Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 32 εγγραφές  [0-20]


  • νερό νε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. υγρή χημική ένωση (H2Ο), άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η οποία είναι η περισσότερο διαδεδομένη στη Γη, υπάρχει σε όλα τα ζώα και τα φυτά, καθώς και στις τροφές και είναι απαραίτητη για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών: ανακυκλωμένο/απιονισμένο/αφαλατωμένο/βρόμικο/γλυφό/διαυγές/δροσερό/εδαφικό/εμφιαλωμένο (ΑΝΤ. ~ της βρύσης)/επιτραπέζιο/θολό/καθαρό/πόσιμο/φρέσκο ~. Το ~ της βροχής (βρόχινο ~)/θάλασσας (θαλασσινό ~). Η στάθμη του ~ού. Διαρροή/κατανάλωση ~ού. Μια κανάτα/ένα λίτρο/μια σταγόνα ~/~ού. Αντλία/ποτήρια/φίλτρο ~ού. Στρώμα ~ού/με ~. Το ~ παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου και βράζει στους εκατό. Υποβάθμιση της ποιότητας του ~ού. Τα αποθέματα ~ού εξαντλούνται (βλ. λειψυδρία). Πιες (λίγο) ~, να ξεδιψάσεις. Στραγγίζω/χύνω το ~. Πλένομαι με (ζεστό) ~. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από ~. ΣΥΝ. ύδωρ 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκταση ή μάζα νερού που σχηματίζει θάλασσα, ποταμό ή λίμνη· βροχή: γάργαρα/επιφανειακά/ιαματικά/κρυστάλλινα/μολυσμένα/ορμητικά/παγωμένα/παράκτια/υπόγεια ~ά. Άφθονα πηγαία/τρεχούμενα ~ά. Απορροή/αποστράγγιση/συγκράτηση/υπεράντληση των ~ών. Περιοχή με πυκνή βλάστηση και πολλά ~ά. Παραλία με καταγάλανα ~ά. Κάνω μπάνιο/κολυμπώ σε διάφανα/ήρεμα/ήσυχα/ρηχά ~ά. Ασκήσεις/παιχνίδια (μέσα) στο ~ (βλ. υγρό στοιχείο). Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο ~.|| Έριξε πολύ ~. Φέτος δεν είχαμε πολλά ~ά (= βροχοπτώσεις). 3. σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης· συνεκδ. η σχετική παροχή και ο αντίστοιχος λογαριασμός: οικόπεδο με φως και ~.|| Κόπηκε το ~. Ανοίγω/κλείνω το ~ (= τον διακόπτη παροχής).|| 'Ηρθε το ~. Πλήρωσες το ~; Βλ. Ε.ΥΔ.Α.Π., ρεύμα, τηλέφωνο. 4. (κατ' επέκτ.-προφ.) υγρό που μοιάζει με νερό: Το κορμί του έσταζε ~ (= ιδρώτα). Η μύτη μου τρέχει ~ (= αραιή βλέννα).|| Η σούπα είναι σκέτο ~ (= νεροζούμι)! Το αντηλιακό έχει γίνει ~. 5. (προφ.) βράση, πλύση, ξέβγαλμα: Βράζουμε τα πορτοκάλια δύο ~ά.|| Το τελευταίο ~ απ' το πλυντήριο (βλ. γκρίζο ~). Στο δεύτερο ~, προσθέτετε μαλακτικό. Δώσε μου το μπλουζάκι σου να το περάσω ένα ~ (= να το πλύνω)!νερά (τα) 1. αποχρώσεις ή ραβδώσεις επιφάνειας: κάθετα/οριζόντια ~. ~ ξύλου/πετρώματος/υφάσματος. Λευκό μάρμαρο με γκρι ~. Καπάκι ντουλαπιού με αραιά/πυκνά ~. Καπλαμάς που μιμείται τα φυσικά ~ της οξιάς. 2. (για πλεούμενο) ίσαλος γραμμή, ίσαλα ή απόνερα. ● Υποκ.: νεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (φυσικό) μεταλλικό νερό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία (μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, ασβέστιο), το οποίο προέρχεται από υπόγεια πηγή, όπου και εμφιαλώνεται: ανθρακούχο ~ ~. [< γαλλ. eau minérale] , (το) αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, άγνωστα νερά βλ. άγνωστος, αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος, απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό βλ. αποσταγμένος, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, γκρίζο νερό βλ. γκρίζος, γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, μαλακό νερό βλ. μαλακός, σκληρό νερό βλ. σκληρός, στάσιμα νερά βλ. στάσιμος ● ΦΡ.: (μες) στο νερό: (για υπολογισμό κατά προσέγγιση του ελάχιστου χρονικού ή ποσοτικού σημείου) σίγουρα: Θα σου κοστίσει χίλια ευρώ ~ ~. Θα μου πάρει ένα τρίμηνο ~ ~ να βρω αντικαταστάτη., (ούτε) ένα ποτήρι νερό: επικριτικά για πλήρη έλλειψη φροντίδας, αλληλεγγύης, φιλοξενίας: Τόσα έκανα γι' αυτούς κι εκείνοι ούτε ~ ~ δεν μου πρόσφεραν., βάζει/μπάζει νερά/νερό (οικ.): επιτρέπει την είσοδο νερού λόγω ανοίγματος, τρύπας ή προβλήματος στην κατασκευή· κατ' επέκτ. έχει αδύνατα σημεία: Το αυτοκίνητο/το παράθυρο/το πλοίο/η στέγη/το υπόγειο ~ ~.|| (μτφ.) Η επιχειρηματολογία σου ~ ~ και δεν πείθει., έξω από τα νερά μου: για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε άγνωστο περιβάλλον: Αισθάνομαι λίγο ~ ~. Πβ. έξω από το στοιχείο μου, έχασε τα νερά του, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό.|| Η πληθώρα επιλογών με βγάζει ~ ~ (: με αποπροσανατολίζει, με μπερδεύει)., θα πούμε το νερό νεράκι (προφ.): θα διψάσουμε πολύ: Με τη μεγάλη ανομβρία που έχουμε φέτος, φοβάμαι ότι ~ ~!, κάνει νερά (προφ.) 1. (για πλεούμενο) μπάζει νερά από άνοιγμα· κατ' επέκτ. για αρνητική εξέλιξη, αντίθετα από τις προσδοκίες: Το σκάφος ~ ~ και υπάρχει κίνδυνος να αναποδογυρίσει.|| (μτφ.) Υποσχέθηκε πως θα μου δώσει προαγωγή, αλλά τελευταία μου ~ ~. 2. δεν έχει ευκρίνεια, καθαρότητα: Η τηλεόραση/η ψηφιακή μηχανή μου ~ ~.|| Το χρώμα ~ ~., λέει/ξέρει κάτι νεράκι (προφ.): απέξω (κι ανακατωτά): Είπε/ήξερε το μάθημα ~., μαθαίνω νεράκι (προφ.): αποστηθίζω., πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου (προφ.): προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι με τις απόψεις ή τις επιθυμίες του: ~ ~ του, δεν του πηγαίνω κόντρα., πάω/πηγαίνω προς νερού μου (λαϊκό): πάω να ουρήσω., πίνω νερό στο όνομα κάποιου (προφ.): τον σέβομαι πολύ, τον εκτιμώ., σαν (το) νερό: για αβίαστη ροή, γρήγορα: Οι μέρες κύλησαν ~ ~ κι έφτασε το τέλος των διακοπών. Η ζωή φεύγει/τα χρόνια περνάνε ~ ~., σαν τα κρύα (τα) νερά & (σπάν.) σαν το κρύο (το) νερό: για νεαρό, όμορφο άτομο (συνήθ. κοπέλα)., σπάνε τα νερά (προφ.): (για έγκυο) σπάει ο σάκος με το αμνιακό υγρό, αρχίζει η διαδικασία της γέννας. , ταράζω τα νερά & (λόγ.) τα ύδατα (μτφ.): προκαλώ αναστάτωση, ανατροπή: Καινοτόμος θεωρία που ~ξε ~ της επιστήμης. Η ανατρεπτική παρέμβασή τους ~ει τα βαλτωμένα/ήρεμα/λιμνάζοντα ~ του κατεστημένου., φέρνω κάποιον στα νερά μου (προφ.): τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, να ταχθεί με το μέρος μου: Πες πες, την έφερε ~ του. ΣΥΝ. φέρνω βόλτα (2), (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό βλ. σταγόνα, (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι βλ. αλάτι, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, έχασε τα νερά του βλ. χάνω, ήπιε το αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, θολώνω τα νερά βλ. θολώνω, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό βλ. ψάρι, σε ρηχά νερά/στα ρηχά βλ. ρηχός, σηκώνει (πολύ) νερό βλ. σηκώνω, στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά βλ. βαθύς, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά, του γλυκού νερού βλ. γλυκός, ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. νερό(ν) < μτγν. νηρόν (ὕδωρ) ‘φρέσκο νερό’, γαλλ. eau, αγγλ. water, γερμ. Wasser]
  • νερο- & νερό- & νερ- α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο νερό ως 1. συστατικό: νερο-μπογιά (βλ. λαδο-).|| (αρνητ. συνυποδ., με τη σημ. του πολύ αραιού) Νερο-ζούμι/~μπούλι. Νερό-πλυμα.|| (ειδικότ., σε προσδιοριστικά σύνθ.) Nερο-πότηρο (βλ. κρασο-)/~σωλήνας (πβ. υδρο-).|| Νερ-ουλός. Νερ-ώνω. 2. μέσο: νερο-τριβή. Νερό-μυλος. 3. (σε κοινές ονομασ.) στοιχείο βιότοπου με συγκεκριμένα είδη ζώων και φυτών: νερο-χελώνα. Νερό-κοτα/~φιδο.|| Νερο-κάρδαμο.
  • νερόβραστος , η, ο νε-ρό-βρα-στος επίθ. 1. βρασμένος μόνο με νερό και κατ' επέκτ. άγευστος ή διαιτητικός, νηστίσιμος: ~η: σούπα. ~ο: κρέας/ρύζι. ~α: μακαρόνια. Βλ. νεροζούμι. 2. (μτφ.-προφ.) μονότονος, ανιαρός, χωρίς γούστο και πρωτοτυπία: ~η: παράσταση/ταινία. ~ο: αστείο. Πβ. ανούσιος.|| (για πρόσ.) ~ο: άτομο. ΣΥΝ. ανάλατος (2), άνοστος (2)
  • νεροζούμι νε-ρο-ζού-μι ουσ. (ουδ.) (προφ.): νερουλό ρόφημα ή φαγητό: τσάι-~. Καφές είναι αυτός ή ~; Η σούπα ήταν σκέτο ~. Βλ. νερόβραστος. ΣΥΝ. νερομπούλι, νερόπλυμα (1)
  • νεροκάρδαμο νε-ρο-κάρ-δα-μο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. είδος κάρδαμου με έρποντες βλαστούς (επιστ. ονομασ. Νasturtium officinale), το οποίο ευδοκιμεί σε υγρούς και δροσερούς τόπους και τρώγεται φρέσκο, κυρ. σε σαλάτες. [< μεσν. νεροκάρδαμο]
  • νεροκλοπή νε-ρο-κλο-πή ουσ. (θηλ.): κλοπή νερού. ΣΥΝ. υδροκλοπή.
  • νεροκολοκύθα νε-ρο-κο-λο-κύ-θα ουσ. (θηλ.) & νεροκολόκυθο (το) (λαϊκό): ΒΟΤ. στρογγυλό κολοκύθι με στενό λαιμό, το οποίο παλαιότ. αποξηραινόταν και χρησιμοποιούνταν ως φλασκί: δείγματα χαρακτικής σε ~ες.
  • νερόκοτα νε-ρό-κο-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. υδρόβιο μεταναστευτικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Gallinula chloropus), στο μέγεθος περιστεριού, που ζει σε βαλτώδεις και παραποτάμιες περιοχές.
  • νεροκότσυφας νε-ρο-κό-τσυ-φας ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μικρόσωμο υδρόβιο πτηνό (επιστ. ονομασ. Cinclus cinclus), με γκρίζο φτέρωμα (για το αρσενικό) και καφετί (για το θηλυκό), λευκό λαιμό και μαύρο σώμα.
  • νεροκουβαλητής νε-ρο-κου-βα-λη-τής ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-μειωτ.) που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα: ~ του κατεστημένου/(στον μύλο) των ισχυρών. Πβ. πιόνι. Βλ. κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου. ΣΥΝ. κουβαλητής (3), υπηρέτης (3) 2. νερουλάς. [< 2: μεσν. νεροκουβαλητής]
  • νερομάνα νε-ρο-μά-να ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): πηγή από την οποία αναβλύζει μεγάλη ποσότητα νερού. Βλ. -μάνα. ΣΥΝ. βρυσομάνα, κεφαλάρι (2), κεφαλόβρυσο ΝΕΡΟΜΑΝΑ
  • νερομπογιά νε-ρο-μπο-γιά ουσ. (θηλ.): υδατοδιαλυτό χρώμα σε πλακίδια ή σωληνάρια, που χρησιμοποιείται ως υλικό ζωγραφικής· συνεκδ. το αντίστοιχο ζωγραφικό έργο: σχέδιο με ~. Σετ ~ιές. Kασετίνα/κουτί με ~ιές. Βλ. ακρυλικό, κάρβουνο, λάδι, παστέλ. ΣΥΝ. ακουαρέλα (2), νερόχρωμα, υδατόχρωμα
  • νερομπούλι νε-ρο-μπού-λι ουσ. (ουδ.) (προφ.): νεροζούμι.
  • νερόμυλος νε-ρό-μυ-λος ουσ. (αρσ.) (κυρ. παλαιότ.): μύλος που λειτουργεί με υδροηλεκτρική ενέργεια. Βλ. νεροτριβή, υδροκίνηση. ΣΥΝ. υδρόμυλος [< μεσν. νερόμυλος]
  • νεροπίστολο νε-ρο-πί-στο-λο ουσ. (ουδ.): (κυρ. ως παιδικό παιχνίδι) πιστόλι συνήθ. πλαστικό, που εκτοξεύει νερό.
  • νερόπλυμα νε-ρό-πλυ-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. νεροζούμι. 2. (μτφ.-μειωτ.) για κάποιον βαρετό, αδιάφορο. Πβ. νερόβραστος, ξενέρωτος. 3. (σπάν.) νερό από πλύσιμο πιάτων ή άλλων σκευών. Βλ. απόπλυμα.
  • νεροποντή νε-ρο-πο-ντή ουσ. (θηλ.): ξαφνική και πολύ δυνατή βροχή: καλοκαιρινή ~. Σφοδρή ~ έπληξε πολλές περιοχές. Διακοπή ρεύματος/καθιζήσεις/πλημμύρες λόγω (της) ~ής. Πβ. καταιγίδα, μπόρα, μπουρίνι. Βλ. ψιλόβροχο.
  • νεροπότηρο νε-ρο-πό-τη-ρο ουσ. (ουδ.) (προφ.): ποτήρι νερού και (σπανιότ.-συνεκδ.) η ποσότητα που χωρά σε αυτό.
  • νεροσυρμή νε-ρο-συρ-μή ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): κατηφορικό αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά της βροχής. Βλ. κοίτη, ρέμα, ρεματιά, χείμαρρος. [< μεσν. νεροσυρμή]
  • νεροσωλήνας νε-ρο-σω-λή-νας ουσ. (αρσ.) (προφ.): υδροσωλήνας.

