Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νιτρορύπανση νι-τρο-ρύ-παν-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. ρύπανση εξαιτίας των νιτρικών (αζωτούχων) ουσιών που περιέχονται στα φυτοφάρμακα και στα χημικά λιπάσματα, τα οποία χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες: ~ του εδάφους/των υδάτων. ~ γεωργικής προέλευσης. [παλαιότ. ορθογρ. νιτρορρύπανση]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.