Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νομιμότητα νο-μι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του νόμιμου: έλεγχος/εξασφάλιση της ~ας των διαδικασιών. Αμφισβητήθηκε/παραβιάστηκε η ~ της απόφασης/συναλλαγής. Ενέργειες που κινούνται (μέσα) στα όρια της ~ας και της διαφάνειας. Πβ. κανονικότητα. Βλ. -ότητα. 2. έννομη τάξη, κανόνες δικαίου: δημοκρατική/διεθνής/ευρωπαϊκή ~. Αποκατάσταση/σεβασμός/τήρηση της ~ας. ΑΝΤ. ανομία (1) ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της νομιμότητας: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία η Δημόσια Διοίκηση υπάγεται στους (ευρωπαϊκούς και συνταγματικούς) κανόνες δικαίου, που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία της· επομένως, οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων πρέπει να υπακούουν σε αυτούς: ~ ~ της διοικητικής δράσης. [< μτγν. νομιμότης, γαλλ. légalité]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.