Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νιτρώδης , ης, ες νι-τρώ-δης επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με το άζωτο: ~ες: οξείδιο (βλ. υποξείδιο). ~εις: ουσίες. ~η: αέρια. Πβ. αζωτούχος. Βλ. -ώδης. ● Ουσ.: νιτρώδη (τα): άλατα του νιτρώδους οξέος: Τα ~ χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της στηθάγχης (βλ. νιτρογλυκερίνη). [< γαλλ.-αγγλ. nitrite] ● ΣΥΜΠΛ.: νιτρώδες οξύ: ασταθές, ασθενές οξύ, το οποίο υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση μόνο σε διάλυμα ή με τη μορφή των αλάτων του (νιτρώδες νάτριο και νιτρώδες κάλιο). [< μτγν. νιτρώδης, γαλλ. nitreux, αγγλ. nitrous]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.