Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νέηλυς νέ-η-λυς επίθ. {αρσ. κ. θηλ. | πληθ. νεήλυδες} (αρχαιοπρ.-συνήθ. ειρων.): νεοφερμένος. Βλ. έπηλυς. [< αρχ. νέηλυς]

έπηλυς

έπηλυς [ἔπηλυς] έ-πη-λυς επίθ. {αρσ. κ. θηλ. | συνήθ. στον πληθ. επήλυ-δες} (αρχαιοπρ.): που έχει έρθει από άλλον τόπο, άλλη χώρα, σε αντιδιαστολή με τον ντόπιο: ~δες: λαοί/πληθυσμοί (= ξένοι). ~δες: φυλές. Πβ. αλλοδαπός, έποικος, ετερόχθων. ΑΝΤ. αυτόχθων (1) [< αρχ. ἔπηλυς]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.