Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ντουλάπα ντου-λά-πα ουσ. (θηλ.) 1. έπιπλο μεγάλων διαστάσεων, συνήθ. ορθογώνιου σχήματος, με μία ή περισσότερες πόρτες και κατάλληλη διαμόρφωση (με συρτάρια, ράφια και κρεμάστρες) για την τοποθέτηση και φύλαξη διαφόρων αντικειμένων, κυρ. ρούχων: διπλή/δίφυλλη/μεταλλική/ξύλινη/πλαστική ~. ~ες ανοιγόμενες ή συρόμενες/εντοιχιζόμενες. Η ~ της κρεβατοκάμαρας. ~ εξωτερικού χώρου. 2. (μτφ.-μειωτ. για πρόσ.) εύσωμος, σωματώδης: Ένας τύπος φαρδύς σαν ~. Πβ. φουσκωτός.|| Είχε γίνει σαν ~ (= πολύ χοντρός). ● Υποκ.: ντουλαπίτσα (η): στη σημ.1.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.