Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νιτρικός , ή, ό νι-τρι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με το νίτρο: ~ός: άργυρος. ~ή: αµµωνία/ρίζα. ~ό: ασβέστιο/κάλιο (= νίτρο)/νάτριο/οξείδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νιτρικό οξύ: ανόργανη οξυγονούχος ένωση του αζώτου, που αποτελεί ισχυρό οξειδωτικό μέσο. ΣΥΝ. ακουαφόρτε (1) [< μτγν. νιτρικός, γαλλ. nitrique, αγγλ. nitric]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.