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

άγνωστος

άγνωστος, η, ο [ἄγνωστος] ά-γνω-στος επίθ. {-ου (λόγ.) -ώστου}: που δεν είναι γνωστός, που δεν τον γνωρίζουν: ~ος: αποστολέας/δημιουργός/παραλήπτης/πλανήτης/ποιητής (= άσημος, αφανής. ΑΝΤ. διάσημος)/προορισμός. ~η: αιτία/ασθένεια. ~ο: είδος/έργο/μέλλον/όνομα/περιεχόμενο/πρόσωπο (ΑΝΤ. οικείο)/φαινόμενο. ~ες: λέξεις. ~α: στοιχεία. ~ης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (Α.Τ.Ι.Α. = ούφο). (λόγ.) ~ώστου αιτιολογίας/ετύμου/πατρός/προελεύσεως/συγγραφέως. ~ώστων λοιπών στοιχείων (: κυρ. για πτώμα ανθρώπου). Παντελώς/σχεδόν ~ (σε ευρείς κύκλους/στο ελληνικό κοινό). Μου είναι τελείως ~. ~ παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Ένας ~ κόσμος ανοίγεται στα μάτια σας. Οι δράστες έφυγαν προς ~η κατεύθυνση. Ανακάλυψα την ~η πλευρά του. Ήμασταν ~οι μεταξύ μας. (προφ.) ~ο αν θα .../το γιατί/το πώς ... ΑΝΤ. γνωστός (1) ● Ουσ.: άγνωστο (το) {αγνώστου}: κατάσταση μη γνωστή, που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης: το ~ και ανεξήγητο. Πορεία/ταξίδι στο ~. Φόβος μπροστά στο ~. Βαδίζουμε/οδεύουμε προς το ~., άγνωστος, άγνωστη (ο/η) 1. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό, γνώριμο: μήνυση κατά ~ώστου. Επίσκεψη μιας ~ης. ~οι βεβήλωσαν το μνημείο. Επίθεση ~ώστων. ~ μεταξύ ~ώστων. 2. ΜΑΘ. {στο αρσ.} όρος που δηλώνει τη συμβολική παράσταση ενός ζητούμενου ποσού ή μεγέθους κάποιου μαθηματικού προβλήματος, που πρέπει να προσδιοριστεί: ο ~ χ, ψ. Εξίσωση με έναν ~ο/δύο ~ώστους. ● ΣΥΜΠΛ.: άγνωστα νερά (μτφ.): μη οικείο πεδίο δράσης: Βουτάμε/κολυμπάμε/οδηγούμαστε/πλέουμε σε ~ ~., Άγνωστος Θεός: ΑΡΧ. ονομασία που δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε Θεούς που φαντάζονταν ότι μπορεί να υπήρχαν χωρίς να τους γνωρίζουν: Ο βωμός/ναός του ~ώστου ~ού., Άγνωστος Στρατιώτης: διεθνής όρος που αναφέρεται συμβολικά σε στρατιώτη που έπεσε στο πεδίο της μάχης, για να τιμηθούν όλοι όσοι πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα: Το μνημείο του ~ου/(λόγ.) ~ώστου ~η. Βλ. κενοτάφιο. [< γαλλ. Soldat inconnu, 1920] , ο άγνωστος Χ (μτφ.): παράμετρος που δεν είναι γνωστή, αστάθμητος παράγοντας:, αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο, γνωστοί-άγνωστοι βλ. γνωστός ● ΦΡ.: (εξηγώ) τα άγνωστα δι' αγνώστων: για ανεπιτυχή συνήθ. προσπάθεια ερμηνείας άγνωστου πεδίου με δεδομένα εξίσου άγνωστα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου: σε περιπτώσεις που θέλει να δηλώσει κάποιος εμφατ. ότι δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; ~ ~!, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα βλ. βάρκα [< αρχ. ἄγνωστος, γαλλ. inconnu]

αθάνατος

αθάνατος, η, ο [ἀθάνατος] α-θά-να-τος επίθ. 1. (μτφ.) που επιβιώνει αιώνια στη μνήμη των ανθρώπων ή που θεωρείται ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να τον καταστρέψει, να τον αλλοιώσει: (για πρόσ.) ~ος: ηγέτης/ήρωας/ποιητής.|| ~ος: έρωτας. ~η: αγάπη/δόξα (: αιώνια, ακατάλυτη)/ελληνική ψυχή/εποποιία/κληρονομιά/μνήμη (= αγέραστη)/τέχνη/φήμη/φιλία. ~ο: Εικοσιένα/έπος/μεγαλείο/πνεύμα. ~οι: στίχοι (: αξεπέραστοι, έξοχοι). ~ες: αλήθειες/αξίες/επιτυχίες (: μεγάλες)/ταινίες. ~α: έργα/τραγούδια. Έμεινε ~ μέσω του έργου του. Πβ. άφθαρτος, παντοτινός.|| (προφ., ως επευφημία για έντονη επιδοκιμασία, αποδοχή). Γεια σου ~η εργατιά! ΑΝΤ. εφήμερος 2. (μτφ.) που δεν υπόκειται στον θάνατο: ~η: ζωή (= η μεταθανάτια)/ψυχή. ~α: κύτταρα (βλ. βλαστοκύτταρα)/όντα. Ουδείς ~.|| (ΘΕΟΛ.) ~ Λόγος. Άγιος ~.|| (ΜΥΘ.) ~οι: θεοί (του Ολύμπου). Βλ. -θάνατος. ΑΝΤ. θνητός 3. {μόνο στην κλητ.} (ειρων.) (ως αποδοκιμασία) για να δηλωθεί ότι κάτι παραμένει στην ίδια πάντα απελπιστική κατάσταση: ~η: αξιοκρατία/γραφειοκρατία/επαρχία/πατρίδα! ~ο: ελληνικό δαιμόνιο/δημόσιο! ~ες μίζες! 4. (προφ.-οικ.) (για κάτι) που αντιστέκεται στη φθορά, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και δεν χαλάει: ~ες: κατασκευές/μηχανές/μπαταρίες (: μεγάλων επιδόσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι: ΛΑΟΓΡ. νερό ή βότανο που ο λαός θεωρεί ότι χαρίζει την αθανασία: Να' χα τ’ ~ νερό! Ψάχνουν τ' ~ βοτάνι. ● ΦΡ.: αθάνατος!, αθάνατη!: ως επευφημία, τη στιγμή της εκφοράς νεκρού (συνήθ. για δημοφιλείς και σημαντικές προσωπικότητες). [< αρχ. ἀθάνατος, γαλλ. immortel]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

αλάτι

αλάτι [ἁλάτι] α-λά-τι ουσ. (ουδ.) {αλατ-ιού} & (λόγ.) άλας 1. αλμυρή, συνήθ. λευκή, κρυσταλλική ουσία, γνωστή χημικά ως χλωριούχο νάτριο (NaCl), η οποία αποτελεί βασικό συστατικό του θαλασσινού νερού ή απαντάται ως ορυκτό και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή για τη διατήρηση τροφών: ακατέργαστο/βιομηχανικό/επιτραπέζιο/θαλασσινό (: από εξάτμιση νερού σε αλυκή)/ιωδιούχο/κρυσταλλικό/μαγειρικό ή κοινό/ορυκτό (: ροζ ~ Ιμαλαΐων)/χοντρό/ψιλό ~. Κόκκοι ~ιού. ~ και πιπέρι. Μια κουταλιά/πρέζα ~. Δίαιτα/συνταγές/φαγητό χωρίς ~ (πβ. ανάλατος, άναλος). Το φαΐ έχει λίγο/πολύ/θέλει κι άλλο ~. Βάζω/προσθέτω/ρίχνω ~ στο φαγητό (βλ. αλατίζω).|| Καθαρίζουν τους δρόμους από το χιόνι, ρίχνοντας ~.|| Κολλάνε πάνω μου τα ~ια από τη θάλασσα. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) οτιδήποτε κάνει κάτι ενδιαφέρον: Το χιούμορ είναι το ~ της επικοινωνίας. Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). ● Υποκ.: αλατάκι (το) ● ΦΡ.: (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι: για συμφιλίωση μετά από παρεξήγηση: Κι αν είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω, ~ ~., (ρίχνω/βάζω) αλάτι στην πληγή (μτφ.): επιτείνω με τα σχόλια ή τις παρατηρήσεις μου μια ήδη οδυνηρή κατάσταση: Μη ρίχνεις ~ ~! ~ ~ η μνήμη., δεν φοβάται ο παστουρμάς τ' αλάτι (παροιμ.): για άνθρωπο σκληραγωγημένο που δεν πτοείται από τα βάσανα και τις δοκιμασίες της ζωής. Πβ. ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται., φάγαμε ψωμί κι αλάτι (προφ.): για άτομα που συνδέονται με δεσμούς πολύχρονης και δοκιμασμένης φιλίας: Μαζί ~ ~., κάνω κάποιον φέτες/τ' αλατιού βλ. φέτα, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας [< μεσν. αλάτι < μτγν. ἁλάτιον < αρχ. ἅλας]

αμίλητος

αμίλητος, η, ο [ἀμίλητος] α-μί-λη-τος επίθ.: που μιλά πολύ λίγο ή καθόλου: Αγέλαστος/σκυθρωπός και ~. Έμεινε/κοίταζε/παρακολουθούσε/πλησίασε/στεκόταν ~η. Κάθονταν ~οι και σκεφτικοί. Πβ. άναυδος, άφωνος, βουβός, σιωπηλός. ΑΝΤ. ομιλητικός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: (το) αμίλητο νερό: ΛΑΟΓΡ. το νερό που μετέφεραν οι ανύπαντρες κοπέλες, χωρίς να μιλούν, για τον κλήδονα. ● ΦΡ.: ήπιε το αμίλητο νερό (μτφ.): για να δηλωθεί η πεισματική άρνηση κάποιου να μιλήσει., αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος [< μεσν. αμίλητος]

απόπλυμα

απόπλυμα [ἀπόπλυμα] α-πό-πλυ-μα ουσ. (ουδ.): υγρό που εκρέει κυρ. από χώρο απόθεσης αποβλήτων ή περιέχεται σε αυτόν: ~ βιομηχανικών μονάδων/δεξαμενών (πλοίων). Διήθηση ~άτων στο έδαφος. Πβ. απόνερα, βρομόνερα. ΣΥΝ. έκπλυμα (2) [< μτγν. ἀπόπλυμα]

αποσταγμένος

αποσταγμένος, η, ο [ἀποσταγμένος] α-πο-σταγ-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) απεσταγμένος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που λαμβάνεται με απόσταξη: ~α αλκοολούχα ποτά (βλ. βότκα, μπράντι, ουίσκι). ● ΣΥΜΠΛ.: απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό: που έχει υποστεί απόσταξη και συνεπώς είναι απαλλαγμένο από μεταλλικά στοιχεία. Βλ. απιονισμένος. [< γαλλ. distillé]

αυλάκι

αυλάκι [αὐλάκι] αυ-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. στενόμακρο, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα στην επιφάνεια του εδάφους, συνήθ. για διοχέτευση νερού: αρδευτικό/βαθύ/ποτιστικό/υπόγειο ~. ~ απορροής/αποστράγγισης/εκροής (: για την απομάκρυνση υγρών βιομηχανικών αποβλήτων)/σποράς (= αυλακιά)/ύδρευσης/υπερχείλισης (ομβρίων). (Δι)ανοίγω/σκάβω ένα ~. Πβ. κανάλι. Βλ. ρείθρο, χαντάκι. 2. (κατ΄επέκτ.) επιμήκης κοιλότητα ή χάραξη σε επιφάνεια: ~ κεραμιδιού.|| (ΟΙΚΟΔ. εσοχή με κάλυμμα σε τοίχο οικοδομής π.χ. για σωλήνες, σύρματα:) Τα καλώδια τοποθετήθηκαν μέσα στο ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Σπειροειδές ~ (: νοητή γραμμή στην επιφάνεια μαγνητικών μέσων για εγγραφή δεδομένων).|| (μτφ.-λογοτ.) Αναμνήσεις χαραγμένες στα ~ια του μυαλού. ● ΦΡ.: βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι: διευθετώ μια/διευθετήθηκε η κατάσταση, ώστε να έχει ομαλή εξέλιξη: Πέσανε οι υπογραφές και μπήκε ~ ~ για την κατασκευή του έργου., κάτω απ' τ' αυλάκι (λαϊκό, συχνά μειωτ.): στην ή από την Πελοπόννησο (νοτιότερα του Ισθμού της Κορίνθου): Η καταγωγή μου είναι ~ ~., κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι & στο(ν) μύλο: μεσολάβησαν διάφορα γεγονότα ή θα γίνουν πολλές αλλαγές, θα υπάρξουν εξελίξεις: Από τότε όμως κύλησε ~ ~ (του χρόνου). Μέχρι να υλοποιηθεί ένα τέτοιο μεγαλόπνοο έργο, θα κυλήσει ~ ~ (= θα χρειαστεί να γίνουν πολλά)., όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι βλ. μυλωνάς [< μεσν. αυλάκι(ν) 2: αγγλ. groove]

