μύριοι , ες, α μύ-ρι-οι επίθ. {αρσ. μυρί-ων, -ους} 1. (αρχαιοπρ.) δέκα χιλιάδες. Βλ. τρισ~.2. {με συνίζηση} (κυρ. κατ' επέκτ.) πάρα πολλοί, πολυάριθμοι ή αμέτρητοι: ~ιοι: κίνδυνοι. ~ιες: ομορφιές/προσπάθειες/ταλαιπωρίες/υποσχέσεις. ~ια: βάσανα/εμπόδια/καλά/προβλήματα/τεχνάσματα/ψέματα. Συνάντησαν ~ιες (= άπειρες) δυσκολίες. ● ΦΡ.: (τα) μύρια όσα (επιτατ., για κάτι αρνητικό): υπερβολικά πολλά, αμέτρητα: Πέρασε/υπέφερε τα ~ ~, αλλά άντεξε. Παρά τα ~ ~ που του καταμαρτυρούν, εκείνος δεν δίνει σημασία.|| (ως ουσ.) Περάσαμε τα χίλια ~ ~ μέχρι να βγάλουμε άκρη., μύριοι όσοι (επιτατ., συνήθ. για κάτι αρνητικό): πάρα πολλοί και διαφόρων ειδών: Το έργο ξεσήκωσε ~ες ~ες αντιδράσεις. ΣΥΝ. πλείστοι όσοι, χίλιοι μύριοι: υπερβολικά πολλοί, αναρίθμητοι: Υπάρχουν ~ ~ τρόποι να πετύχεις αυτό που θέλεις., ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι βλ. καλόγερος [< 1: αρχ. μύριοι]
έπομαι
έπομαι βλ. έπεται
καλόγερος
καλόγερος κα-λό-γε-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -έρου} 1. & (λόγ.) καλόγηρος: άνδρας που απαρνήθηκε τα εγκόσμια και ασπάστηκε τον μοναστικό βίο· μοναχός: γέροντας ~. ~ στο Άγιο Όρος. Κληρικοί και ~οι. Πβ. αναχωρητής, ασκητής, ερημίτης. Βλ. καλογεράκι, καλόγρια. ΑΝΤ. κοσμικός.|| (μτφ.) Ζει σαν ~ (: απομονωμένα, λιτά και μοναχικά). Βλ. κοσμο~.2. όρθια μακρόστενη φορητή κρεμάστρα κυρ. για πανωφόρια: μεταλλικός/ξύλινος ~. ~ με ομπρελοθήκη. Πβ. πορτμαντό.3. ΙΑΤΡ. (προφ.) δοθιήνας. Βλ. σπυρί.4. ΟΡΝΙΘ. είδος παπαδίτσας (επιστ. ονομασ. Parus major). ● ΦΡ.: λεπτός-λεπτός/μακρύς-μακρύς/ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει (αίνιγμα): ο καπνός., χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι (αίνιγμα): οι σπόροι του ροδιού., το μοναστήρι να είναι καλά/να 'ν' καλά (κι από καλογέρους βρίσκεις) βλ. μοναστήρι [< μεσν. καλόγερος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.