Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • μύγα μύ-γα ουσ. (θηλ.) {μυγών}: ΖΩΟΛ. κοινό όνομα διαφόρων ειδών εντόμων της τάξης των διπτέρων, με χαρακτηριστικότερο είδος τη μυία την οικιακή (επιστ. ονομασ. Musca domestica), που έχει έξι πόδια, δύο φτερά, μαύρο χρώμα, κιτρινωπή κοιλιά, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και κοντή προβοσκίδα: ~ της Μεσογείου & μεσογειακή ~/της ελιάς (= δάκος). Ισπανική ~ (= κανθαρίδα). Βλ. αλογό-, κρεατό-, χρυσό-μυγα, τσε τσε. ● Υποκ.: μυγίτσα (η), μυγούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία μύγας: ΑΘΛ. μεσαία κατηγορία βάρους (περ. 51 κιλά) στην πυγμαχία. [< αγγλ. flyweight, 1911] , μύγα των φρούτων/του ξιδιού: ΖΩΟΛ. δροσόφιλα. [< αγγλ. fruit fly, γαλλ. mouche du vinaigre] ● ΦΡ.: (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι: για κάποιον που προσκολλάται, αφοσιώνεται σε κάτι, συνήθ. ευχάριστο: Υπάρχουν άνθρωποι που, όταν δουν δημοσιότητα, πέφτουν ~ ~., βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες (μτφ.-προφ.): (κυρ. για επιχείρηση) δεν έχω δουλειά, πελατεία και γενικότ. χάνω τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος: Το μαγαζί τις καθημερινές ~ει ~. Το προσωπικό δεν έχει τι να κάνει, ~ει ~. Πβ. κάθομαι, τεμπελιάζω., δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του: δεν δέχεται κουβέντα, κριτική. ΣΥΝ. έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά, έχω τη μύγα (του ...) (προφ.): έχω σε έντονο βαθμό ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ~ ~ της αμφιβολίας/του γραψίματος/της ειρωνείας., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (παροιμ.): για αναμενόμενη καταστροφική σύγκρουση., κάνω τη μύγα βόδι: μεγαλοποιώ μια κατάσταση. ΣΥΝ. κάνω την τρίχα τριχιά, σαν τις μύγες: πολλοί μαζί: Οι άνθρωποι στον Τρίτο Κόσμο πεθαίνουν ~ ~ από ασθένειες. Πβ. σωρηδόν., σαν τις μύγες στο σκατό (λαϊκό-μειωτ.): για πλήθος ανθρώπων που έλκονται από κάτι προσοδοφόρο: Έπεσαν πάνω στο πλιάτσικο ~ ~., βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, ούτε κουνούπι/μύγα βλ. κουνούπι, σαν τη μύγα μες στο γάλα βλ. γάλα, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι βλ. βλέπω, τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα βλ. τσετσέ, χάφτω μύγες βλ. χάφτω [< μεσν. μύγα]
  • μυγάκι μυ-γά-κι ουσ. (ουδ.) ΖΩΟΛ. 1. (υποκ.) μικρή μύγα. 2. (γενικότ.) κάθε έντομο πολύ μικρό σε μέγεθος: Μαζεύτηκαν ~ια πάνω στα φαγητά.μυγάκια (τα) (μτφ.-προφ.): μικρές μαύρες κηλίδες που βλέπει κάποιος από κούραση ή παθολογικά αίτια.
  • μυγαλή [μυγαλῆ] μυ-γα-λή ουσ. (θηλ.) ΖΩΟΛ. 1. είδος τρωκτικού (οικογένεια Soricidae), μικρό εντομοφάγο νυκτόβιο θηλαστικό που μοιάζει με ποντίκι, αλλά έχει αρκετά προτεταμένο ρύγχος και μικρά μάτια και αυτιά. 2. μεγάλη αράχνη (γένος Mygale) που ζει σε ζεστές περιοχές και της οποίας το δάγκωμα είναι αρκετά επώδυνο. [< αρχ. μυγαλῆ 2: γαλλ.-αγγλ. mygale]

αλογο- & αλογό-

αλογο- & αλογό-: α' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στο άλογο: αλογο-κλέφτης/~μούρης/~ουρά/~πάζαρο. Αλογό-μυγα/~τριχα.