βαθύς

βαθύς, ιά, ύ βα-θύς επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. βαθεία | βαθ-ιού (λόγ.) -έος | -ιοί (λόγ.) -είς , (θηλ.) -ιές (λόγ.) -είες, (ουδ.) -ιά (λόγ.) -έα, -ιών (αρσ. κ. ουδ. λόγ.) -έων (θηλ. λόγ.) -ειών | βαθύτ-ερος, -ατος} 1. που έχει (μεγάλο) βάθος: ~ύς: γκρεμός. ~ιά: θάλασσα/κοιλάδα/χαράδρα. ~ύ: πηγάδι/ποτάμι/ρήγμα/σκεύος/χαντάκι. ΑΝΤ. αβαθής, ρηχός.|| ~ιά: σπηλιά.|| (που εκτείνεται σε βάθος:) ~ιά: εσοχή/πληγή. ~ύ: κόψιμο/σκίσιμο. ~ιές: αυλακώσεις/ουλές/ρίζες/ρυτίδες/ρωγμές/χαρακιές. ~ιά: θεμέλια.|| ~ύς: καθαρισμός (προσώπου). ~ύ: ξύρισμα. ΑΝΤ. επιφανειακός.|| (κατ΄επέκτ., μαλακός και αναπαυτικός:) ~ιά: πολυθρόνα.|| (μτφ.-εμφατ.) ~ιά: υπόκλιση. ~ύ: βλέμμα/ντεκολτέ (= αβυσσαλέο). ~ιές: παραδόσεις (: που εκτείνονται στα βάθη των αιώνων).|| ~ύς: αναστεναγμός. ~ιές: αναπνοές. 2. (μτφ.-επιτατ.) έντονος, πολύ μεγάλος: ~ύς: διχασμός/θαυμασμός/πόνος/προβληματισμός. ~ιά: άγνοια/ανάγκη/ανησυχία/αντιπάθεια/απογοήτευση/δυσαρέσκεια/δυσπιστία/εμπιστοσύνη/επίγνωση/επίδραση/επιθυμία/θλίψη/ικανοποίηση/οδύνη/πεποίθηση/συγκίνηση. ~ύ: παράπονο/χάσμα. ~ιές: αλλαγές (= ριζοσπαστικές). Σε ~ιά περισυλλογή. ~ατη: λύπη/κρίση (= οξύτατη). Πβ. βαρύς, δυνατός.|| (μεγάλος και ειλικρινής:) ~ύς: σεβασμός. ~ιά: αγάπη/πίστη/φιλία. ~ύ: (συν)αίσθημα. Τρέφω ~ατη εκτίμηση στο πρόσωπό σας. Νιώθω ~ατη ευγνωμοσύνη.|| ~ιά: σιωπή (= διάχυτη). ~ύ: μυστήριο/σκοτάδι (= απόλυτο, πυκνό).|| Έπεσε σε ~ύ λήθαργο/ύπνο.|| Έφτασε σε ~ιά γεράματα (: σε πολύ προχωρημένη ηλικία). 3. (μτφ.) πραγματικός, αλλά (σκόπιμα) κρυφός ή όχι εύκολα αναγνωρίσιμος και κατανοητός: ~ιές: αλήθειες. Ο ~ερος λόγος/σκοπός/στόχος. Το ~ερο νόημα του κειμένου. Τα ~ερα αίτια της καταστροφής. Πβ. ενδόμυχος, μύχιος. 4. (μτφ.) που εμβαθύνει, που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ~ύς: γνώστης (του θέματος).|| ~ύς: στοχασμός. ~ιά: ανάλυση/μελέτη (= σε βάθος, διεξοδική, διεισδυτική)/σοφία. ~ιές: γνώσεις/σκέψεις. Πβ. ουσιαστικός. ΑΝΤ. επιφανειακός. 5. (μτφ., για χρώμα) σκούρος: ~ύ: κόκκινο (= βαθυκόκκινο)/μπλε. 6. (μτφ.) μπάσος, χαμηλός: ~ύς: ήχος (πβ. υπόκωφος). ~ιά: φωνή. ● επίρρ.: βαθιά & (λόγ.) βαθέως 1. σε μεγάλο βάθος: Έσκαψε ~. 2. (μτφ.-επιτατ.) πολύ, έντονα: Κοιμάται ~ (= βαριά).|| ~ θρησκευόμενος/πεπεισμένος/συγκινημένος. Σε εκτιμώ/σέβομαι ~ύτατα. Θλίβομαι/λυπούμαι ~ύτατα.|| Ψάξε ~ μέσα σου! Βλ. ενδοσκόπηση.|| Συμβάν που θα μείνει ~ ριζωμένο/χαραγμένο στις μνήμες μας.|| Βιβλίο ~ύτατα φιλοσοφικό. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα βλ. χάραμα, βαθιά δομή βλ. δομή, βαθιά μπαλιά βλ. μπαλιά, βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, βαθιές τσέπες βλ. τσέπη, βαθύ κάθισμα βλ. κάθισμα, βαθύ κράτος βλ. κράτος, βαθύ λαρύγγι βλ. λαρύγγι, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα ● ΦΡ.: εκ βαθέων (λόγ.): από τα βάθη της καρδιάς, της ψυχής: ~ ~ εξομολόγηση/συνέντευξη. Είχαμε μία ~ ~ συζήτηση. [< λατ. de profundis] , στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά 1. (μτφ.) στα δύσκολα: Βούτηξε/έπεσε ~ ~ της επιστήμης. Μπήκε από νωρίς/απότομα/κατευθείαν/με τη μία ~ ~ της πολιτικής. 2. σε μεγάλο θαλάσσιο βάθος: Κολυμπάει ~ ~., έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα [< αρχ. βαθύς, γαλλ. profond]

βρύση

βρύση βρύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στο άκρο σωλήνα που μεταφέρει πόσιμο νερό και ρυθμίζει τη ροή του (άνοιγμα-κλείσιμο): ~ μπανιέρας/νεροχύτη/νιπτήρα. Μπαταρία ~ης. Ανοίγω/κλείνω τη ~. Η ~ στάζει/τρέχει. Θέλετε νερό της ~ης ή εμφιαλωμένο; Βλ. κάνουλα. 2. κατασκευή από την οποία αναβλύζει τρεχούμενο και συνήθ. πόσιμο νερό: ~ στην πλατεία του χωριού. Δημόσιες/κοινόχρηστες ~ες. Πηγές, ~ες και ρυάκια. Πβ. κρήνη, κρουνός. 3. (μτφ.-λογοτ.) σε μεγάλη ποσότητα, άφθονα: Τα μάτια της έτρεχαν (σαν) ~ες. ΣΥΝ. ποτάμι (2) ● Υποκ.: βρυσάκι (το), βρυσούλα (η) ● ΦΡ.: έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό: για κάποιον που πλησιάζει στην επίτευξη ενός στόχου, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να τον υλοποιήσει., έχετε γεια βρυσούλες (προφ.-λαϊκό): για κάποιον που φεύγει ή για ευκαιρία που έχει χαθεί. [< μεσν. βρύση]

γκρίζος

γκρίζος, α, ο γκρί-ζος επίθ. 1. που έχει γκρι χρώμα: ~ο: άλογο. ~α: μαλλιά (βλ. γκριζομάλλης)/σύννεφα (: που προμηνύουν βροχή). Πβ. λευκόφαιος, σταχτής, τεφρός, φαιός, ψαρός.|| ~α: κτίρια. 2. (μτφ.) μουντός, μελαγχολικός, πληκτικός: ~ο: πρωινό. ~ες: μέρες. Πβ. ασπρόμαυρος, καταθλιπτικός, μονότονος. 3. (μτφ.) ακαθόριστος, ασαφής, ενδιάμεσος: ~α: κατάσταση. ~α: σημεία. ● Ουσ.: γκρίζο (το): το αντίστοιχο χρώμα: το ~ των μεγαλουπόλεων (: από τα καυσαέρια και το τσιμέντο). Πβ. ανθρακί, ασημί, μολυβί, σταχτί.|| (στον πληθ.) Φόρεσε τα ~α (ενν. ρούχα). ● Υποκ.: γκριζάκι (το), γκριζούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: γκρίζες ζώνες/περιοχές 1. ΠΟΛΙΤ. που βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ δύο (ή περισσότερων) κρατών και η κυριότητά τους αμφισβητείται, συνήθ. από το κράτος που τις διεκδικεί. Βλ. (εθνικός) εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα. 2. (μτφ.) ασαφείς, ενδιάμεσες, μη ξεκάθαρες καταστάσεις: εφαρμογή της νομοθεσίας χωρίς ~ ~ (: αμφισβητήσεις, διακρίσεις, αποκλεισμούς) και "παραθυράκια"., γκρίζο νερό: ΟΙΚΟΛ. που εκρέει κυρ. από νιπτήρες, νεροχύτες, ντους και πλυντήρια και χρησιμοποιείται ξανά για διάφορες χρήσεις: Συστήματα ανακύκλωσης ~ου ~ού. [< αγγλ. grey water, 1970] , γκρίζα βιβλιογραφία βλ. βιβλιογραφία, γκρίζα διαφήμιση βλ. διαφήμιση, γκρίζο χρήμα βλ. χρήμα [< 1: ιταλ. grigio 2,3: αγγλ. grey]

γλυκός

γλυκός, ιά, ό γλυ-κός επίθ. {γλυκύτ-ερος, -ατος} 1. που έχει τη γεύση της ζάχαρης ή του μελιού και γενικότ. που είναι νόστιμος: ~ός: καφές (βλ. βαρύγλυκος, ANT. πικρός)/τραχανάς (βλ. ξινός). ~ιά: κρέπα (βλ. αλμυρός)/πιπεριά (βλ. καυτερός)/πίτα/σάλτσα. ~ό: κρασί (ΑΝΤ. ξηρός)/πορτοκάλι. ~ά: κουλουράκια (ΑΝΤ. άγλυκος). ~ πειρασμός (: για γλυκίσματα). Θέλω να φάω κάτι ~ό. Βλ. γλυκόξινος, ημί-, ολό-, υπό-γλυκος. 2. (μτφ.) που δημιουργεί ευχάριστη αίσθηση: ~ός: ήχος/καιρός (πβ. μαλακός)/πόνος/ύπνος (= ήρεμος). ~ιά: αγκαλιά/αμαρτία/ανάμνηση (= όμορφη)/βραδιά/ζωή (πβ. ντόλτσε βίτα)/μελαγχολία (του φθινοπώρου)/μελωδία/νοσταλγία/προσμονή/φωνή (= απαλή). ~ό: αεράκι (= ελαφρύ)/άρωμα (βλ. γλυκερό)/βλέμμα (= στοργικό, τρυφερό)/καλωσόρισμα/κλίμα (= ήπιο)/φιλί/φως (ΑΝΤ. σκληρό)/χάδι/χαμόγελο (= ζεστό). ~ιές: ευχές/κουβέντες. ~ά: λόγια (= γλυκόλογα).|| ~ό: προσωπάκι ~ιά: φυσιογνωμία. Πβ. συμπαθητικός, χαριτωμένος.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος. ~ό: παιδί/πλάσμα. Πβ. γλυκομίλητος, καλοσυνάτος, μειλίχιος, πράος.|| (ως προσφών.) ~έ μου! Aγάπη μου ~ιά! ● Υποκ.: γλυκούλης , α, -ικο/-ι: για δήλωση τρυφερότητας: Τι ~ι που είναι!, γλυκούλικος , η, ο, γλυκούτσικος , η/ια, ο ● επίρρ.: γλυκά: Γελώ/μιλώ/τραγουδώ ~. Σε φιλώ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκό νερό & (σπάν.-λόγ.) γλυκό ύδωρ {συνήθ. στον πληθ.}: το νερό ποταμών, λιμνών και πηγών που δεν είναι αλμυρό: επιφανειακά/στάσιμα/υπόγεια ~ά ~ά. Θαλασσινό και ~ ~. Υγρότοποι ~ού ~ού. Ψάρεμα στα ~ά ~ά. Ιχθυοπονία γλυκέων υδάτων. [< γαλλ. eau douce] ● ΦΡ.: του γλυκού νερού 1. για οργανισμό που ζει και αναπτύσσεται σε λίμνες, ποτάμια και όχι στη θάλασσα: γαρίδες/φυτά/χελώνες/ψάρια (βλ. ιχθυοπανίδα) ~ ~. 2. (μτφ.-μειωτ.) για πρόσωπο άπειρο, δειλό και γενικώς ανάξιο για την ιδιότητα που του αποδίδεται: επαναστάτης/μάγκας (πβ. ψευτόμαγκας) ~ ~., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, όνειρα γλυκά! βλ. όνειρο, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα, το γλυκό/πικρό ψωμί βλ. ψωμί [< μεσν. γλυκός, γαλλ. doux]

ε

ε επιφών. 1. παρατεταμένο δηλώνει την αμηχανία του ομιλητή ή καλύπτει προσωρινή παύση στην ομιλία. 2. χρησιμοποιείται σε κλητικές προσφωνήσεις, ειδικά όταν ο ομιλητής θέλει να προσελκύσει την προσοχή κάποιου: ~, Γιώργο, περίμενε! ~, εσύ, μη στέκεσαι εκεί! 3. (+ και να) εκφράζει μη πραγματοποιήσιμη ευχή, επιθυμία: ~ και να ήμασταν πάλι νέοι! Πβ. άμποτε, μακάρι. 4. δηλώνει αγανάκτηση, δυσαρέσκεια: ~, δεν πάει άλλο! Πβ. αμάν πια. 5. σε ερωτήσεις δηλώνει εμφατ. αγανάκτηση ή είναι ένας πιο οικείος τρόπος να ζητήσει κάποιος να του επαναλάβουν κάτι που δεν άκουσε: Πού θα πάει αυτή η κατάσταση, ~;|| ~; Τι είπες; ● ΦΡ.: ε, και; βλ. και, ε/εμ βέβαια βλ. βέβαια, ε/εμ τότε βλ. τότε ● βλ. εμ1 [< μεσν. ε]

θολός

θολός, ή, ό θο-λός επίθ. ΣΥΝ. θαμπός 1. που έχει χάσει τη διαύγεια, τη διαφάνεια ή τη φωτεινότητά του: ~ός: ουρανός (= μουντός· πβ. σκοτεινός, συννεφιασμένος. ΑΝΤ. φωτεινός). ~ό: γυαλί/τζάμι. Το νερό είναι ελαφρώς/κάπως ~ό. Πβ. θολερός. ΑΝΤ. διαυγής, διάφανος.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: όραση (: σε περίπτωση μυωπίας). ~ό: βλέμμα (ΑΝΤ. εκφραστικό, ζωηρό). ~ά: μάτια.|| (λογοτ.) ~ό: φεγγάρι. 2. που τα χαρακτηριστικά του δεν διακρίνονται εύκολα: ~ές: γραμμές/μορφές. ~ές ή κουνημένες εικόνες/φωτογραφίες. ΑΝΤ. ευκρινής (1) 3. (μτφ.) αόριστος, ασαφής: ~ή: κατάσταση. ~ές: υποσχέσεις. Το αύριο/μέλλον δείχνει/φαίνεται ~ό (= αβέβαιο, βλ. ζοφερός).|| ~ές: αναμνήσεις (= αμυδρές). Όλα είναι ~ά στο μυαλό μου. Πβ. ακαθόριστος, συγκεχυμένος. ΑΝΤ. ξεκάθαρος (1) ● επίρρ.: θολά ● ΣΥΜΠΛ.: θολό τοπίο (μτφ.): απροσδιόριστη κατάσταση: ~ (παραμένει) το ~ στην οικονομία. ● ΦΡ.: ψαρεύω σε θολά νερά (μτφ.): επιδιώκω να αντλήσω οφέλη από μια κατάσταση αβεβαιότητας ή σύγχυσης, ενεργώ δόλια: Κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι ~ει ~. [< αρχ. θολός]

