Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νεοαφιχθείς , είσα, έν νε-ο-α-φι-χθείς επίθ. {νεοαφιχθ-έντος, -έντα | -έντες (ουδ. -έντα)} (λόγ.): που ήρθε πρόσφατα: ~έντες: μετανάστες/πρόσφυγες.|| (ως ουσ.) Υποδοχή των ~έντων. Πβ. νεοφερμένος. ΣΥΝ. άρτι αφιχθείς

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.