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γάλα

γάλα γά-λα ουσ. (ουδ.) {γάλ-ακτος (σπάν.) -ατος | -ατα} 1. λευκό, αδιαφανές, πολύ θρεπτικό υγρό, που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών θηλυκών κατοικίδιων ζώων (κυρ. από αγελάδες, προβατίνες ή κατσίκες) και αποτελεί βασικό στοιχείο της ανθρώπινης διατροφής· γενικότ. το αντίστοιχο υγρό που παράγεται από όλα τα θηλυκά θηλαστικά μετά τη γέννα ως πρώτη και κύρια τροφή για τα νεογέννητά τους: αγελαδινό/αγνό/αιγοπρόβειο/άπαχο/(ημι)αποβουτυρωμένο/αποστειρωμένο (~ μακράς διαρκείας)/αφυδατωμένο/βουβαλίσιο/βρεφικό/γίδινο/εβαπορέ/ζαχαρούχο/κατσικίσιο/νωπό/ολόπαχο/ομογενοποιημένο/παστεριωμένο/πλήρες/πολυβιταμινούχο/συμπυκνωμένο/συσκευασμένο/φρέσκο ~. ~ κατανάλωσης (: που πληροί τις προδιαγραφές για να κυκλοφορεί στο εμπόριο). ~ χαμηλό σε/χωρίς λιπαρά. ~ με κακάο/σοκολάτα (= σοκολατούχο). ~ (σε) σκόνη (: που έχει αφυδατωθεί). Ένα λίτρο/μπουκάλι/ποτήρι ~. Καφές/σοκολάτα/τσάι με ~. Κορν φλέικς με ~. Βιομηχανία/καρτέλ/παραγωγή ~ακτος. Βλ. ανθό-, αφρό-, βουτυρό-, ξινό-, τυρό-γαλα, γαλακτοκομικά προϊόντα.|| ~ της γάτας/γαϊδούρας/καμήλας/φάλαινας. 2. (ειδικότ.) το ανάλογο υγρό που εκκρίνεται από τους αδένες των μαστών των γυναικών μετά τον τοκετό: μητρικό ~. Βλ. πρωτόγαλα. 3. (κατ' επέκτ.) λευκή ή υπόλευκη ρευστή ουσία που εκκρίνεται από ορισμένα φυτά ή παράγεται με την πολτοποίηση των καρπών τους: ~ αμυγδάλου/καρύδας/ρυζιού/σόγιας/συκιάς. ● Υποκ.: γαλατάκι (το) 1. (οικ.) γάλα: Το μωρό ήπιε το ~ του. 2. πολύ μικρή συσκευασία γάλακτος, συνήθ. 15 γραμμαρίων: ~ια λάιτ. Ατομικά ~ια για τον καφέ. ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνητό γάλα: αγελαδινό γάλα ενισχυμένο με τέτοια συστατικά, ώστε να αποκτήσει σύνθεση παρόμοια με του μητρικού: Σίτιση βρέφους με ~ ~., κρέμα (γάλακτος) βλ. κρέμα, ορός γάλακτος βλ. ορός ● ΦΡ.: βγάζω/κατεβάζω γάλα (προφ.): (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παράγω γάλα για θηλασμό., βλαστημάω/ξερνάω/μαρτυρώ/φτύνω το γάλα της μάνας μου/της μάνας μου το γάλα (προφ.): υφίσταμαι μεγάλη δοκιμασία, ταλαιπωρία: (απειλητ.) Θα φτύσεις ~ ~! Πβ. υποφέρω., γάλακτος: χαρακτηρισμός κρέατος που προέρχεται από ζώο πολύ μικρό σε ηλικία: αρνάκι/κατσικάκι/μοσχαράκι/χοιρινό (του) ~. , και του πουλιού το γάλα (μτφ.-εμφατ.): για μεγάλη ποικιλία και υψηλή ποιότητα αγαθών: Έχει ~ ~., μέλι-γάλα/μέλι και γάλα (μτφ.): αρμονικά, ήρεμα: Τα ξαναβρήκαν και τώρα όλα ~ ~ (= μια χαρά). , πιες το γάλα/το γαλατάκι σου (ειρων.): είσαι πολύ άπειρος και ανώριμος (για κάτι): Άντε ~ ~ καλύτερα ... ΣΥΝ. φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου, σαν (το) γάλα: ως χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει πολύ λευκό δέρμα και γενικότ. για οτιδήποτε έχει έντονα λευκό χρώμα: Ήταν άσπρη ~ ~. , σαν τη μύγα μες στο γάλα (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δεν ταιριάζει, που ξεχωρίζει μέσα σε ένα σύνολο: Στις παρέες αισθανόμουν πάντα ~ ~., της κόπηκε το γάλα (προφ.): (για γυναίκα που θηλάζει) σταμάτησε να παράγει γάλα για ψυχολογικούς ή παθολογικούς λόγους., χύνει/κλοτσά την καρδάρα με το γάλα βλ. καρδάρα [< αρχ. γάλα, γαλλ. lait, αγγλ. milk]