θολώνω

θολώνω θο-λώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θόλω-σα, -σει, -θεί, -μένος, θολών-οντας} 1. γίνομαι θολός ή σπανιότ. κάνω κάτι θολό: Το νερό ~σε απ' το χώμα. Τα τζάμια ~σαν απ' τις ανάσες. Τα γυαλιά μου έχουν ~σει. ΣΥΝ. θαμπώνω.|| ~σε ο ουρανός (= μαύρισε, σκοτείνιασε).|| Τα μάτια της ~σαν από τα δάκρυα/το κλάμα (: δεν έβλεπε καθαρά).|| Η ζέστη ~ει τον ορίζοντα. Πάθηση που ~ει την όραση. ΑΝΤ. ξεθολώνω (1) 2. (μτφ.) χάνω την ψυχραιμία μου, ταράζομαι: ~σα και δεν ήξερα τι έκανα (= συγχύστηκα)! ~σε η κρίση του. Η ζήλια τον ~σε/του ~σε το μυαλό (/τον νου/τη σκέψη). ΑΝΤ. ξεθολώνω (2) 3. (μτφ.) κάνω κάτι συγκεχυμένο ή γίνομαι ασαφής: Δηλώσεις που ~ουν το πολιτικό τοπίο. ΑΝΤ. ξεκαθαρίζω.|| Αναμνήσεις που έχουν ~σει (: είναι αμυδρές). ● Μτχ.: θολωμένος , η, ο 1. που δεν είναι διαυγής ή δεν φαίνεται καθαρά: ~η: εικόνα. ~ο: νερό. ~α: παράθυρα. ΣΥΝ. θολός (1) ΑΝΤ. αθόλωτος 2. (μτφ.) αναστατωμένος, συγχυσμένος, με μειωμένη πνευματική διαύγεια: ~ος: νους. ~ από το πάθος/το ποτό. Πβ. μπερδεμένος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη θόλωση του φυσικού φακού του οφθαλμού: ~ος: κερατοειδής. ~η: μεμβράνη/όραση. ● ΦΡ.: θολώνει το μάτι μου (μτφ.): βρίσκομαι σε έντονη ψυχική κατάσταση από κάποιο συναίσθημα, επιθυμία ή ανάγκη: Θόλωσε ~ από τον θυμό/την πείνα., θολώνω τα νερά: συσκοτίζω τα πράγματα προς όφελός μου, παραπλανώ: Οι δηλώσεις αυτές ~σαν ~ στην παγκόσμια αγορά. Πβ. αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι. [< γαλλ. troubler les eaux] [< μεσν. θολώνω]

ίσος

ίσος, η, ο [ἴσος] ί-σος επίθ. 1. που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία με κάποιον ή κάτι άλλο: ~η: έκταση. ~ο: βάρος. ~οι: όγκοι. ~ες: διαστάσεις/ποσότητες. ~α: μερίδια. ~ σε αριθμό (= ισάριθμος)/μέγεθος (= ισομεγέθης)/μήκος (= ισομήκης)/ύψος (= ισοϋψής). Διαιρώ/κόβω/χωρίζω κάτι σε ~α μέρη. Είναι ~οι στο ανάστημα/στη δύναμη/στην ταχύτητα.|| (ΓΕΩΜ.) ~ες: γωνίες. ~α: κλάσματα/τρίγωνα. Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ~ες μεταξύ τους.|| Ένα κιλό είναι ~ο με χίλια γραμμάρια (= ισούται).|| (ίδιος για όλους) ~η: μεταχείριση. ~η αμοιβή για ~η εργασία. ~ες ευκαιρίες. Αγωνίζομαι για/διεκδικώ ~α δικαιώματα. Πβ. ισοδύναμος, ισότιμος, όμοιος. ΑΝΤ. άνισος. 2. (ειδικότ. για πρόσ.) που έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλον: Όλοι οι πολίτες είμαστε ~οι απέναντι στον νόμο (πβ. ισόνομος). Τον θεωρώ ~ο μου και τον σέβομαι (πβ. ισάξιος). 3. (προφ.) ίσιος, ευθύς, ομαλός: ~ος: δρόμος. Το έδαφος δεν είναι ~ο. Πβ. επίπεδος. ● ΦΡ.: επί ίσοις όροις (λόγ.) & με ίσους όρους: ισότιμα, χωρίς διακρίσεις: αντιμετώπιση/μεταχείριση/συμμετοχή ~ ~. Διαγωνίζονται/συνδιαλέγονται ~ ~. Αντικειμενική και ~ ~ ενημέρωση., ίσα βάρκα, ίσα νερά (παροιμ.): χωρίς οικονομικές απώλειες αλλά και χωρίς κέρδη: Ο απολογισμός του ταμείου είναι ~ ~. Πβ. (μου) έρχεται μία η άλλη., πρώτος μεταξύ ίσων: πρόσωπο που είναι επικεφαλής ομάδας ατόμων, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα ή την ίδια εξουσία με αυτόν. [< λατ. primus inter pares] , σαν/ως ίσος προς ίσο(ν): με ισότητα, χωρίς να μειονεκτεί ο ένας έναντι του άλλου: Μιλάω (με/σε κάποιον) ~ ~. ΣΥΝ. ισότιμα, στα ίσ(ι)α (προφ.) 1. σε ίση ποσότητα, σε ίσα μέρη: Μοιράζω ~ ~. 2. ευθέως, χωρίς περιστροφές: Του μίλησα ~ ~. Πες μου ~ ~ τι θέλεις! Αντιμετωπίζω κάποιον ~ ~. Πβ. καταπρόσωπο, κατά-μουτρα, -φατσα.|| (αργκό) Την πέφτω (σε κάποιον) ~ ~ (= κάνω καμάκι). 3. σαν ίσος προς ίσο: Τον κόντραρε/πάλεψε ~ ~. Παίζει ~ ~ τον αντίπαλο του. 4. για δήλωση ισοπαλίας: Δύο λεπτά πριν από το τέλος ο αγώνας ήρθε ~ ~. Η ομάδα ξανάφερε το παιχνίδι ~ ~. 5. σε ευθεία γραμμή: Γλίτωσε το ατύχημα, γιατί ξανάφερε το αυτοκίνητο/τιμόνι ~ ~ (= το ίσιωσε). Ο πίνακας/τοίχος δεν είναι ~ ~ του (= είναι στραβός)., (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις βλ. απόσταση, ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα βλ. ανταποδίδω, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, σε ανώτερη/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι) βλ. μοίρα ● βλ. ίσα1, ίσο [< αρχ. ἴσος]

κοίτη

κοίτη κοί-τη ουσ. (θηλ.) 1. μακρόστενη φυσική κοιλότητα εδάφους, μέσα στην οποία ρέει υδάτινη μάζα: η ~ του ποταμού/χειμάρρου. (Ανα)διαμόρφωση/αποκατάσταση/διαπλάτυνση/εκτροπή της ~ης. Τα πρανή της ~ης. Βλ. αυλάκι, κανάλι. 2. (σπάν.-λόγ.) κλίνη. ● ΦΡ.: χωρισμός από τραπέζης και κοίτης (επίσ.): διακοπή της έγγαμης συμβίωσης: διαδικασία διαζυγίου ή ~ού ~. Υπήρξε ~ ~. [< αρχ. κοίτη]

κολυμπώ

κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

κουβαλώ

κουβαλώ [κουβαλῶ] κου-βα-λώ ρ. (μτβ.) {κουβαλ-άς, -ά κ. -άει ...| κουβάλ-ησα, -ιέμαι, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κουβαλάω (προφ.) 1. μεταφέρω, έχω κάτι πάνω μου: ~ αποσκευές/βιβλία/κιβώτια/φορτίο. ~ κάτι στην πλάτη/στους ώμους μου. ~ τα ψώνια με το καρότσι/τα χέρια. Κατέβαινε τη σκάλα, ~ώντας σακιά. ~ησα (= πήγα) τα πράγματα από το ένα σπίτι στο άλλο (βλ. μετακομίζω). Τι ~άς στην τσάντα σου και είναι τόσο βαριά; Το τραπέζι δεν ~ιέται με τίποτα (: είναι πολύ βαρύ). ~ήθηκαν τόνοι άμμου.|| Όπου κι αν πάει, ~άει (= παίρνει) μαζί του το κινητό. ~άς (= έχεις) μαζί σου χρήματα; ~ούσε μπαστούνι/ομπρέλα. Πβ. βαστώ, κρατώ.|| (μτφ.) ~άει στην πλάτη του πολλά χρόνια. ~άει μεγάλη τρέλα/τραύματα από την παιδική του ηλικία. ~άμε βαριά κληρονομιά. ~άνε μέσα τους την παράδοση. Είναι αντάξια του ονόματος που ~άει (= φέρει). 2. (μτφ.) φέρνω κάποιον σε ένα μέρος, συχνά χωρίς να το θέλει ή να είναι επιθυμητός: Για ποιο λόγο με ~ησες εδώ; Τον ~ησαν με το ζόρι. Μου ~ησε και τη μάνα της μαζί. ● Παθ.: κουβαλιέμαι: πηγαίνω κάπου, συνήθ. απρόσκλητος ή ανεπιθύμητος: Μου ~ιέται κάθε τρεις και λίγο εδώ. Ελπίζω να μη μου ~ηθεί όλο το σόι στο σπίτι. Του ~ήθηκαν με το έτσι θέλω. Πβ. φορτώνομαι σε κάποιον.|| Άδικα/τσάμπα ~ηθήκαμε στη σχολή, δεν θα γίνουν τα μαθήματα. ● ΦΡ.: κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου (μτφ.): παρέχει, συνήθ. άθελά του, τα επιχειρήματα που ενισχύουν τις θέσεις αντίπαλης πλευράς ή τα μέσα που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της: Με όσα λες ~άς ~ του ρατσισμού και του φανατισμού. Βλ. νεροκουβαλητής., (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... βλ. μυαλό [< μεσν. κουβαλώ] ΚΟΥΒΑΛΩ

κρασί

κρασί κρα-σί ουσ. (ουδ.) {κρασ-ιού | -ιών}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση του μούστου των σταφυλιών: κόκκινο/λευκό/ροζέ ~. Δυνατό/ελαφρύ ~. Επιτραπέζιο ~. Βαρελίσιο (βλ. γιοματάρι, σώσμα)/σφραγισμένο/χύμα ~. Αρωματικό/γλυκό/ζεστό (: με μπαχαρικά, μυρωδικά)/μεστό/στυφό (βλ. μπρούσκο)/φρουτώδες (βλ. σαγκρία) ~. Ακριβό/εκλεκτό/νερωμένο ~. Βιολογικό/σπιτικό ~. Φετινό ~/~ νέας εσοδείας. ~ ονομασίας προέλευσης. Εγχώρια/εισαγόμενα ~ιά. Απόσταγμα (βλ. κονιάκ)/γεύση/γευσιγνωσία/γιορτή/διαύγεια/δοκιμή/κατακάθι/παραγωγή/ποικιλία (βλ. μοσχάτο, ρετσίνα)/ποιότητα (του) ~ιού. Περιεκτικότητα του ~ιού σε αλκοόλ. Κάβα/κατάλογος ~ιών. Κουλουράκια ~ιού (: ως συστατικό). Ξίδι από ~. Το ρίχνω στο ~. Κόβω το ~ (: δεν το πίνω πια). Το ~ ξινίζει/παλιώνει/ωριμάζει. Με χτύπησε το ~ στο κεφάλι (: ζαλίστηκα ή μέθυσα).|| (συνεκδ.) Να πιούμε ένα ~ (: ποτήρι ή μπουκάλι).|| (κατ' επέκτ.) ~ από φρούτα. ΣΥΝ. οίνος (1) ● Υποκ.: κρασάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αφρώδης οίνος/αφρώδες κρασί βλ. αφρώδης, ημίγλυκο κρασί/ημίγλυκος οίνος βλ. ημίγλυκος, νέο κρασί βλ. νέος, ξηρός οίνος/ξηρό κρασί βλ. ξηρός ● ΦΡ.: βάζω νερό στο κρασί μου & νερώνω το κρασί μου (μτφ.): τηρώ διαλλακτική στάση, υποχωρώ: Βάλε λίγο ~ ~ σου και συμβιβάσου!, καλά κρασιά! (ειρων.): για κάποιον που λέει πράγματα ασυνάρτητα ή άσχετα με το θέμα συζήτησης ή κυρ. ως έκφραση απογοήτευσης. Πβ. χαιρέτα μου/μας τον πλάτανο., μιλάει το κρασί (μτφ.-προφ.): για μεθυσμένο που φλυαρεί ή δεν ελέγχει τι λέει., σαν το παλιό καλό κρασί: για κάποιον ή κάτι που αποκτά ιδιαίτερη αξία όσο περνάει ο χρόνος., οίνοι/κρασιά με ονομασία κατά παράδοση βλ. παράδοση [< μεσν. κρασί(ν)]

λησμονιά

λησμονιά λη-σμο-νιά ουσ. (θηλ.) (λογοτ.): λήθη: Κιτρινισμένες φωτογραφίες ανασύρθηκαν/βγήκαν από τη ~ του χρόνου. Πβ. αρνησιά, ξεχασιά. ΣΥΝ. λησμοσύνη ● ΦΡ.: το νερό της λησμονιάς/λήθης: ΛΑΟΓΡ. (σύμφωνα με τις αρχαίες και νεότερες λαϊκές δοξασίες) το οποίο πίνουν οι νεκροί από μια πηγή του Άδη, για να ξεχάσουν τον πάνω κόσμο. [< μεσν. λησμονιά]

λιμνάζων

λιμνάζων, ουσα, ον λι-μνά-ζων επίθ. {λιμνάζ-οντος | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων} (λόγ.): εκκρεμής, στάσιμος: ~ουσα: υπόθεση (πβ. τελματώδης). ~ον: πρόβλημα. ~οντα: χρέη.|| ~οντες: φοιτητές (= αιώνιοι). ● ΣΥΜΠΛ.: λιμνάζοντα νερά/ύδατα 1. που λιμνάζουν: ~ ~ με νούφαρα. Βλ. βούρκος, έλος. 2. (μτφ.) παγιωμένη, στάσιμη κατάσταση: Η αποκάλυψη του σκανδάλου τάραξε τα ~ ~ της τοπικής κοινωνίας. [< αρχ. λιμνάζων, γαλλ. stagnant]

μαλακός

μαλακός, ή/ιά, ό μα-λα-κός επίθ. ΑΝΤ. σκληρός 1. που εύκολα αλλάζει σχήμα, κόβεται ή υποχωρεί, όταν δεχτεί πίεση: ~ή: ζύμη/θήκη/οδοντόβουρτσα/οροφή (: σε κάμπριο)/πολυθρόνα/σιλικόνη/σόλα. ~ό: αλεύρι (: από ~ό σιτάρι)/έδαφος/εξώφυλλο/κρέας/μαξιλάρι/ξύλο/πανί/στρώμα/σφουγγάρι/χαρτί/χώμα/ψωμί. ~οί: ιστοί/φακοί επαφής. ~ές: παντόφλες. ~ά: υλικά. 2. λείος και ευχάριστος στην αφή: ~ή: βούρτσα/επιφάνεια/κουβέρτα/πετσέτα. ~ό: δέρμα/ύφασμα. ~ά: μέταλλα/φρούτα. Πβ. απαλός. 3. (μτφ.) που δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ένταση: ~ός: ήχος/καιρός/φωτισμός/χειμώνας. ~ή: αντίδραση/γεύση. ~ό: άρωμα/κλίμα/κρασί. ~ές: γραμμές. ~ά: ποτά (: με χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα)/χρώματα. Παγωτό με ~ή υφή. ΣΥΝ. ήπιος. 4. (μτφ., για πρόσ.) πράος, τρυφερός, μειλίχιος: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ή: καρδιά. ● Υποκ.: μαλακούλης , α, ικο, μαλακούτσικος , η, ο ● επίρρ.: μαλακά ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά ναρκωτικά & ελαφρά ναρκωτικά: που πιστεύεται ότι προκαλoύν μικρότερη εξάρτηση και είναι λιγότερο επικίνδυνα για την υγεία σε σχέση με τα σκληρά. Βλ. μαριχουάνα, χασίς. [< αγγλ. soft drugs, 1959] , μαλακό έλκος: ΙΑΤΡ. επικίνδυνο αφροδίσιο νόσημα., μαλακό νερό: με χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και μαγνησίου. ΑΝΤ. σκληρό νερό [< αγγλ. soft water] , μαλακά μόρια βλ. μόριο, μαλακό τυρί βλ. τυρί, το (μαλακό) υπογάστριο βλ. υπογάστριο ● ΦΡ.: πέφτω στα μαλακά {συνήθ. στο γ' πρόσ.}: υφίσταμαι πολύ μικρές συνέπειες, κυρ. νομικές: Έπεσαν ~ οι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο., με το καλό/μαλακό βλ. καλό [< αρχ. μαλακός]

-μάνα

-μάνα β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τον χαρακτηρισμό 1. της μάνας: αγορο~/μικρο~/μωρο~. Καλο~/ψυχο~.|| (για περιοχή ή πόλη) Λεβεντο~ (πβ. -γέννα)/φτωχο~. 2. (σπάν.-μεγεθ.) του πιο μεγάλου μεταξύ ομοειδών: (ΖΩΟΛ.) καβουρο~.

