Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νοικοκυρεύω νοι-κο-κυ-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {νοικοκύρ-εψε, -έψει, -εύτηκε, -ευτεί, νοικοκυρεύ-οντας, νοικοκυρ-εμένος} (προφ.) 1. (μτφ.) τακτοποιώ, οργανώνω συνήθ. μια υπηρεσία, μια επιχείρηση, ένα σύνολο ατόμων, κυρ. ως προς τα οικονομικά: ~εψε τα δημοσιονομικά/το κράτος/(για προπονητή:) την ομάδα. Όχι μόνο δεν ~εψαν την εταιρεία, αλλά τη βούλιαξαν σε νέα χρέη. ~εμένος: δήμος. ~εμένη: δουλειά (: που έχει γίνει με ιδιαίτερη επιμέλεια). 2. καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω: ~εψε το δωμάτιο. ~εμένο: σπίτι (ΑΝΤ. ανοικοκύρευτο). ● Παθ.: νοικοκυρεύομαι (λαϊκό): παντρεύομαι, κάνω δική μου οικογένεια, ανοίγω το δικό μου σπίτι: Βρες ένα καλό κορίτσι να ~ευτείς!|| (κυρ. παλαιότ.) ~εμένη: κοπέλα (: από καλή οικογένεια, νοικοκυρά). ● ΦΡ.: νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ζητά ή επιδοκιμάζει την τάξη και την οργάνωση (σε κάποιον χώρο ή στη διευθέτηση μιας υπόθεσης). [< μεσν. νοικοκυρεύω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.