νάφθα νά-φθα ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. πτητική ουσία, μείγμα υδρογονανθράκων, που παράγεται από το ακάθαρτο πετρέλαιο με τη μέθοδο της κλασματικής απόσταξης και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία πετροχημικών ή για την παραγωγή βενζίνης· γενικότ. ακάθαρτο πετρέλαιο. Βλ. ζιπέλαιο, υγρό πυρ. [< μτγν. νάφθα, γαλλ. naphte, αγγλ. naphtha]
ναφθαλίνη να-φθα-λί-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. λευκή κρυσταλλική οργανική ένωση με έντονη οσμή, η οποία παράγεται από τη λιθανθρακόπισσα και χρησιμοποιείται κυρ. ως σκοροκτόνο: βόλοι ~ης. Έβαλε ~ (: αντισκορικό) στα μάλλινα. Έβγαλε τα χειμωνιάτικα απ' τη ~. Βλ. καμφορά, -ίνη.2. (μτφ.) για κάτι που τίθεται στο περιθώριο, που παύει να χρησιμοποιείται: Σχέδια που έμειναν/μπήκαν στη ~ (= στο ντουλάπι). Ανέσυραν το νομοσχέδιο απ' τη ~ (: το επανέφεραν στο προσκήνιο).3. (μτφ.) για οτιδήποτε ξεπερασμένο, απαρχαιωμένο, αναχρονιστικό: Οι απόψεις του αποπνέουν/μυρίζουν ~. [< γαλλ. naphtaline, αγγλ. naphthalene]
ναφθαλίνιο να-φθα-λί-νι-ο ουσ. (ουδ.) {ναφθαλινί-ου}: ΧΗΜ. αρωματικός υδρογονάνθρακας, λευκό κρυσταλλικό σώμα (σύμβ. C10H8), που αποτελεί κύριο συστατικό της ναφθαλίνης: παράγωγα του ~ου (βλ. φθαλικό οξύ). [< γαλλ. naphtalène]
ζιπέλαιο
ζιπέλαιο ζι-πέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) (προφ.): νάφθα που χρησιμοποιείται συνήθ. ως υγρό γεμίσματος αναπτήρων ζίπο, για τον καθαρισμό λεκέδων ή ως καύσιμη ύλη σε σόμπες. Βλ. -έλαιο.
καμφορά
καμφορά καμ-φο-ρά ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. λευκή ημιδιαφανής κρυσταλλική και πτητική ουσία (σύμβ. C10H16O) με βαριά οσμή: συνθετική/φυσική (βλ. καμφορόδεντρο) ~. Αιθέριο έλαιο ~άς (= καμφορέλαιο). Χρήση της ~άς στη βιομηχανία εκρηκτικών υλών (βλ. πλαστικοποιητής)/στη φαρμακευτική (βλ. αντιφλεγμονώδη, παυσίπονα)/ως σκοροκτόνου (βλ. ναφθαλίνη). [< μεσν. καμφορά < ιταλ. canfora]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.