μύλος

μύλος μύ-λος ουσ. (αρσ.) 1. κτίσμα με εγκαταστάσεις άλεσης σιτηρών ή καρπών: παραδοσιακός/περιστρεφόμενος ~. Η ρόδα/φτερωτή του ~ου. Βλ. αλευρό-, ανεμό-, νερό-μυλος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή ή μηχάνημα για κονιορτοποίηση, πολτοποίηση ή θρυμματισμό στερεών κυρ. υλικών: ~ δημητριακών/ζάχαρης άχνης/του καφέ (= καφεκόπτης)/πιπεριού. Περνάμε τα λαχανικά/φρούτα από τον ~ο (πβ. μπλέντερ).|| Εργαστηριακός ~. ~ απορριμμάτων. 3. κυλινδρικός περιστρεφόμενος μηχανισμός πιστολιού που λειτουργεί ως φυσιγγιοθήκη: ~ έξι φυσιγγίων. Εσωτερικός ~ οκτώ βολών. Ανταλλακτικός ~ για αεροβόλα. 4. (προφ.) κατασκευή συνήθ. με χάρτινα ή πλαστικά πτερύγια που περιστρέφονται στον αέρα, συχνά ως παιδικό παιχνίδι. Πβ. φουρφούρι.μύλοι (οι): βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραγωγής προϊόντων άλεσης, κυρ. δημητριακών. ● ΦΡ.: γίνεται/γίναμε μύλος (προφ.): για μεγάλη αναταραχή, τσακωμό: Με πρόσβαλε και γίναμε ~ (= μαλλιά κουβάρια)., δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει (παροιμ.): δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτι χωρίς τα αναγκαία εφόδια., όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει: οι κοινωνικά και οικονομικά ισχυροί έχουν πάντα όφελος, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά., κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει βλ. αλέθω, σαν την κότα στο μύλο βλ. κότα [< μτγν. μύλος]

νερόβραστος

νερόβραστος, η, ο νε-ρό-βρα-στος επίθ. 1. βρασμένος μόνο με νερό και κατ' επέκτ. άγευστος ή διαιτητικός, νηστίσιμος: ~η: σούπα. ~ο: κρέας/ρύζι. ~α: μακαρόνια. Βλ. νεροζούμι. 2. (μτφ.-προφ.) μονότονος, ανιαρός, χωρίς γούστο και πρωτοτυπία: ~η: παράσταση/ταινία. ~ο: αστείο. Πβ. ανούσιος.|| (για πρόσ.) ~ο: άτομο. ΣΥΝ. ανάλατος (2), άνοστος (2)

νεροζούμι

νεροζούμι νε-ρο-ζού-μι ουσ. (ουδ.) (προφ.): νερουλό ρόφημα ή φαγητό: τσάι-~. Καφές είναι αυτός ή ~; Η σούπα ήταν σκέτο ~. Βλ. νερόβραστος. ΣΥΝ. νερομπούλι, νερόπλυμα (1)

νεροτριβή

νεροτριβή νε-ρο-τρι-βή ουσ. (θηλ.) 1. ΛΑΟΓΡ. υδροκίνητη κατασκευή για την επεξεργασία ή το πλύσιμο μάλλινων υφαντών. Βλ. νερόμυλος. 2. σύγχρονο εργαστήριο για το πλύσιμο ολόμαλλων υφαντών.

πνίγω

πνίγω πνί-γω ρ. (μτβ.) {έπνι-ξα, πνί-ξει, πνίγ-ηκε (προφ.) πνί-χτηκε, πνιγ-εί, πνίγ-οντας, -μένος} 1. θανατώνω, προκαλώντας ασφυξία: ~ηκαν στη θάλασσα (πβ. σκυλοπνίγομαι)/από τις πλημμύρες. Κινδύνευσε να ~εί. Βρέθηκε ~μένος.|| Την ~ξε (= στραγγάλισε) με τα χέρια του.|| ~ηκε από τις αναθυμιάσεις/τους καπνούς (= έσκασε). || (απειλητ.) Θα σε ~ξω (= θα σου στρίψω το λαρύγγι)! Πβ. καρυδώνω. 2. δεν μπορώ να αναπνεύσω, με πιάνει δύσπνοια ή βήχας: Η σκόνη με ~ει.|| Στραβοκατάπια και ~ηκα. ~ηκε με το σάλιο του. 3. (μτφ.) κατακλύζω, γεμίζω: Με ~ει η αγανάκτηση/ντροπή/το παράπονο/ο πόνος. Τον ~ουν οι τύψεις.|| Η πρωτεύουσα ~ηκε στο/από το τσιμέντο. Τα σκουπίδια έχουν ~ξει την πόλη.|| Την ~ξαν στις αγκαλιές και τα φιλιά/στα λουλούδια. Χωριά ~μένα στο πράσινο. 4. (μτφ.) δεν αφήνω κάτι να εκδηλωθεί ή να αναπτυχθεί: ~ξε ένα γέλιο/χασμουρητό.|| ~ξαν (= κουκούλωσαν, συγκάλυψαν) την είδηση/το σκάνδαλο. ~ξαν την εξέγερση (= κατέπνιξαν, κατέστειλαν).|| Ο λαβύρινθος της γραφειοκρατίας ~ει τις επιχειρήσεις. 5. (μτφ.) προκαλώ έντονη δυσφορία ή στενοχώρια, πιέζω, ζορίζω: Με ~ει η μοναξιά/το παράπονο. Ένιωθε ~μένος. ● Παθ.: πνίγομαι (μτφ.-προφ.): είμαι πολύ απασχολημένος: ~ στη δουλειά (= πήζω). Αυτόν τον καιρό είναι ~μένος. ● ΦΡ.: άι/άντε πνίξου! (προφ.): έκφρ. αγανάκτησης ή αποδοκιμασίας., να/ας/δεν πάει να πνιγεί! (προφ.): προς δήλωση έντονης αδιαφορίας, αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας., ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται (παροιμ.): o άνθρωπος που βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση προσπαθεί να ξεφύγει με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμη κι αν αυτός είναι αναποτελεσματικός. , πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό & σταγόνα/στάλα νερό (προφ.): πανικοβάλλομαι, τα χάνω., εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, με πνίγει/με τρώει το δίκιο (μου)/τ' άδικο βλ. δίκιο, όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει βλ. μέλλει, πνίγεται/είναι βουτηγμένος/έχει βουλιάξει στα χρέη βλ. χρέος, πνίγω στο αίμα βλ. αίμα, πνίγω τον πόνο μου βλ. πόνος [< αρχ. πνίγω, γαλλ. étouffer, suffoquer]

ρηχός

ρηχός, ή, ό [ῥηχός] ρη-χός επίθ. 1. που δεν έχει μεγάλο βάθος: ~ός: κόλπος/ποταμός. ~ή: θάλασσα/πισίνα. ~ό: πηγάδι. ~ά: νερά.|| ~ή: κατσαρόλα. ~ό: πιάτο. Πβ. ανάβαθος. ΣΥΝ. αβαθής (1) ΑΝΤ. άπατος, βαθύς (1) 2. (μτφ.) που δεν προχωρά σε βάθος, δεν έχει ουσία, επιφανειακός: ~ός: διάλογος/συλλογισμός. ~ή: ανάλυση/προσέγγιση/σκέψη. ΑΝΤ. βαθυστόχαστος, διεισδυτικός.|| ~ός: χαρακτήρας. ~ή: ομορφιά. ~ό: συναίσθημα (: επιπόλαιο). ● ΦΡ.: σε ρηχά νερά/στα ρηχά 1. σε πολύ μικρό βάθος, κοντά στην ακτή: Βουτώ/κολυμπώ/ψαρεύω ~ ~. ΣΥΝ. στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά (2) 2. (μτφ.) επιδερμικά, υποτονικά: Η ομάδα/ο παίκτης φέτος κινήθηκε σε ~ ~ (: είχε μέτρια απόδοση). Σε ~ ~ η αγορά.|| Πνίγεται στα ~ (: δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τις μικρές δυσκολίες· πβ. πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό). [< 1: μεσν. ρηχός]

