Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


νυχτοβάτης

νυχτοβάτης νυ-χτο-βά-της ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) νυκτοβάτης 1. υπνοβάτης. 2. (μτφ.) πρόσωπο που δρα τη νύχτα: Σε βανδαλισμούς προέβησαν άγνωστοι ~ες. 3. ΖΩΟΛ. {κυρ. στον τ. νυκτοβάτης} είδος νυχτερίδας (επιστ. ονομασ. Nyctalys noctula). [< 1: μεσν. νυκτοβάτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.