Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νευροεκφυλιστικός , ή, ό νευ-ρο-εκ-φυ-λι-στι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον νευροεκφυλισμό: ~ές: ασθένειες/παθήσεις (βλ. Αλτσχάιμερ, πάρκινσον). [< αγγλ. neurodegenerative, 1907, γαλλ. neurodégénératif, 1990]

Αλτσχάιμερ

Αλτσχάιμερ [Ἀλτσχάιμερ] Ἀλτσ-χά-ι-μερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΙΑΤΡ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: (νόσος του) Αλτσχάιμερ: ΙΑΤΡ. προοδευτική εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου, συνήθ. της προγεροντικής ηλικίας, που χαρακτηρίζεται από διάχυτη ατροφία του εγκεφαλικού φλοιού και καταλήγει σε άνοια. Βλ. αμυλοειδές, γεροντική άνοια, μαλάκυνση (του) εγκεφάλου. [< γερμ. Alzheimer(krankheit), αγγλ. Alzheimer's disease, 1911, γαλλ. alzheimer, 1988, γερμ. ανθρ. Α. Alzheimer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.