Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νέμομαι νέ-μο-μαι ρ. (μτβ.) 1. ΝΟΜ. έχω τη νομή: Ποιος ~εται το ακίνητο/την περιουσία (= είναι ιδιοκτήτης); ΣΥΝ. καρπώνομαι 2. (λόγ.) εκμεταλλεύομαι κάτι παράνομα ή/και καταχρηστικά: ~ονται τα δημόσια έργα/την εξουσία/τα κέρδη/τα κονδύλια. Πβ. καταχρώμαι, οικειοποιούμαι. [< αρχ. νέμομαι ‘μοιράζομαι’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.