νευροτοξίνη νευ-ρο-το-ξί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. τοξίνη που προκαλεί βλάβες στον νευρικό ιστό: επικίνδυνη/θανατηφόρα/ισχυρή ~. Η ~ του τετάνου. Η ~ του δηλητηρίου των φιδιών. Βλ. μπότοξ. [< γαλλ. neurotoxine, 1909, αγγλ. neurotoxin, 1902]
μπότοξ
μπότοξ μπό-τοξ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: νευροτοξίνη που χρησιμοποιείται κλινικά σε μικρές ποσότητες και εγχέεται κυρ. στους μυς του προσώπου, με σκοπό την αποτροπή των μυϊκών συσπάσεων και κατ' επέκτ. την εξάλειψη ή εξομάλυνση των ρυτίδων ή άλλων γραμμώσεων· συνεκδ. η αντίστοιχη θεραπεία: ενέσεις ~. ~ κάτω από τα μάτια/στα μάγουλα/στο μέτωπο. Εξαφάνιση γραμμών συνοφρύωσης με ~. Βλ. βιοϋλικά, κολλαγόνο, λίφτινγκ, σιλικόνη, υαλουρονικό οξύ, φίλερ. ● Υποκ.: μποτοξάκι (το) [< αγγλ. εμπορ. ονομασ. Botox, 1991 < Bot(ulinum) + tox(in) ‘βοτουλινική τοξίνη’, ιταλ. ~, 1993, γαλλ. ~, 1998]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.