. ~ μαγνητικής αιώρησης (: υπερσύγχρονο, χωρίς ρόδες)/μεγάλης ταχύτητας. Απευθείας ~ προς ... Γραμμές/διέλευση/επιβάτες/ράγες/σταθμός ~ου. Εισιτήρια ~ων. Το ~ της γραμμής. Το ~ (: δρομολόγιο) των δέκα. ~ για Αθήνα/Θεσσαλονίκη. Σύγκρουση ~ου με λεωφορείο/φορτηγό. Παίρνω το/ταξιδεύω με (το) ~. Βγαίνω από το/μπαίνω στο/προλαβαίνω το ~. Εκτροχιάστηκε ~. Πβ. αμαξοστοιχία, συρμός. Βλ. αυτοκινητ-, επιβατ-, ηλεκτρ-, κλιν-άμαξα, ιντερσίτι, μέσα σταθερής τροχιάς.|| Μετακινείται στην πόλη με το ~ (: τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο).|| Τηλεκατευθυνόμενο ~ (: παιχνίδι). Βλ. αερότρενο.|| (μτφ.) Το ~ (: η πορεία) της ζωής. ● Υποκ.: τρενάκι (το): περιβαλλοντικό/τουριστικό ~. Βόλτα με το ~.|| Το ~ του τρόμου (σε λούνα παρκ).|| (μινιατούρα τρένου ως παιδικό παιχνίδι ή συλλεκτικό αντικείμενο) Ηλεκτρικό/ξύλινο ~. Βλ. αυτοκινητάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: μυστήριο τρένο (μτφ.-προφ.): πρόσωπο που συμπεριφέρεται αλλόκοτα και ανεξήγητα, αινιγματική φυσιογνωμία: ~ ~ αυτός ο άνθρωπος/τύπος! ● ΦΡ.: κατεβαίνω από το τρένο (μτφ.): αποχωρώ, συνήθ. από πολιτικό κόμμα., πάει/πηγαίνει τρένο (αργκό): κάνει εντυπωσιακή πορεία, ξεπερνά όλα τα εμπόδια: Η ομάδα ~ ~ (: σημειώνει αλλεπάλληλες νίκες).|| Ο υποψήφιος δήμαρχος ~ ~., χάνω το τρένο {συνήθ. αόρ.} (μτφ.): δεν αξιοποιώ την ευκαιρία που μου παρουσιάζεται: Με την αναβλητικότητά του το έχασε ~., αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) βλ. καρούλι [< ιταλ. treno, γαλλ. train – παλαιότ. ορθογρ. τραίνο]

τρικέφαλος

τρικέφαλος, η, ο τρι-κέ-φα-λος επίθ.: που έχει τρία κεφάλια: ~ος: δράκος/(ΜΥΘ.) σκύλος (= ο Κέρβερος). Βλ. -κέφαλος. ● ΣΥΜΠΛ.: τρικέφαλος μυς & τρικέφαλος: ΑΝΑΤ. που διαθέτει τρεις κεφαλές: ~ βραχιόνιος μυς/γαστροκνήμιος μυς. Βλ. δι-, τετρα-κέφαλος. [< γαλλ. triceps] [< αρχ. τρικέφαλος]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ψηφοφορία

ψηφοφορία ψη-φο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.): διαδικασία μέσω της οποίας ασκείται το εκλογικό δικαίωμα ή δηλώνεται προσωπική προτίμηση, ώστε να ληφθούν συλλογικές αποφάσεις: ανοιχτή/ενεργή/επαναληπτική/επίσημη/κλειστή/ονλάιν/παγκόσμια ~. Αίθουσα/αποτελέσματα/διεξαγωγή/ώρες ~ας. Έναρξη/λήξη/ολοκλήρωση της ~ας. ~ με απλή/απόλυτη/ειδική πλειοψηφία. ~ δι' αλληλογραφίας/διά ανατάσεως της χειρός/διά βοής. Διενεργείται ~ για ... Απέχω από την/παίρνω μέρος στην ~. Θέτω κάτι σε ~. Κάνω ~ για κάτι. Κρίσιμη ~ για τον προϋπολογισμό. Βλ. εκλογές, τηλε~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ψηφοφορία: η οποία πραγματοποιείται ηλεκτρονικά, συνήθ. μέσω διαδικτύου. [< αγγλ. electronic/e- voting, περ. 1960] , καθολική ψηφοφορία: σύστημα στο οποίο έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι οι ενήλικοι πολίτες που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις: αρχή της ~ής ~ας., μυστική ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος τοποθετεί το ψηφοδέλτιο σε φάκελο πίσω από παραβάν και το ρίχνει σε κάλπη, με αποτέλεσμα η ψήφος του να παραμένει κρυφή: αρχαιρεσίες με ~ ~., φανερή ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος εκφράζει την προτίμησή του με ανάταση του χεριού ή αναφωνώντας ναι, όχι ή παρών: ονομαστική ~ ~ (στη Βουλή)., άμεση εκλογή βλ. εκλογή, έμμεση εκλογή βλ. εκλογή, ονομαστική ψηφοφορία βλ. ονομαστικός [< αρχ. ψηφοφορία]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.