σηκώνω

σηκώνω ση-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σήκω-σα, σηκώ-θηκα, -μένος, προστ. αορ. σήκω, σηκωθείτε, σηκών-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε υψηλότερο σημείο· κινώ προς τα πάνω, υψώνω, ανεβάζω: ~ το ακουστικό/τηλέφωνο. Μη ~εις βάρος (πβ. βαστώ, κρατώ). Πόσα κιλά μπορείς να ~σεις; ~σε τη βαλίτσα. ~σε από κάτω μια πέτρα. ~θηκαν (= απογειώθηκαν) τα αεροσκάφη/ελικόπτερα.|| ~ την ασφάλεια/τον μοχλό/την τέντα (: την τυλίγω προς τα πάνω)/το χειρόφρενο. ~σε το χέρι του, για να ζητήσει τον λόγο. ~σε το βλέμμα/τα μάτια της στον ουρανό (πβ. στρέφω). Είχε ~σει το πόδι του από το γκάζι. ~ομαι στις μύτες των ποδιών.|| ~θηκαν άγρια και απειλητικά κύματα. Ο ήλιος είχε ~θεί ψηλά. ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. (προφ.) κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος· ξυπνώ· (για εκπαιδευτικό) εξετάζω μαθητή: Ο προπονητής ~σε τους αναπληρωματικούς για ζέσταμα. Τους ~σε από το τραπέζι. Μη ~εσαι! Σήκω να χορέψεις! ~θηκε από τη θέση του/και τον ακολούθησε/να φύγει. (για ζώο) Η αρκούδα ~θηκε στα πισινά της πόδια.|| (ειδικότ.) Μας ~σε από τον καναπέ (: μας υποχρέωσε να δραστηριοποιηθούμε).|| Την ~σε από τον ύπνο. Τι ώρα ~εσαι το πρωί;|| Ο δάσκαλος με ~σε στο μάθημα/στον πίνακα. ΑΝΤ. ξαπλώνω (3) 3. (μτφ., για αναστάτωση, ταραχή) προκαλώ: Η δήλωσή του ~σε θύελλα αντιδράσεων/διαμαρτυριών. ~θηκε κύμα εξεγέρσεων εναντίον ... Πβ. δημιουργώ, ξε~. 4. (μτφ.) αναλαμβάνω κάτι δύσκολο, επωμίζομαι: ~ει την ευθύνη. ~σε το βάρος του αγώνα/της ενοχής. 5. (μτφ.) αντέχω: Δεν τα ~ τα ξενύχτια/φάρμακα.|| (κυριολ. για υλική κατασκευή) Γέφυρα που μπορεί να ~σει μέχρι δύο τόνους βάρος. Τα δοκάρια ~ουν (= στηρίζουν, υποβαστάζουν) την πλάκα (της οικοδομής). 6. (προφ.) ανέχομαι, υπομένω, δέχομαι: Δεν ~ει άλλο την κοροϊδία. Δεν ~ αντίρρηση/αστεία/κουβέντα/προσβολές. Πβ. επιτρέπω. 7. (προφ.) κλέβω: ~σαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα ~σαν όλα οι διαρρήκτες. Πβ. αρπάζω, κατακλέβω. 8. (προφ.) κάνω ανάληψη: ~σε όλα τα λεφτά από τον λογαριασμό της. Είχε ~σει τις καταθέσεις του από την τράπεζα. 9. (προφ.) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω: ~σε πέντε ορόφους. (για κατασκευαστή:) ~ει πολυκατοικίες. Πβ. υψώνω. 10. (προφ.) μαζεύω: Έχουν ~σει το τραπέζι/τα χαλιά. Πβ. ξεστρώνω. ΑΝΤ. στρώνω (1) ● σηκώνει (προφ.-μτφ.) 1. επιδέχεται, αφήνει περιθώριο για κάτι: Πρόταση που ~ (= χωρά) πολλή σκέψη. Το ζήτημα δεν ~ αναβολή/καθυστέρηση. 2. απαιτεί, καθιστά απαραίτητο (κάτι): Η υπόθεση ~ καφέ/ποτό/τσιγάρο.|| Η κατάσταση του τραυματία ~ ακόμη και χειρουργείο. ● Παθ.: σηκώνομαι 1. {μόνο στο γ' εν.} (για φυσικό φαινόμενο που) αρχίζει να γίνεται έντονα αισθητό: ~θηκε αέρας/θύελλα/τρικυμία. Είχε ~θεί ομίχλη. 2. (μτφ.-προφ.) συνέρχομαι από ασθένεια: ~θηκε από την αρρώστια (= αποθεραπεύτηκε). 3. (μτφ.-προφ.-παλαιότ.) ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. ● ΦΡ.: (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του): ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας: ~ ~ αμήχανα. ~σε ~ με απορία., δεν σηκώνω κεφάλι (προφ.): για να δηλωθεί η αφοσίωση σε κάτι, η εντατική ενασχόληση με κάτι: ~ ~ (= απορροφώμαι) από το βιβλίο. Δεν ~ει ~, δουλεύει απο το πρωί μέχρι το βράδυ., μου σηκώνεται (προφ.): διεγείρομαι, έχω στύση. Πβ. καυλώνω. ΑΝΤ. μου πέφτει, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για την προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θέση, αξίωμα που ανήκει σε άλλον., σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο ιεραρχικά κατώτερος εκφράζει αμφισβήτηση ή εναντίωση προς τον ανώτερό του., σηκώνει (πολύ) νερό (μτφ.-προφ.): για κάτι σχετικό ή ασαφές, που επιδέχεται (πολλή) συζήτηση, ανάλυση και διαφορετικές ερμηνείες: Έννοια/θέμα/μεγάλη κουβέντα που ~ ~. , σηκώνει (τη) μύτη (μτφ.-προφ.): φέρεται αλαζονικά: Παρά τις επιτυχίες του, ποτέ δεν ~σε ~. Πβ. έχει ψηλά τη μύτη., σηκώνει στην πλάτη/στις πλάτες του (μτφ.): για ευθύνη που αναλαμβάνει, επωμίζεται κάποιος: ~ ~ τα οικονομικά βάρη/τα χρέη. Πβ. στην καμπούρα (κάποιου)., σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία: για να δηλωθεί έναρξη παράστασης, σειράς παραστάσεων ή γενικότ. θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Το καρναβάλι/φεστιβάλ σηκώνει/ανεβάζει την ~ του.|| Σηκώνεται ~ της 1ης αγωνιστικής. Ανοίγει ~ του διαλόγου/των συνομιλιών. ΑΝΤ. κλείνει/πέφτει η αυλαία. [< γαλλ. lever le rideau] , σηκώνομαι και φεύγω (εμφατ.): φεύγω από κάπου (έναν χώρο, μια επαγγελματική θέση): ~ ~ βιαστικός.|| Μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου, θα σηκωθώ και θα φύγω (βλ. τα βρόντηξε). Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε. , σηκώνω κεφάλι (μτφ.) 1. προβάλλω αντίσταση, αντιδρώ: ~ ~ και ζητώ τα κεκτημένα μου. ΑΝΤ. σκύβω το κεφάλι (2) 2. ορθοποδώ: Δεν μπορεί να ~σει ~ από τα χρέη και τους λογαριασμούς. , σηκώνω μπαϊράκι/παντιέρα (μτφ.-προφ.): εναντιώνομαι σε κάτι, επαναστατώ: Έχει ~σει δικό του μπαϊράκι (πβ. κάνει του κεφαλιού του). ~σαν την παντιέρα της αντίστασης/της εξέγερσης., σηκώνω στα χέρια (μου): υψώνω και κρατώ κάποιον ή κάτι ψηλά: Τον ~σαν ~, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του (πβ. αποθεώνω). ~σαν ~ τους το τρόπαιο., σηκώνω στο πόδι (μτφ.-προφ.): αναστατώνω, ξεσηκώνω: ~σε ~ όλη τη γειτονιά., σηκώνω τα χέρια ψηλά & σηκώνω ψηλά τα χέρια: για να δηλωθεί αποτυχία, αδυναμία: ~σε ~ και παραδόθηκε.|| (συνήθ. μτφ.) ~ ~ και παραδέχομαι την ήττα μου. ~ ~· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Η επιστήμη σηκώνει ~ ~ (: σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιλυθεί ή να εξηγηθεί λογικά κάτι)., σηκώνω τη σημαία 1. {κυρ στο γ' πρόσ.} (στο ποδόσφαιρο) κάνει σινιάλο, κρατώντας ψηλά το σημαιάκι: Ο επόπτης ~ει ~ του, για να υποδείξει το οφσάιντ. 2. είμαι σημαιοφόρος: ~σε ~ στην παρέλαση. 3. (μτφ.) διακηρύσσω: ~ ~ της αντίστασης/επανάστασης/κάθαρσης/μεταρρύθμισης. ΣΥΝ. υψώνω τη σημαία (2), σηκώνω χέρι (προφ.): χειροδικώ: ~σε ~ πάνω μου. , σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε (προφ.): για να δηλωθεί δουλική υποταγή: Τον έχει "~ ~" (πβ. έχω κάποιον του χεριού μου). Είχε τη δική του προσωπικότητα, δεν ήταν "~ ~". , (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη, (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) βλ. ανεβάζω, ανοίγω πανιά βλ. πανί, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι βλ. δάχτυλο, δεν με σηκώνει το κλίμα βλ. κλίμα, δεν σηκώνει αστεία βλ. αστείο, δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του βλ. μύγα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, σηκώνει/υψώνει ανάστημα βλ. ανάστημα, σηκώνομαι από το κρεβάτι βλ. κρεβάτι, σηκώνω (την) άγκυρα βλ. άγκυρα, σηκώνω αντάρτικο βλ. αντάρτικο, σηκώνω σκόνη βλ. σκόνη, σηκώνω τα μανίκια βλ. μανίκι, σηκώνω το γάντι βλ. γάντι, σηκώνω/υψώνω το λάβαρο της επανάστασης βλ. λάβαρο, σηκώνω/υψώνω το ποτήρι βλ. ποτήρι, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, υψώνω/σηκώνω τη φωνή μου βλ. φωνή [< μεσν. σηκώνω, γαλλ. lever]

σκληρός

σκληρός, ή, ό σκλη-ρός επίθ. 1. που αλλάζει δύσκολα σχήμα· που δεν υποχωρεί εύκολα σε εξωτερική πίεση ή βάρος: ~ή: επένδυση/επιφάνεια/ξυλεία/οροφή. ~ό: έδαφος/κέλυφος/μέταλλο/όστρακο/υλικό.|| (συγκριτικά με κάτι άλλο πιο μαλακό) ~ή: βούρτσα/μπότα/φέτα. ~ό: ελατήριο/εξώφυλλο/κάλυμμα/κολάρο/κρέας/κρεβάτι/μαξιλάρι/χαρτί/ψωμί. ~οί: φακοί επαφής. Βλ. ημίσκληρος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ό: αλεύρι (: από ~ό σιτάρι). ΑΝΤ. μαλακός (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευαισθησίας, ανάλγητος, αυστηρός, αμείλικτος: ~ός: εργοδότης/ηγεμόνας/προϊστάμενος/τιμωρός/τύραννος. ~ή: καρδιά (= από πέτρα)/κοινωνία. Πβ. άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος.|| ~ός: κριτής/νόμος/όρος. ~ή: διαταγή/επιτήρηση/καταστολή/μεταχείριση. ~ό: βλέμμα/ύφος. Απαντά σε ~ούς τόνους στους επικριτές του. Είναι ~ απέναντι στον/με τον εαυτό του. ~οί στις κρίσεις τους. ΑΝΤ. επιεικής 3. (μτφ.) έντονος, οξύς, δριμύς, σφοδρός: ~ός: ήχος/φωτισμός/χειμώνας (= βαρύς). ~ή: γεύση/μουσική. ~ό: κλίμα/χρώμα. ~ές: γραμμές. ~ά: χαρακτηριστικά προσώπου (= αδρά).|| ~ός: ανταγωνισμός. ~ή: αναμέτρηση/αντιπαράθεση/αντιπολίτευση/απάντηση/γλώσσα/δήλωση/δράση/επίθεση/κριτική/πολεμική/σάτιρα (πβ. καυστική). ~ό: ανακοινωθέν. ~ά: λόγια.|| (ειδικότ.) ~ό: ποτό (: με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ). ~ά: απορρυπαντικά/σαμπουάν/σαπούνια. ΑΝΤ. μαλακός (3) 4. (μτφ.) δυσβάσταχτος, οδυνηρός: ~ή: δοκιμασία/εποχή/ζωή/λιτότητα/ποινή. ~ό: καθήκον. ~οί: φόροι. ~ές: κυρώσεις/συνθήκες (διαβίωσης). ~ά: μέτρα. Πβ. απάνθρωπος, επαχθής.|| ~ός: πόλεμος (: αιματηρός)/χωρισμός. ~ή: αλήθεια/πραγματικότητα. Του έδωσε ένα ~ό μάθημα. Είναι ~ό να ... Πβ. επώδυνος. 5. (μτφ.) δυναμικός, άφοβος, ανθεκτικός και κατ' επέκτ. άκαμπτος, ανυποχώρητος: ~ός: χαρακτήρας. Άντρες ~οί, μαθημένοι στις κακουχίες. (ως ουσ.) Κάνουν τους ~ούς. Πβ. σκληραγωγημένος.|| (ειδικότ. στον ΑΘΛ.) ~ό: μαρκάρισμα/φάουλ. Πβ. βίαιος, δυνατός.|| ~ός: αντίπαλος/διαπραγματευτής/συνομιλητής. ~ή: αντίσταση/στάση. ~ές: διαπραγματεύσεις. ~οί στις διεκδικήσεις τους. Πβ. αδιάλλακτος. 6. (μτφ.) επίπονος, κοπιώδης, απαιτητικός: ~ός: αγώνας. ~ή: άσκηση/βιοπάλη/δίαιτα (= αυστηρή)/δουλειά/εκπαίδευση/νηστεία/προετοιμασία/προπόνηση/προσπάθεια. ~ό: πρόγραμμα/ωράριο. ΣΥΝ. κοπιαστικός ΑΝΤ. εύκολος (1) 7. που είναι άγριος και δυσάρεστος στην αφή: ~ό: δέρμα/τρίχωμα/ύφασμα. ~ά: μαλλιά. Πβ. τραχύς. ΑΝΤ. απαλός (1) 8. (μτφ.) (για την πορνογραφία) που προβάλλει με λεπτομέρεια σεξουαλικές πράξεις: ~ή: τσόντα. ~ό: πορνό. ΑΝΤ. μαλακός.|| ~ό: σεξ (= άγριο, έντονο). ● Υποκ.: σκληρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: σκληρά ● ΣΥΜΠΛ.: σκληρά ναρκωτικά & βαριά ναρκωτικά: που προκαλούν μεγάλη εξάρτηση και είναι περισσότερο επικίνδυνα για την υγεία σε σχέση με τα μαλακά. Βλ. ηρωίνη, κοκαΐνη. [< αγγλ. hard drugs, 1967] , σκληρό αντράκι (συνήθ. ειρων.): για άντρα που παριστάνει τον δυναμικό, θαρραλέο: Μας το παίζει ~ ~., σκληρό νερό: με υψηλά επίπεδα ασβεστίου και μαγνησίου. ΑΝΤ. μαλακό νερό [< αγγλ. hard water] , σκληρό νόμισμα: ΟΙΚΟΝ. ισχυρό νόμισμα που παρουσιάζει σταθερότητα και ανοδικές τάσεις: έλλειμμα/συναλλαγές σε ~ ~. [< αγγλ. hard currency] , σκληρό πόκερ/παζάρι (μτφ.): διαπραγματεύσεις που χαρακτηρίζονται από αδιάλλακτη στάση: ~ ~ για αυξήσεις στους μισθούς των υπαλλήλων., σκληρός πυρήνας 1. κυρίαρχο τμήμα ενός συνόλου κυρ. ανθρώπων που δείχνει τη μεγαλύτερη προσήλωση στις αρχές που χαρακτηρίζουν το σύνολο: ο ~ ~ των διαδηλωτών/του κόμματος/του κράτους. 2. (κατ' επέκτ.) το βασικό μέρος, η ουσία: ο ~ ~ του προβλήματος. [< αγγλ. hard core, 1936] , σκληρή γραμμή βλ. γραμμή, σκληρό καρύδι βλ. καρύδι, σκληρό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, σκληρό τυρί βλ. τυρί, σκληρό/χαρντ ροκ βλ. ροκ, σκληρός δίσκος βλ. δίσκος ● ΦΡ.: (δεινόν/σκληρόν) προς κέντρα λακτίζειν βλ. λακτίζω [< αρχ. σκληρός, αγγλ. hard]

σταγόνα

σταγόνα στα-γό-να ουσ. (θηλ.) 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα: ~ αίμα/νερό (/νερού)/φυσιολογικού ορού. Με τις πρώτες ~ες της βροχής (: με το που άρχισε να βρέχει). Πότισμα με ~ες (ΑΝΤ. με ροή). Αραιώνω/διαλύω μια ~ αιθέριου ελαίου σε ένα ποτήρι νερό. Ρίξτε στο σκεύος μια ~ λάδι. Μια ~ δροσιάς (= δροσοσταλίδα) έσταξε/κύλησε στο τζάμι. Χοντρές ~ες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπό του. Μερικές ~ες έπεσαν πάνω στο ... Πβ. ρανίδα, στάγμα, στάλα, σταλαγματιά. 2. (συνεκδ., για υγρό) μικρή ποσότητα: Στάξε μου μια ~ κρασί στο ποτήρι. Δεν άφησε ~. Πβ. σταλιά.|| (μτφ.) Χωρίς ~ δύναμης/συγκίνησης/τρυφερότητας (ΣΥΝ. ίχνος). Τελευταία ~ αντοχής. Φτάνει μια ~, για να ξεχειλίσει το ποτήρι.σταγόνες (οι) 1. ΦΑΡΜΑΚ. φαρμακευτικό διάλυμα που χορηγείται με σταγονόμετρο: οφθαλμικές/υπογλώσσιες ~. Ξέχασα να πάρω τις ~ μου. Ο γιατρός μού έγραψε ~ για τα αυτιά/τα μάτια (πβ. κολλύριο)/τη μύτη. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. κυλινδρικό ή κωνικό διακοσμητικό στοιχείο στο οριζόντιο γείσο ναών δωρικού ρυθμού: Ο άβακας δεν φέρει ούτε μαίανδρο ούτε ~. ● Υποκ.: σταγονίδιο (το): Βλ. -ίδιο, υδροσταγονίδια., σταγονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: το μαρτύριο της σταγόνας & (σπάν.) το βασανιστήριο της σταγόνας 1. κινέζικο ψυχολογικό βασανιστήριο κατά το οποίο το θύμα ακινητοποιημένο εξαναγκάζεται να υποστεί την πτώση σταγόνας νερού στο ίδιο σημείο στο μέτωπο για πολλές ώρες. 2. (κυρ. μτφ.) για κατάσταση που εξελίσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς και προκαλεί έντονη δυσφορία και ταλαιπωρία: Υποβάλλονται στο/υπομένουν ~ ~. Παρατείνεται ~ ~ για καταναλωτές και επιχειρήσεις. ● ΦΡ.: (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό: για πολύ μεγάλη ομοιότητα μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων. [< γαλλ. se ressembler comme deux gouttes d'eau] , η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι & η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει (προφ.): αρνητικό περιστατικό ή γεγονός που προστίθεται σε μια ήδη άσχημη κατάσταση και προκαλεί αντιδράσεις: Η αδιαφορία που έδειξε ήταν ~ ~., και/μέχρι (και)/ως την τελευταία σταγόνα/μέχρι τελευταίας σταγόνας: (για υγρό) μέχρι τέλους, ολοκληρωτικά, πλήρως: Το ελαιόλαδο διατηρεί την ποιότητά του μέχρι την ~ ~. Το ήπιε/ρούφηξε όλο ως την ~ ~.|| (μτφ.) Γεύτηκα τη ζωή μέχρι την τελευταία της ~. Στέρεψε και η ~ ~ ενεργητικότητας., ούτε (μια) σταγόνα: (για υγρό) καθόλου: Ο σωλήνας δεν χάνει ~ ~. Επί δέκα μέρες δεν έριξε ~ ~ (: δεν έβρεξε). Δεν υπάρχει ~ ~ νερό (βλ. λειψυδρία). Δεν πρέπει να χυθεί ~ ~ αίμα. Δεν έμεινε ~ ~ στα βαρέλια. Δεν ήπιε ~ ~., σταγόνα στον ωκεανό: για μέγεθος πολύ μικρό, ασήμαντο, σε σχέση με το σύνολο: Η συμβολή σου είναι ~ ~ της γνώσης. [< γαλλ. c'est une goutte d'eau dans l'océan] , σταγόνα-σταγόνα & σταγόνα σταγόνα: {ως επίρρ.} σε πολύ μικρές δόσεις, λίγο λίγο: Η βρύση έσταζε ~ ~.|| (μτφ.) Μαζεύει τις πληροφορίες ~ ~. ΣΥΝ. σταλιά-σταλιά [< γαλλ. goutte à goutte] , δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του βλ. αίμα, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω [< μεσν. σταγόνα < αρχ. σταγών, γαλλ. goutte]

