Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νεοφασισμός νε-ο-φα-σι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. κοινωνικοπολιτικό κίνημα που αποτελεί αναβίωση του φασισμού. Βλ. νεοναζισμός. [< ιταλ. neofascismo, 1945, αγγλ. neofascism, 1946, γαλλ. néofascisme]

νεοναζισμός

νεοναζισμός νε-ο-να-ζι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. κοινωνικοπολιτικό κίνημα της άκρας Δεξιάς, που αποτελεί αναβίωση του ναζισμού. Βλ. νεοφασισμός. [< αγγλ. neo-Nazism, γαλλ. néonazisme, 1951, γερμ. Neonazismus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.