μύηση μύ-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. τελετουργική αποκάλυψη απόρρητων στοιχείων σε κάποιον, παραχώρηση άδειας για συμμετοχή του σε μυστήρια και κατ' επέκτ. σε μυστική οργάνωση: θρησκευτική (: για την ένταξη σε κλειστές θρησκευτικές αδελφότητες)/μαγική (: για την απόκτηση υπερφυσικών ιδιοτήτων)/φυλετική (: για το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση) ~. ~ μασόνων. Τελετή ~ης (πβ. μυσταγωγία). Πβ. κατήχηση.|| (ΑΡΧ.-ΙΣΤ.) ~ στα Ελευσίνια Μυστήρια/στη Φιλική Εταιρεία.2. απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων σε έναν απαιτητικό συνήθ. τομέα και γενικότ. εξοικείωση με έναν τρόπο ζωής: ~ σε ένα άθλημα/στη μουσική/στις νέες τεχνολογίες/στη φιλοσοφία. ~ των μαθητών σε ιδέες και αξίες της κοινωνίας/των φοιτητών στην έρευνα. Βλ. διαπαιδαγώγηση. [< μτγν. μύησις]
διαπαιδαγώγηση
διαπαιδαγώγηση δι-α-παι-δα-γώ-γη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπαιδαγωγώ: κατάλληλη/ορθή ~. Δημοκρατική/ειδική (βλ. ειδική αγωγή)/ηθική/θρησκευτική/κοινωνική/πνευματική/σχολική ~. ~ των νέων/των παιδιών. Σύστημα/τρόπος ~ης. ~ μέσα στην οικογένεια και το σχολείο. Πβ. αγωγή, εκπαίδευση, παιδαγώγηση, παιδαγωγία. Βλ. ανατροφή, γαλούχηση, μόρφωση. ● ΣΥΜΠΛ.: σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση βλ. αγωγή
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.