στάμνα

στάμνα στά-μνα ουσ. (θηλ.): πήλινο δοχείο, με μία ή δύο λαβές και κοντό και στενό λαιμό, κατάλληλο για φύλαξη και μεταφορά υγρών, κυρ. νερού, κρασιού ή λαδιού: (ΛΑΟΓΡ.) σπάσιμο της ~ας (: πασχαλινό κερκυραϊκό έθιμο). Πβ. λαγήνι, σταμνί, υδρία. Βλ. κανάτι, κουμάρι, μαστραπάς.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μοσχαράκι ~ας. Βλ. γάστρα. ● Υποκ.: σταμνάκι (το) ● ΦΡ.: πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει (παροιμ.): ως προειδοποίηση σε κάποιον ο οποίος εκτελεί επανειλημμένα μια ριψοκίνδυνη ενέργεια που μπορεί να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες. [< 15ος αι.]

στάσιμος

στάσιμος, η, ο στά-σι-μος επίθ. 1. (συχνά αρνητ. συνυποδ.) που δεν παρουσιάζει μεταβολή, εξέλιξη, πρόοδο ή δεν προβιβάζεται: ~η: αγορά/ανάπτυξη/οικονομία (πβ. ακινητοποιημένη). Η κατάσταση της υγείας του παραμένει ~η (= αμετάβλητη). Βλ. σταθερός, στατικός.|| (για μαθητή:) Έμεινε ~ (: στην ίδια τάξη· πβ. ανεξεταστέος) λόγω απουσιών. Μισθολογικά ~ (= καθηλωμένος) υπάλληλος. 2. που δεν μετακινείται: ~ος: πληθυσμός.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ο: μέτωπο. Πβ. ακίνητος. ● ΣΥΜΠΛ.: στάσιμα νερά & (σπάν.) στάσιμα ύδατα: λιμνάζοντα νερά/ύδατα., στάσιμο κύμα: ΦΥΣ. συμβολή δύο κυμάτων που μεταδίδονται στο ίδιο μέσο με την ίδια συχνότητα, αλλά αντίθετη κατεύθυνση: ~ ~ σε χορδή. [< αγγλ. standing/stationary wave] [< αρχ. στάσιμος, γαλλ. stagnant, stationnaire]

τουλούμι

τουλούμι του-λού-μι ουσ. (ουδ.) (παρωχ.-λαϊκό): ασκός από δέρμα κατσίκας ή προβάτου: ~ για κρασί/λάδι.|| (συνεκδ.) Ένα ~ τυρί (: η αντίστοιχη ποσότητα). ● ΦΡ.: ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι (προφ.): βρέχει καταρρακτωδώς. ΣΥΝ. βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι [< τουρκ. tulum]

τρύπα

τρύπα [τρῦπα] τρύ-πα ουσ. (θηλ.) 1. άνοιγμα κυκλικού σχήματος σε επιφάνεια: διαμπερής/τυφλή ~. ~ στην εξάτμιση/στο οδόστρωμα/στη σκεπή/στον τοίχο. Δημιουργία/διάνοιξη ~ας. Βουλώνω/κλείνω/μπαλώνω/φράζω μια ~. Τα παπούτσια του είχαν ~ες. Πέρασαν μέσα από την ~ του φράχτη.|| H ~ της κλειδαριάς (= κλειδαρότρυπα). Κόσκινο με μεγάλες ~ες. Τυρί με ~ες.|| Έκανε ~ στο αυτί/στον αφαλό/στη μύτη/στο φρύδι (: έβαλε σκουλαρίκι). ΣΥΝ. οπή (1) 2. κοιλότητα: υπόγεια ~. ~ του βράχου. Άνοιξαν μια ~ στο έδαφος.|| Ο λαγός/το ποντίκι βγήκε από την ~ του (: φωλιά).|| (μτφ.-προφ.) Μετά από τέτοιο διασυρμό έψαχνε ~, για να κρυφτεί. Βρήκε ~ (πβ. ευκαιρία) και μπήκε στην εταιρεία (: τον προσέλαβαν). || (λ. ταμπού): γυναικείο αιδοίο ή πρωκτός. 3. (μτφ.) κενό, έλλειψη: ~ στον νόμο. Η άμυνα της ομάδας είχε ~ες (πβ. αδυναμίες).|| Προσπαθούν να κλείσουν την ~ του ελλείμματος.|| Το λειτουργικό σύστημα είναι γεμάτο ~ες (= διάτρητο). Μια νέα ~ ασφαλείας εντοπίστηκε στην εφαρμογή. 4. (μτφ.-μειωτ.) πολύ στενός, περιορισμένος χώρος: Δουλεύει/μένει σε μια ~. ● Υποκ.: τρυπίτσα, τρυπούλα (η) ● Μεγεθ.: τρυπάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άσπρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & λευκή οπή: υποθετική περιοχή στο Διάστημα από την οποία μπορεί να διαφύγει ύλη και φως. 2. (μτφ.) πλεόνασμα δημοσίων οργανισμών και ταμείων κοινωνικής ασφάλισης. [< 1: αγγλ. white hole, 1971] , μαύρη τρύπα 1. ΑΣΤΡΟΝ. & μελανή οπή: συγκέντρωση σημαντικά μεγάλης μάζας στο Διάστημα με ισχυρή βαρυτική έλξη, ώστε να μην επιτρέπει ούτε στο φως να ξεφεύγει από αυτή: ~ ~ στο κέντρο του γαλαξία. Βλ. σκουληκότρυπα. 2. (μτφ.) έλλειμμα: ~ ~ στα έσοδα/στον προϋπολογισμό. 3. αδιέξοδη κατάσταση: η ~ ~ της κατάθλιψης/της κρίσης/της πανδημίας. [< 1: αγγλ. black hole, 1964] , τρύπα του όζοντος βλ. όζον ● ΦΡ.: κάνω μια τρύπα στο νερό (προφ.): προσπαθώ μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Παρά την επιμονή του, έκανε μια ~ ~. Και τελικά τι κατάφερες; Μια ~ ~., κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες (μτφ.): καλύπτω ποικίλα κενά, συνήθ. με πρόχειρο τρόπο: Τρέχω να ~σω τις ~ που άνοιξαν με τα χρέη., περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας (μτφ.-εμφατ.): περνώ από πολύ στενή δίοδο και κατ' επέκτ. επιτυγχάνω κάτι πολύ δύσκολο: Ο διεθνής άσος πέρασε την μπάλα ~ ~ και έβαλε γκολ., βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1 [< 1,2: μτγν. τρῦπα]

υγρό

υγρό [ὑγρό] υ-γρό ουσ. (ουδ.) 1. ΦΥΣ. σώμα με συγκεκριμένο όγκο, αλλά ακαθόριστο σχήμα· κατάσταση της ύλης κατά την οποία τα μόρια μιας ουσίας ρέουν ελεύθερα και έχουν μικρή συνοχή μεταξύ τους: αλκαλικό/εύφλεκτο/παχύρρευστο/ψυκτικό ~. ~ καθαρισμού/μπαταρίας. Βλ. αέριο, στερεό.|| ~ πιάτων (= απορρυπαντικό)/φακών επαφής. 2. ΦΥΣΙΟΛ. κάθε ρευστό συστατικό που βρίσκεται στον οργανισμό ή εκκρίνεται από αυτόν: εντερικό/οργανικό/παγκρεατικό ~. ~ά του κόλπου (ή κολπικά ~ά).υγρά (τα): το νερό, τα ροφήματα και τα αφεψήματα: Το καλοκαίρι πρέπει να καταναλώνονται άφθονα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γαστρικό υγρό: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. όξινο υγρό που εκκρίνουν οι αδένες του στομαχικού βλεννογόνου, το οποίο συμβάλλει στη διάσπαση των τροφών και στην καταστροφή μικροοργανισμών: παλινδρόμηση ~ού ~ού στον οισοφάγο (= γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση)., αμνιακό υγρό βλ. αμνιακός, εγκεφαλονωτιαίο υγρό βλ. εγκεφαλονωτιαίος, υδατοειδές υγρό βλ. υδατοειδής [< αρχ. ὑγρόν]

ύδωρ

ύδωρ [ὕδωρ] ύ-δωρ ουσ. (ουδ.) {ύδ-ατος | -ατα, -άτων} (λόγ.): νερό: απεσταγμένο/ενέσιμο/θαλάσσιο/πόσιμο ~. Βαθέα/επιφανειακά (: λίμνες, ποτάμια, χείμαρροι, ταμιευτήρες)/παράκτια/υπόγεια ~ατα. Ρύπανση των ~άτων. ● ΣΥΜΠΛ.: αγιασμός/καθαγιασμός των υδάτων: ΕΚΚΛΗΣ. τελετουργική πράξη εξαγνισμού των υδάτων κατά την εορτή των Θεοφανείων., βαρύ ύδωρ & βαρύ νερό: ΧΗΜ. οξείδιο του δευτερίου (σύμβ. D2O), το οποίο επιβραδύνει τον ρυθμό ανάπτυξης των ζωικών οργανισμών· χρησιμοποιείται ως επιβραδυντής στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. [< γαλλ. l' eau lourde] , βασιλικό ύδωρ: ΧΗΜ. κίτρινο διαβρωτικό μείγμα υδροχλωρικού και νιτρικού οξέος το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύει τα ευγενή μέταλλα, κυρ. τον χρυσό και τον λευκόχρυσο. [< λατ. aqua regia] , διεθνή ύδατα: ΝΟΜ. η θαλάσσια έκταση που βρίσκεται έξω από τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και κατά συνέπεια δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κράτος. ΣΥΝ. ανοιχτή θάλασσα (2), εσωτερικά ύδατα: ΝΟΜ. το σύνολο των στάσιμων (λίμνες, ταμιευτήρες) και ρεόντων (ποτάμια, χείμαρροι) επιφανειακών υδάτων και όλα τα υπόγεια ύδατα που βρίσκονται προς την πλευρά της ξηράς: ινστιτούτο ~ών ~άτων. Αλιεία στα ~ ~. [< αγγλ. inland waters] , ζων ύδωρ: ΘΡΗΣΚ. το νερό ως πηγή δύναμης και μέσο εξαγνισμού, η ζωοποιός θεία χάρη. Βλ. αθάνατο νερό., γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, όμβρια ύδατα βλ. όμβριος, οξυγονούχο ύδωρ βλ. οξυγονούχος, χωρικά ύδατα βλ. χωρικός2 ● ΦΡ.: γη και ύδωρ βλ. γη, περί ανέμων και υδάτων βλ. άνεμος, ταράζω τα νερά βλ. νερό [< αρχ. ὕδωρ, γαλλ. eau]

