Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νηματώδεις νη-μα-τώ-δεις ουσ. (αρσ.) (οι) & νηματώδη (τα): ΖΩΟΛ. τάξη σκουληκιών, πολλά από τα οποία είναι παράσιτα. Βλ. ασκαρίδα. [< μτγν. νηματώδης 'που αποτελείται από νήματα', γαλλ. nématodes, αγγλ. nematodes]

ασκαρίδα

ασκαρίδα [ἀσκαρίδα] α-σκα-ρί-δα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. παράσιτο του λεπτού εντέρου των ανθρώπων και ορισμένων ζώων (επιστ. ονομασ. Ascaris lumbricoides). Βλ. ενδοπαράσιτα, οξύουρος. [< αρχ. ἀσκαρίς, γαλλ. ascaride, αγγλ. ascaris]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.