μυστήριος , α, ο μυ-στή-ρι-ος επίθ.: αινιγματικός, παράξενος ή ιδιόμορφος: ~ος: θάνατος/κόσμος. ~α: ιστορία/συμπεριφορά/συνάντηση/υπόθεση. ~ο: μέρος/πλάσμα/φαινόμενο. ~ες: δυνάμεις.|| ~ος: άνθρωπος/τύπος/χαρακτήρας. ~ες: αντιλήψεις/απόψεις. Πολύ ~ είσαι! Πβ. μυστηριώδης.|| (ως ουσ.) Ένας ~ ήρθε. Αυτός ο ~ ξαναεμφανίστηκε. ● ΣΥΜΠΛ.: μυστήριο πράγμα (προφ., δηλωτικό απορίας ή έκπληξης): για κάτι ανεξήγητο: Ένα ~ ~, δεν βρίσκω πουθενά τα κλειδιά μου. Πολύ ~ ~ η ζωή., μυστήριο τρένο βλ. τρένο [< γαλλ. mystérieux, αγγλ. mysterious]
τρένο
τρένο τρέ-νο ουσ. (ουδ.): μέσο μεταφοράς που αποτελείται από σειρά βαγονιών τα οποία κινεί μηχανή πάνω σε σιδηροτροχιές· σιδηρόδρομος: ατμοκίνητο/επιβατικό/ηλεκτροκίνητο/υπόγειο ~. ~ μαγνητικής αιώρησης (: υπερσύγχρονο, χωρίς ρόδες)/μεγάλης ταχύτητας. Απευθείας ~ προς ... Γραμμές/διέλευση/επιβάτες/ράγες/σταθμός ~ου. Εισιτήρια ~ων. Το ~ της γραμμής. Το ~ (: δρομολόγιο) των δέκα. ~ για Αθήνα/Θεσσαλονίκη. Σύγκρουση ~ου με λεωφορείο/φορτηγό. Παίρνω το/ταξιδεύω με (το) ~. Βγαίνω από το/μπαίνω στο/προλαβαίνω το ~. Εκτροχιάστηκε ~. Πβ. αμαξοστοιχία, συρμός. Βλ. αυτοκινητ-, επιβατ-, ηλεκτρ-, κλιν-άμαξα, ιντερσίτι, μέσα σταθερής τροχιάς.|| Μετακινείται στην πόλη με το ~ (: τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο).|| Τηλεκατευθυνόμενο ~ (: παιχνίδι). Βλ. αερότρενο.|| (μτφ.) Το ~ (: η πορεία) της ζωής. ● Υποκ.: τρενάκι (το):περιβαλλοντικό/τουριστικό ~. Βόλτα με το ~.|| Το ~ του τρόμου (σε λούνα παρκ).|| (μινιατούρα τρένου ως παιδικό παιχνίδι ή συλλεκτικό αντικείμενο) Ηλεκτρικό/ξύλινο ~. Βλ. αυτοκινητάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: μυστήριο τρένο (μτφ.-προφ.): πρόσωπο που συμπεριφέρεται αλλόκοτα και ανεξήγητα, αινιγματική φυσιογνωμία: ~ ~ αυτός ο άνθρωπος/τύπος! ● ΦΡ.: κατεβαίνω από το τρένο (μτφ.): αποχωρώ, συνήθ. από πολιτικό κόμμα., πάει/πηγαίνει τρένο (αργκό): κάνει εντυπωσιακή πορεία, ξεπερνά όλα τα εμπόδια: Η ομάδα ~ ~ (: σημειώνει αλλεπάλληλες νίκες).|| Ο υποψήφιος δήμαρχος ~ ~., χάνω το τρένο {συνήθ. αόρ.} (μτφ.): δεν αξιοποιώ την ευκαιρία που μου παρουσιάζεται: Με την αναβλητικότητά του το έχασε ~., αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) βλ. καρούλι [< ιταλ. treno, γαλλ. train – παλαιότ. ορθογρ. τραίνο]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.