Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μόνωση μό-νω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. τοποθέτηση σε μια επιφάνεια δομικών ή άλλων υλικών, με σκοπό να παρεμποδιστεί η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, υγρασίας, νερού, θερμοκρασίας, θορύβου ή γενικότ. να αντιμετωπιστεί η επίδραση περιβαλλοντικών μεταβολών: ακουστική/διπλή/εξωτερική/εσωτερική/ηλεκτρική/ηχητική (= ηχο~)/σεισμική ~. ~ αέρα/δώματος/θερμότητας (πβ. θερμο~)/κτιρίου/στέγης/σωλήνων. Αντίσταση/απόδοση/συντελεστές/συστήματα/τεχνικές ~ης. Στην ταράτσα έχουμε/κάναμε ~. Βλ. υγρο~. 2. (συνεκδ.) τα σχετικά μονωτικά υλικά. [< πβ. αρχ. μόνωσις ‘απομόνωση, μοναξιά’, γαλλ. isolation, isolement]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.