Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • μύξωμα μύ-ξω-μα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. καλοήθης βλεννώδης όγκος που αποτελείται από κύτταρα συνδετικού ιστού: καρδιακό/κολπικό/κυστικό ~. ~ άνω/κάτω γνάθου. Βλ. -ωμα2. [< γαλλ. myxome, αγγλ. myxoma]

-ωμα2

-ωμα2 {-ώματος | -ώματα, -άτων}: ΙΑΤΡ. επίθημα όρων που αναφέρονται σε πάθηση, συνηθέστ. σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο: (αιμ)αγγεί~/(ινο)αδέν~/αθήρ~/γλαύκ~/επιθηλί~/ηπάτ~/θύμ~/(νευρ)ίν~/ινομύ~/(αδενο/χοριο)καρκίν~/κρανιοφαρυγγί~/λειομύ~/λεμφαγγεί~/λέμφ~/λίπ~/μελάν~/μεσοθηλί~/μηνιγγί~/μυελοβλάστ~/μυέλ~/μύξ~/νεύρ~/νεφροβλάστ~/οδόντ~/ραβδομύ~/ρετινοβλάστ~/(αγγειο/λεμφο/λιπο/οστεο)σάρκ~/χολοστεάτ~/χόνδρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.