νιτρώδης , ης, ες νι-τρώ-δης επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με το άζωτο: ~ες: οξείδιο (βλ. υποξείδιο). ~εις: ουσίες. ~η: αέρια. Πβ. αζωτούχος. Βλ. -ώδης. ● Ουσ.: νιτρώδη (τα): άλατα του νιτρώδους οξέος: Τα ~ χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της στηθάγχης (βλ. νιτρογλυκερίνη). [< γαλλ.-αγγλ. nitrite] ● ΣΥΜΠΛ.: νιτρώδες οξύ: ασταθές, ασθενές οξύ, το οποίο υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση μόνο σε διάλυμα ή με τη μορφή των αλάτων του (νιτρώδες νάτριο και νιτρώδες κάλιο). [< μτγν. νιτρώδης, γαλλ. nitreux, αγγλ. nitrous]
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.