Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ναρκισσιστικός , ή, ό ναρ-κισ-σι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον ναρκισσισμό: ~ή: διάθεση/συμπεριφορά. Πβ. αυτάρεσκος.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~ή: διαταραχή. ● επίρρ.: ναρκισσιστικά [< αγγλ. narcissistic, 1915, narcissist, 1934, γαλλ. narcissique, 1922]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.