Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νευροληπτικός , ή, ό νευ-ρο-λη-πτι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προκαλεί νευρολογικές διαταραχές ή που σχετίζεται με τα νευροληπτικά: ~ή: αγωγή. ~ές: ουσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο: σοβαρή ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση στα αντιψυχωτικά φάρμακα, που χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία, πυρετό, υπόταση ή υπέρταση, ταχυκαρδία, ωχρότητα και εγκεφαλοπάθεια. [< αγγλ. Neuroleptic Malignant Syndrome (NMS)] [< αγγλ. neuroleptic, 1959, γαλλ. neuroleptique, 1955]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.