κουνούπι

κουνούπι κου-νού-πι ουσ. (ουδ.) {κουνουπ-ιού | -ιών}: ΖΩΟΛ. γενική ονομασία δίπτερων εντόμων (οικογ. Culicidae), με μακριά πόδια και κεραίες, το θηλυκό των οποίων τσιμπά το δέρμα του ανθρώπου και των ζώων και ρουφά το αίμα τους, για να τραφεί και να επωάσει τα αβγά του: μολυσμένα ~ια (: που μεταδίδουν σοβαρές ασθένειες· βλ. ελονοσία, δάγκειος, κίτρινος πυρετός). Απωθητικό/εντομοκτόνο (/αεροζόλ)/ταμπλέτες/φιδάκι για τα ~ια. Ένα ~ ζουζουνίζει στο αυτί μου. Βλ. κουνουπιέρα, σήτα. ΣΥΝ. κώνωψ ● Υποκ.: κουνουπάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κουνούπι-τίγρης & τίγρης της Ασίας: επικίνδυνο για τον άνθρωπο κουνούπι ασιατικής προέλευσης (επιστ. ονομασ. Aedes albopictus), που έχει μαύρο χρώμα, λευκούς δακτυλίους στα πόδια, άσπρες γραμμές στην πλάτη, διαστάσεις όμοιες με αυτές του κοινού κουνουπιού και θεωρείται φορέας μολυσματικών ασθενειών. ● ΦΡ.: ούτε κουνούπι/μύγα (προφ.-εμφατ.): κανείς: Δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους ~ ~ (= ψυχή). Δεν έχει πειράξει ~ ~ (= ούτε μυρμήγκι)., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι βλ. βλέπω [< μεσν. κουνούπι]

κώλος

κώλος [κῶλος] κώ-λος ουσ. (αρσ.) (προφ.): πρωκτός· γλουτοί: Έπεσε με τον ~ο. Πβ. κωλομέρι, οπίσθια, πάτος, πισινός, ποπός.|| Μας γύρισε τον ~ο (: τα νώτα).|| (μτφ.) Σκίστηκε ο ~ του παντελονιού. (το πίσω ή κάτω μέρος) Ο ~ του αυτοκινήτου/του ποτηριού. ● Υποκ.: κωλαράκι & κωλάκι (το), κωλαράκος (ο) ● Μεγεθ.: κωλάρα (η) ● ΦΡ.: (όλο) μαγκιά, (όλο) κλανιά και κώλο/και ο κώλος κουβαρίστρα/φινιστρίνι (αργκό): για άντρα που παριστάνει τον δυνατό, τον τολμηρό, ενώ δεν είναι., γίνομαι κώλος (μτφ.-αργκό) 1. τσακώνομαι άσχημα με κάποιον: Έγινε ~ με τη γειτόνισσα. (απειλητ.) Πρόσεξε τι λες, γιατί θα γίνουμε ~! ΣΥΝ. γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) 2. για μεγάλη ακαταστασία: Η κουζίνα έγινε ~.|| Δεν είχα ομπρέλα μαζί μου κι έγινα ~ (= μουσκίδι). Πβ. χάλι. 3. πίνω πάρα πολύ, μεθώ., έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο (παροιμ.): για κάποιον που νομίζει ότι απέκτησε αξία και γι' αυτό έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του., έχει κώλο (αργκό): έχει το θάρρος, τη θέληση ή τις ικανότητες: Ποιος ~ ~ να του πάει κόντρα;, καίγεται ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία, ανησυχία ή μεγάλη ανάγκη., κόβω τον κώλο (μτφ.-προφ.) 1. {συνήθ. στον μέλλ.} τιμωρώ αυστηρά: (κυρ. απειλητ.) Θα σου κόψω ~, αν συνεχίσεις. 2. (σπάν.) {μόνο στο α' πρόσ.} είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι το έκανε αυτός. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κώλος και βρακί (μτφ.-οικ.): για να δηλωθεί ότι κάποιοι έχουν πολύ καλές, στενές σχέσεις μεταξύ τους., μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι/κι οι κώλοι (παροιμ.): για κάποιον ασήμαντο, ανάξιο που εκφέρει μια άποψη χωρίς ουσία., μου βγαίνει ο κώλος (μτφ.-προφ.): κουράζομαι υπερβολικά: Της βγαίνει ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι, μου βγήκε η μέση, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος, μου έπιασαν τον κώλο (μτφ.-προφ.): συνήθ. για υπερβολική χρέωση: Μας ~ ~ στον λογαριασμό. Πβ. κωλοπιάσιμο, με πιάνουν κότσο., που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω (μτφ.-προφ.): όσο και αν προσπαθήσεις, ό,τι και αν κάνεις: Δεν σου λέω, ~ ~!, στήνω κώλο (μτφ.-προφ.): εξευτελίζομαι, ταπεινώνομαι, υποχωρώ: Έστησε ~ για να πάρει τη δουλειά. ΣΥΝ. κατεβάζει τα βρακιά (του), στρώνω κώλο/πισινό & στρώνω τον κώλο/πισινό μου (μτφ.-οικ.): αφοσιώνομαι σε μια ασχολία, καταβάλλω επίμονη προσπάθεια: Στρώσε τον ~ σου (κάτω) να διαβάσεις., σφίγγουν οι κώλοι (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι δυσκολεύουν οι συνθήκες, προκύπτουν προβλήματα, η κατάσταση γίνεται πιεστική: Ήρθε ο νέος διευθυντής και έσφιξαν οι ~!, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει ή προκαλεί με τη συμπεριφορά του κάτι: ~ ~ σου, μου φαίνεται. Πβ. πάει/πηγαίνει γυρεύοντας. ΣΥΝ. τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του, του κώλου (προφ.): ασήμαντος, ανάξιος λόγου, κακής ποιότητας: συμβουλές ~ ~.|| Διοργάνωση ~ ~., του κώλου τα εννιάμερα (λαϊκό): βλακείες, ανοησίες., αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. αγκάθι, αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, πήρε φωτιά ο κώλος του βλ. φωτιά, πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί βλ. Γιάννης, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους/και μεταξωτούς κώλους βλ. βρακί, του έβαλαν/του έχουν βάλει νέφτι (στον κώλο/πισινό/ποπό) βλ. νέφτι, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. κώλος]

