Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ναυαγοσώστης ναυ-α-γο-σώ-στης ουσ. (αρσ.) {ναυαγοσωστ-ών} , ναυαγοσώστρια (η): πρόσωπο ειδικά εκπαιδευμένο στην παροχή βοήθειας και στη διάσωση ατόμων που κινδυνεύουν με πνιγμό στη θάλασσα ή γενικότ. στο υγρό στοιχείο· απασχολείται συνήθ. σε οργανωμένες παραλίες και πισίνες: εθελοντής/επαγγελματίας ~. Άδεια ~η. Το παρατηρητήριο/ο πύργος του ~η. Σχολή ~ών. Πβ. διασώστης. Βλ. λουόμενος. [< γαλλ. sauveteur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.