Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νεόπλουτος , η, ο νε-ό-πλου-τος επίθ. (αρνητ. συνυποδ.): που πλούτισε πρόσφατα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς παιδεία και καλλιέργεια, και επιδεικνύει πολύ προκλητικά την οικονομική του άνεση: ~οι: αστοί/νεοέλληνες.|| (κατ' επέκτ.) ~η: ματαιοδοξία/συμπεριφορά.|| (ως ουσ.) Φαντασμένοι ~οι. Η τάξη των ~ων. Πβ. αρχοντοχωριάτης, χρυσοκάνθαρος. ΑΝΤ. νεόπτωχος [< αρχ. νεόπλουτος, πβ. γαλλ. nouveau riche, αγγλ. ~, γερμ. neureich]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.