νοικοκυρεύω νοι-κο-κυ-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {νοικοκύρ-εψε, -έψει, -εύτηκε, -ευτεί, νοικοκυρεύ-οντας, νοικοκυρ-εμένος} (προφ.) 1. (μτφ.) τακτοποιώ, οργανώνω συνήθ. μια υπηρεσία, μια επιχείρηση, ένα σύνολο ατόμων, κυρ. ως προς τα οικονομικά: ~εψε τα δημοσιονομικά/το κράτος/(για προπονητή:) την ομάδα. Όχι μόνο δεν ~εψαν την εταιρεία, αλλά τη βούλιαξαν σε νέα χρέη. ~εμένος: δήμος. ~εμένη: δουλειά (: που έχει γίνει με ιδιαίτερη επιμέλεια).2. καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω: ~εψε το δωμάτιο. ~εμένο: σπίτι (ΑΝΤ. ανοικοκύρευτο). ● Παθ.: νοικοκυρεύομαι (λαϊκό): παντρεύομαι, κάνω δική μου οικογένεια, ανοίγω το δικό μου σπίτι: Βρες ένα καλό κορίτσι να ~ευτείς!|| (κυρ. παλαιότ.) ~εμένη: κοπέλα (: από καλή οικογένεια, νοικοκυρά). ● ΦΡ.: νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ζητά ή επιδοκιμάζει την τάξη και την οργάνωση (σε κάποιον χώρο ή στη διευθέτηση μιας υπόθεσης). [< μεσν. νοικοκυρεύω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.