μυγιάζομαι

μυγιάζομαι μυ-γιά-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {μυγιάστηκε} (προφ.) 1. (μτφ.) αισθάνομαι θιγμένος ή εκδηλώνω θυμό χωρίς ιδιαίτερο λόγο, παρεξηγούμαι: Εσύ τώρα, γιατί ~εσαι; Δεν είπα κάτι κακό. 2. (για ζώο) με ενοχλεί μύγα. ● ΦΡ.: όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται (παροιμ.): αυτός που ευθύνεται για κάτι, αισθάνεται πως ό,τι συμβαίνει ή λέγεται έχει τον ίδιο ως στόχο και αντιδρά ανάλογα.

ξίγκι

ξίγκι ξί-γκι ουσ. (ουδ.) & ξύγκι: ζωικό λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα: χοιρινό ~.|| (προφ.-μειωτ., μόνο στον πληθ.) Κάνει δίαιτα, για να χάσει τα ~ια (= πάχη). ● ΦΡ.: βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι: για άνθρωπο τσιγκούνη ή συμφεροντολόγο που επιδιώκει να εκμεταλλευτεί ακόμη και το πιο ασήμαντο κέρδος ή να αξιοποιήσει και τις ελάχιστες ευκαιρίες που του παρουσιάζονται. [< μεσν. ξύγκι(ν)]

τσετσέ

τσετσέ τσε-τσέ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & μύγα τσε τσε: ΖΩΟΛ. είδος αφρικανικής μύγας (επιστ. ονομασ. Glossina morsitans, οικογ. Tabanidae) που, ρουφώντας αίμα, αναπαράγεται σε ζεστά και υγρά περιβάλλοντα και μεταδίδει στον άνθρωπο την ασθένεια του ύπνου. Βλ. τρυπανοσωμίαση. ● ΦΡ.: τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εξοργίζεται ξαφνικά, που αντιδρά αλλοπρόσαλλα: Τι σ' έπιασε και κάνεις έτσι; Μύγα (τσε τσε) σε τσίμπησε; [< γαλλ. tsé-tsé]

χάφτω

χάφτω χά-φτω ρ. (μτβ.) {έχα-ψα, χάψει, χάφτ-οντας} & χάβω (προφ.) 1. (μτφ.) πιστεύω κάτι αβασάνιστα, χωρίς να εξετάσω αν είναι αλήθεια: Δεν τα ~ εγώ κάτι τέτοια. Το 'χαψε κανονικότατα (το παραμύθι/ψέμα). Πβ. καταπίνω, μασώ. 2. καταβροχθίζω, κάνω μια χαψιά: Το 'χαψε το ψάρι η γάτα. ● ΦΡ.: χάφτω μύγες (μτφ.-προφ.) 1. τεμπελιάζω: Κάθεται και ~ει ~. 2. (συνήθ. με άρνηση) είμαι ευκολόπιστος, αφελής: Μην μου τα λες εμένα αυτά, γιατί δεν ~ ~ (= δεν τρώω κουτόχορτο). [< μεσν. χάπτω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.