νουκλεϊκός & νουκλεϊνικός , ή, ό νου-κλε-ϊ-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: νουκλεϊκά/νουκλεϊνικά οξέα: μακρομόρια αποθήκευσης και μεταφοράς της γενετικής πληροφορίας, τα οποία αποτελούνται από αλυσίδες νουκλεοτιδίων: Τα ~ ~ διακρίνονται σε δεσοξυριβο(ζο)νουκλεϊκά (= DNA) και ριβονουκλεϊκά οξέα (= RNA)., αζωτούχες βάσεις βλ. αζωτούχος [< αγγλ. nucleic, γαλλ. nucléique]
αζωτούχος
αζωτούχος, ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.