Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νιτροποίηση νι-τρο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. χημική διεργασία που συνίσταται στη μετατροπή, χάρη στη δράση μικροοργανισμών, της αμμωνίας σε αζωτούχες ενώσεις (π.χ. νιτρικά άλατα), απαραίτητες για τη διατροφή των φυτών και έμμεσα όλων των ζωντανών οργανισμών: βιολογική ~. Βακτήρια ~ης. Βλ. αζωτοδέσμευση, κύκλος (του) αζώτου, -ποίηση. ΣΥΝ. αζωτοποίηση, νίτρωση ΑΝΤ. απονιτροποίηση [< γαλλ.-αγγλ. nitrification]

αζωτοδέσμευση

αζωτοδέσμευση [ἀζωτοδέσμευση] α-ζω-το-δέ-σμευ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. διαδικασία κατά την οποία το ατμοσφαιρικό άζωτο δεσμεύεται από μικροοργανισμούς του εδάφους: ατμοσφαιρική/βιολογική/φυσική ~. Ένζυμο ~ης. ΣΥΝ. δέσμευση (του) αζώτου [< γαλλ. fixation de l'azote]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.