χάνω

χάνω χά-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έχα-σα, χά-σει, -θηκα, -θεί, χάν-οντας, σπάν. -όμενος, χα-μένος} 1. παύω να έχω πια κάτι στην ιδιοκτησία, στη διάθεσή μου ή υπό την κυριαρχία μου: ~σε όλη του την περιουσία (: πτώχευσε, φαλίρισε, χρεοκόπησε)/το σπίτι του.|| Το κόμμα ~σε δύο έδρες (στις εκλογές). ~σαν την εκτίμηση/εμπιστοσύνη/υποστήριξη του λαού. Έχει ~σει την αξιοπιστία/τη δημοτικότητά του. Φοβάται μη ~σει τη δουλειά του. Πβ. στερούμαι. 2. δεν μπορώ πια να βρω κάτι: ~σα τα κλειδιά/το πορτοφόλι/την ταυτότητά μου. Μου ~σαν τον φάκελό μου (: ευθύνονται για την απώλεια).|| Έφυγε ο σελιδοδείκτης κι ~σα τη σελίδα. Έχω ~σει τις μέρες (: δεν ξέρω τι μέρα είναι).|| Έχω ~σει τον προσανατολισμό μου (= έχω αποπροσανατολιστεί). 3. έχω ζημία, ζημιώνομαι: ~σε πολλά (λεφτά) από λάθος κινήσεις.|| Άκου με και δεν θα ~σεις. Τι έχω να ~σω;|| Έλα να δεις! ~εις! ~σες που δεν ήρθες. Δεν ~σες και τίποτα. 4. παύω να έχω: ~ει τα μαλλιά του (= του πέφτουν). Στην έκρηξη, ~σε το χέρι του (= ακρωτηριάστηκε). Θέλει να ~σει βάρος (= να αδυνατίσει).|| Το φθινόπωρο τα δέντρα ~ουν (= ρίχνουν) τα φύλλα τους.|| ~σε τις αισθήσεις (= λιποθύμησε)/την ακοή (= κουφάθηκε)/τη ζωή (= σκοτώθηκε, πέθανε)/τη μνήμη/την όρασή (= τυφλώθηκε) του. 5. δεν αποκτώ, δεν πετυχαίνω κάτι που επιδίωκα, ηττώμαι: ~σε το βραβείο/τη δίκη. ~σαν (σ)τις εκλογές/τον πόλεμο. Βλ. αποτυγχάνω.|| (ΑΘΛ.) ~σαν τον αγώνα/την πρόκριση/το πρωτάθλημα. ~σαν από τους γηπεδούχους. ΑΝΤ. κερδίζω (1), νικώ (1) 6. παύω να έχω μια ιδιότητα ή ικανότητα ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: ~ την υπομονή/ψυχραιμία μου (ΑΝΤ. διατηρώ, κρατώ). ~σε την ισορροπία (: ζαλίστηκε)/το χρώμα (= χλόμιασε) του. Έχω ~σει την ησυχία/τον ύπνο μου μ' αυτή την υπόθεση. Μη ~εις την αισιοδοξία/το θάρρος/το κέφι/την πίστη σου!|| Κάτι ~ει την αξία/τη γοητεία/το ενδιαφέρον/το νόημα/τη σημασία του. Έχει ~θεί κάθε ελπίδα/το μέτρο. 7. παύω να διακρίνω: ~θηκε μέσα στη νύχτα.|| Ο ήλιος ~όταν σιγά-σιγά (: έδυε). 8. στερούμαι κάποιον λόγω θανάτου ή απομάκρυνσης, χωρισμού: ~σε τους γονείς της/το μωρό (= απέβαλε). ~θηκαν άδικα τόσες ζωές.|| Φοβάται μην την ~σει (: μην του φύγει).|| Έχει ~σει πολλούς πελάτες. 9. δεν προλαβαίνω· δεν συμμετέχω κάπου: ~σε το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/τρένο. ~σαν την αρχή της παράστασης/προθεσμία.|| Δεν ~ λέξη/συλλαβή απ' όσα λέει. Δεν πρόσεχα κι ~σα τη συνέχεια της ιστορίας. Έχω ~σει δυο επεισόδια της σειράς. Να πας να το δεις οπωσδήποτε! Μην το ~σεις!|| Δεν ~ει γιορτή για γιορτή (: πηγαίνει σε όλες). Τραυματίστηκε κι ~σε την τελευταία αγωνιστική. 10. δεν αξιοποιώ σωστά, κάνω κακή χρήση, σπαταλώ: Άδικα ~εις το σάλιο σου μαζί του, δεν βάζει μυαλό (πβ. ~ τα λόγια μου). Δεν ~σε καιρό, το διέδωσε αμέσως. Πβ. χαραμίζω. Βλ. γλιτώνω. ~σε την τάξη/τη χρονιά του (= έμεινε στην ίδια τάξη). 11. παρουσιάζω απώλεια, διαρροή: Ο τραυματίας έχανε αίμα (= αιμορραγούσε). Το μωρό ~ει βάρος. Ο οργανισμός ~ει (= αποβάλλει. ΑΝΤ. κατακρατεί) νερό από τα ούρα και την εφίδρωση.|| Το μηχάνημα ~ει λάδια. Το λάστιχο ~ει αέρα. 12. (ειρων.-μειωτ.) δεν σκέφτομαι σωστά, είμαι χαζός: Αυτό το παιδί από κάπου ~ει. Καλά, ~εις;χάνει (μτφ.-προφ.) 1. μειονεκτεί, υστερεί: Καλή ομάδα/ταινία, αλλά ~ στις λεπτομέρειες/στα σημεία. Η ποίηση ~ στη μετάφραση. Ο επεξεργαστής/κινητήρας άρχισε να ~ σε απόδοση (: να χαλάει). Είναι φτηνό, ~ βέβαια σε ποιότητα. Συσκευή υψηλών προδιαγραφών που ~ σε εμφάνιση/ομορφιά. ΑΝΤ. κερδίζει (1) 2. λειτουργεί με καθυστέρηση: Το ρολόι ~ (= πάει πίσω) πέντε λεπτά. 3. δεν αναδεικνύεται, ζημιώνεται: Η φωτογραφία θα ~σει πολύ, αν τη σκουρύνεις. ΑΝΤ. κερδίζει (2) ● Παθ.: χάνεται 1. παύει να υπάρχει ή να γίνεται αντιληπτός: Το σήμα ~. Γλώσσες/πολιτισμοί που ~ονται. ~θηκε ο ενθουσιασμός/η μαγεία. ~μένες: αξίες.|| Δεν ~ονται εύκολα τα περιττά κιλά.|| (ΓΡΑΜΜ.) Το τελικό ν ~ (= αποβάλλεται, φεύγει), όταν ...|| ~θηκε (= εξαφανίστηκε) μες στο πλήθος. Το καράβι ~θηκε (: δεν φαινόταν πια) στον ορίζοντα. 2. καταλήγει σε ήττα: ~θηκε το ματς/ο πόλεμος. 3. κυριεύεται: ~θηκε (= έπεσε, υποδουλώθηκε) η Πόλη., χάνομαι 1. αποπροσανατολίζομαι· αγνοείται: ~θηκα στα στενά.|| ~θηκε σκυλάκι χρώματος ... 2. χαραμίζομαι, δεν αξιοποιούμαι κατάλληλα ή σύμφωνα με τις δυνατότητές μου: Πρέπει να αναπληρώσουμε τον χρόνο που ~θηκε.|| ~εται το εξάμηνο λόγω της κατάληψης (= δεν θα γίνει εξεταστική).|| Είναι κρίμα να ~εται τόσο νερό. ΑΝΤ. εξοικονομείται.|| Τέτοιο ταλέντο ~εται σ' αυτή τη δουλειά! Ο καλός δεν ~εται (= αναγνωρίζεται η αξία του). Πβ. πάει χαράμι. 3. παύω να έχω επικοινωνία: Eλπίζω να μην ~θούμε. Και να μη ~όμαστε!|| Έχω ~θεί λόγω δουλειάς. Έχει ~θεί από τον κόσμο/όλους/την παρέα/προσώπου γης (= κανείς δεν τον συναντά). Πού έχεις ~θεί/~θηκες; Πβ. χάνω επαφή, χάνω τα ίχνη. 4. (μτφ.) πελαγοδρομώ· αφαιρούμαι: Δεν βγάζεις άκρη, ~εσαι μέσα στις λεπτομέρειες. Πβ. μπερδεύομαι, πελαγώνω.|| Η μουσική αυτή με κάνει να ~ (= με μαγεύει). Ώρες ώρες ~εται στις σκέψεις του. Έχει ~θεί στον κόσμο του θεάτρου/της τέχνης. Πβ. απορροφώμαι, βυθίζομαι, ξεχνιέμαι. 5. καταστρέφομαι: ~θηκαν όλα, όλα τέλειωσαν. Τίποτε δεν έχει ~θεί.|| Αν μας πιάσουν ~θήκαμε! Πβ. τη βάψαμε, την κάτσαμε.|| Μη φοβάσαι, δεν θα ~θώ, θα τα καταφέρω. 6. λιποθυμώ· πεθαίνω: Λίγο νερό, ~, σβήνω!|| ~θηκε πολύ νέος (= έφυγε, σκοτώθηκε). ● ΦΡ.: ..., γιατί χανόμαστε! (εμφατ.): μετά από προτροπή, για να αιτιολογηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης: Ξυπνάτε/ψηφίστε ~ ~!, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! (υβριστ.): φύγε να μην σε βλέπω, εξαφανίσου: ~ ~, παλιοτόμαρο! Πβ. γκρεμίσου, ξεκουμπίσου, στρίβε, τσακίσου., έχασε τα νερά του: βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας, λόγω αλλαγής περιβάλλοντος ή συνθηκών: Άλλαξε σχολείο κι ~ ~ του το παιδί. Πβ. έξω από τα νερά μου., τα έχασα: σάστισα, δεν ξέρω τι να κάνω: Μόλις την είδα, ~ ~!|| Μην τα ~εις, μείνε ψύχραιμος. Πβ. αποσβολώνομαι, τα 'χω χαμένα., το 'χει χαμένο/το 'χασε τελείως(/εντελώς)/το 'χει χάσει: έχει χάσει τα λογικά του, έχει τρελαθεί. ΣΥΝ. του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα, τρελαίνομαι (1), χάνω επαφή: παύω να επικοινωνώ: Άρχισαν να ακούγονται παράσιτα από τον ασύρματο και χάσαμε ~.|| Κάναμε πολλή παρέα αλλά με τον καιρό χάσαμε ~ (: χαθήκαμε). Πβ. χάνω τα ίχνη (κάποιου).|| (κατ' επέκτ.) Παρακολουθεί σεμινάρια, για να μην ~ει ~ με το αντικείμενο. (μτφ.) Έχει χάσει ~ με τον έξω κόσμο/το περιβάλλον/την πραγματικότητα., χάνω το δίκιο μου: λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζεται το δίκιο κάποιου λόγω κακής συμπεριφοράς του: Όταν θυμώνω, φωνάζω τόσο πολύ που ~ ~., χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου: αναλώνομαι: ~ ~ άδικα/άσκοπα/τζάμπα. ~ ~ μαζί σου. Χάνεις ~ σου με/σε ανώφελες συζητήσεις. Πβ. χρονοτριβώ. Βλ. κερδίζω χρόνο. [< γαλλ. perdre mon temps] , (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν θα χάσει/σιγά μη χάσει η Βενετιά βελόνι βλ. βελόνι, δε(ν) χάθηκε/δε(ν) χάλασε/δε(ν) θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έπαιξα κι έχασα βλ. παίζω, έπεσε από τον θρόνο βλ. θρόνος, έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, έχω χάσει το μέτρημα βλ. μέτρημα, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις βλ. πού, τι είχαμε, τι χάσαμε βλ. έχω, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, χάνει έδαφος βλ. έδαφος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα, χάνει λάδια βλ. λάδι, χάνει στροφές βλ. στροφή, χάνεται στους αιώνες βλ. αιώνας, χάνω επεισόδια βλ. επεισόδιο, χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, χάνω πάσα ιδέα βλ. ιδέα, χάνω τα ίχνη (κάποιου) βλ. ίχνος, χάνω τα λόγια μου βλ. λόγια, χάνω τη(ν) μπάλα/το τόπι βλ. μπάλα, χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου βλ. μυαλό, χάνω το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, χάνω το τρένο βλ. τρένο, χάνω το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, χάνω το(ν) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, χάνω τον έλεγχο βλ. έλεγχος, χάνω τον μπούσουλα βλ. μπούσουλας, χάνω ύψος βλ. ύψος, χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου βλ. χέρι ● βλ. χαμένος [< μεσν. χάνω]

ψάρι

ψάρι ψά-ρι ουσ. (ουδ.) {ψαρ-ιού | -ιών} 1. ΙΧΘΥΟΛ. κάθε σπονδυλωτό ζώο που ζει αποκλειστικά σε υδάτινο περιβάλλον, κινείται με πτερύγια, αναπνέει με βράγχια και το σώμα του καλύπτεται συνήθ. με λέπια: ~ια της θάλασσας/πελαγίσια ~ια (βλ. κολιός, μαγιάτικο). Λιμνίσια/ποταμίσια (= ποταμόψαρα) ~ια ή ~ια του γλυκού νερού (βλ. πέρκα, πέστροφα, χέλι). Αρπακτικά ή επιθετικά (βλ. τούρνα)/ενδημικά/ερμαφρόδιτα (βλ. μένουλα)/μεταναστευτικά (βλ. ξιφίας, τόνος3)/σαρκοφάγα (βλ. χειλού, μυλοκόπι)/τροπικά ~ια (βλ. τέτρα). ~ια του αφρού (= αφρόψαρα)/βυθού (βλ. πατόψαρο). ~ια (του) ενυδρείου (βλ. γλείφτης)/ιχθυοτροφείου. Χοντρό (βλ. συναγρίδα, σφυρίδα)/ψιλό (βλ. αθερίνα, γαύρος, μαρίδα) ~. Η ουρά του ~ιού. Κοπάδι ~ιών (βλ. σπάρος). Αλιεία/εκτροφή ή καλλιέργεια (= ιχθυο-τροφία, -καλλιέργεια· βλ. γόνος) ~ιών. Πβ. ιχθύς.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστό/πλακί/σούπα (= ψαρόσουπα)/τηγανητό/ψητό/ωμό (βλ. σούσι). ~ στα κάρβουνα/στη σχάρα/στον φούρνο. Καθαρίζω ~ια. Λιπαρά/παχιά ~ια (βλ. ρέγγα, σαρδέλα, σκουμπρί, σολομός, τσιπούρα). Διατροφή πλούσια σε ~ια (= ψαροφαγία).|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστά/κατεψυγμένα/παστά/φρέσκα ή νωπά ~ια. Αβγά (βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι)/φιλέτο ~ιού. ~ια και θαλασσινά. Βλ. ιχθυο-, -ψαρο, ψαρο-. 2. (μτφ.-αργκό) αφελής, ευκολόπιστος, που μπορεί εύκολα να εξαπατηθεί: Α, ρε ~, έχαψες το παραμύθι που σου πούλησαν! 3. (μτφ.-αργκό) άπειρος, πρωτάρης· (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. αρχάριος, νέος, στραβάδι. 4. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) πρόσωπο που ανήκει στο ζώδιο των Ιχθύων. ● Υποκ.: ψαράκι (το): στη σημ. 1. Πβ. ιχθύδιο. ● Μεγεθ.: ψάρακας & ψάρακλας (ο): στις σημ. 2, 3., ψαρούκλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλιά-ψαράκι βλ. κεφαλιά ● ΦΡ.: σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό (προφ.): για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε μη οικείο περιβάλλον: Στο πάρτι δεν ήξερα κανέναν, ήμουν ~ ~. Πβ. έξω από τα νερά μου., τι ψάρια θα πιάσουμε (μτφ.-προφ.): ποια θα είναι τα αποτελέσματα, τι θα καταφέρουμε: Για/άντε να δούμε ~ ~!, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό (παροιμ.): ο ισχυρότερος επικρατεί του ασθενέστερου. Πβ. ο νόμος της ζούγκλας., του έψησε/του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη (μτφ.-προφ.): τον ταλαιπώρησε, τον παίδεψε αφάνταστα: Του έψησε ~ ~, μέχρι να δεχτεί. Μου έχεις ψήσει ~ ~ (: δεν σε αντέχω άλλο). Πβ. βγάζω σε κάποιον το λάδι, χορεύω (κάποιον) στο ταψί., τρέμει σαν (το) ψάρι (προφ.) 1. φοβάται πολύ, έχει τρομοκρατηθεί. 2. κρυώνει πολύ., τσίμπησε το ψάρι (μτφ.-προφ.): έπεσε στην παγίδα, κατάφεραν να τον εξαπατήσουν. Πβ. πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< 1: μεσν. ψάρι < αρχ. ὀψάριον ‘προσφάγι’ (συμπεριλαμβανομένου του ψαριού) < αρχ. ὄψον ‘κρέας ψημένο στη φωτιά, προσφάγι (που τρώγεται με ψωμί, όπως το κρεμμύδι), εκλεκτό έδεσμα, όπως το ψάρι (κυρ. στην Αθήνα)’]

ψιλόβροχο

ψιλόβροχο ψι-λό-βρο-χο ουσ. (ουδ.) (προφ.) & (λογοτ.) ψιλοβρόχι: σιγανή, ψιλή βροχή: Έπιασε/έχει/ρίχνει ~. Πβ. ψιχάλισμα. Βλ. νεροποντή.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.