Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ναυτίλος1 ναυ-τί-λος ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. κεφαλόποδο με σπειροειδές όστρακο (επιστ. ονομασ. Nautilus pompilius), το οποίο διαιρείται εσωτερικά σε πολλούς θαλάμους· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο κομψοτέχνημα: απολίθωμα ~ου. Πβ. αμμωνίτης.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Εγχειρίδια με ~ους. [< αρχ. ναυτίλος, γαλλ. nautile, αγγλ. nautilus]
  • ναυτίλος2 ναυ-τί-λος ουσ. (αρσ.) (παρωχ.-λογοτ.): ναυτικός. Βλ. ραδιο~. [< αρχ. ναυτίλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.