Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • νιανιά νια-νιά ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.} (προφ.): πολτοποιημένη ή λιωμένη τροφή· κατ' επέκτ. για φαγητό ή γλυκό που δεν πέτυχε. || Οι πατάτες έγιναν ~. Βλ. λαπάς, πολτός, πουρές, χυλός. ● ΦΡ.: κάνω (κάτι) νιανιά (μτφ.-προφ.): εξηγώ ή αναλύω κάτι με λεπτομέρεια και σαφήνεια: Είναι απλό αυτό που σου λέω, δεν χρειάζεται να στο ~ ~. Βλ. μασημένη τροφή. [< λ. ηχομιμητ., νηπιακή]
  • νιάνιαρο νιά-νια-ρο ουσ. (ουδ.) (προφ.-μειωτ.) 1. μικρό παιδί. Βλ. κουτσούβελο, μυξιάρικο. 2. νεαρό ανώριμο άτομο. Πβ. βυζανιάρικο. [< βεν. gnagnara]

κουτσούβελο

κουτσούβελο κου-τσού-βε-λο (προφ.): μωρό ή μικρό παιδί: Μ' ένα ~ στην αγκαλιά. Έχει και δυο ~α να θρέψει. Πβ. πιτσιρίκι. Βλ. μυξιάρικο.

λαπάς

λαπάς λα-πάς ουσ. (αρσ.) {λαπάδες} 1. ΜΑΓΕΙΡ. βρασμένο ρύζι που έχει χυλώσει: ~ με χυμό λεμονιού για τη διάρροια. 2. (μτφ.-προφ., για άνδρα) άνευρος, νωθρός. Πβ. πλαδαρός, φλώρος, χαλβάς. [< τουρκ. lâpa]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.