Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • νόμισμα νό-μι-σμα ουσ. (ουδ.) {νομίσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μικρό, κυρ. κυκλικό, μεταλλικό αντικείμενο με ανάγλυφες παραστάσεις και στις δύο όψεις του, που χρησιμοποιείται ως μορφή χρήματος, συνήθ. χαμηλής αξίας: γνήσια/κάλπικα/νοθευμένα ~ατα. Κοπή/παραχάραξη ~άτων. Χαρακτηριστικά των σύγχρονων ~άτων (: γράμματα, κορώνα, οδοντωτό άκρο). Πβ. κέρμα. Βλ. ευρω~, κρυπτο-, χαρτο~.|| Αρχαία/βυζαντινά/μεσαιωνικά/ρωμαϊκά ~ατα. Ασημένια/χάλκινα/χρυσά (= φλουριά) ~ατα. 2. ΟΙΚΟΝ. χρήμα το οποίο αναγνωρίζεται από το κράτος ως υποχρεωτικό μέσο διενέργειας συναλλαγών· νομισματική μονάδα: εθνικό/ενιαίο ευρωπαϊκό/ξένο ~. ~ διαπραγμάτευσης. Ανατίμηση/αποδυνάμωση/ισοτιμία/μετατροπή/σταθεροποίηση/υποτίμηση του ~ατος. Έκδοση/κυκλοφορία ~ατος. ● Υποκ.: νομισματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κίβδηλο νόμισμα 1. κάλπικο νόμισμα. 2. (μτφ.) οτιδήποτε πλαστό, ψεύτικο: Η κολακεία αποτελεί ~ ~., τρέχον νόμισμα (μτφ.): για κάτι που είναι γνωστό, δεδομένο: Αποτελεί ~ ~ και θεωρείται αυτονόητο ότι ... [< γαλλ. monnaie courante] , αποθεματικό νόμισμα βλ. αποθεματικός, καλάθι νομισμάτων βλ. καλάθι, πράσινο νόμισμα βλ. πράσινος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα, σκληρό νόμισμα βλ. σκληρός ● ΦΡ.: η μια/η άλλη όψη/πλευρά του νομίσματος: η μία/αντίθετη άποψη για ένα θέμα: Η έλλειψη πόρων είναι η μια ~ ~· η άλλη είναι η γενική κρίση., οι δύο/διαφορετικές όψεις/πλευρές του (ίδιου) νομίσματος: οι συνιστώσες του ίδιου ζητήματος: Ρατσισμός και εθνικισμός αποτελούν τις δύο ~ ~., πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα: ανταποδίδω με τον ίδιο τρόπο την αδικία ή το κακό που μου έκανε κάποιος, εκδικούμαι. Πβ. οφθαλμός/οφθαλμό(ν) αντί οφθαλμού (και οδούς/οδόντα αντί οδόντος)., στρίβω το νόμισμα/το κέρμα βλ. στρίβω [< 1: αρχ. νόμισμα 2: αρχ. ~, γαλλ. monnaie]
  • νομισματική νο-μι-σμα-τι-κή ουσ. (θηλ.) & νομισματολογία: η επιστημονική μελέτη των νομισμάτων και των μεταλλίων, κυρ. από αρχαιολογική, ιστορική σκοπιά: αρχαία/βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Βλ. σιγιλλογραφία. [< γαλλ. numismatique, αγγλ. numismatics, numismatology]
  • νομισματικός , ή, ό νο-μι-σμα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα νομίσματα: (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: ανάλυση/αστάθεια/ενοποίηση (: στην Ευρωπαϊκή Ένωση)/ισορροπία/ισοτιμία/κυκλοφορία/σταθερότητα. ~ό: απόθεμα (: η ποσότητα χρυσού και συναλλάγματος που διατηρείται στην Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας)/καθεστώς. ~ά: θέματα/μέτρα/Οικονομικά/στοιχεία. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις. Οι ~ές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρωζώνη. Βλ. συναλλαγματ-, τραπεζ-, χρηματ-ικός.|| ~ή: συλλογή. ● ΣΥΜΠΛ.: νομισματικά εξισωτικά ποσά: ΟΙΚΟΝ. δασμοί που επιβάλλονται σε εισαγόμενα (αγροτικά) προϊόντα. [< αγγλ. monetary compensatory amounts] , νομισματικά μεγέθη: ΟΙΚΟΝ. βασικές μονάδες μέτρησης του χρήματος σε κυκλοφορία και της ρευστότητας που χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη της οικονομικής ανάπτυξης. [< αγγλ. monetary aggregates, 1946] , νομισματική κρίση: ΟΙΚΟΝ. ύφεση που οφείλεται στην αδυναμία μιας χώρας να εκδώσει νόμισμα, παρά τις ανάγκες της, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συναλλαγματικής αβεβαιότητας., νομισματική μονάδα: ΟΙΚΟΝ. νόμισμα που έχει θεσπιστεί από ένα κράτος ή σύνολο κρατών ως βάση πληρωμών και συναλλαγών (π.χ. γιεν, δηνάριο, δολάριο, ευρώ, λίρα, ρούβλι, στερλίνα, φράγκο): εθνική/κοινή ~ ~., νομισματική πολιτική : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται από την Κεντρική Τράπεζα και την Κυβέρνηση κάθε χώρας και καθορίζουν την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά, το ύψος των επιτοκίων και την αξία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. [< αγγλ. monetary policy, 1936] , νομισματικό σύστημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των κανόνων που καθορίζουν την αξία, έκδοση, κυκλοφορία και μετατρεψιμότητα ενός νομίσματος: διεθνές/εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~., Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βλ. ταμείο, νομισματική ζώνη βλ. ζώνη, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση [< μεσν. νομισματικός 'χρηματικός', γαλλ. monétaire, numismatique]
  • νομισματοκοπείο [νομισματοκοπεῖο] νο-μι-σμα-το-κο-πεί-ο ουσ. (ουδ.) (κ. με κεφαλ. Ν): κρατικό ίδρυμα όπου γίνεται η κοπή κερμάτων και μεταλλίων, καθώς και η εκτύπωση χαρτονομισμάτων και αξιογράφων: εθνικό ~. [< γαλλ. Hôtel de la Monnaie]
  • νομισματοκοπία νο-μι-σμα-το-κο-πί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κοπή νομισμάτων (και εκτύπωση χαρτονομισμάτων).
  • νομισματολογία βλ. νομισματική
  • νομισματολόγος νο-μι-σμα-το-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ειδικός στη νομισματική, συνήθ. αρχαιολόγος. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. numismate, αγγλ. numismatist, numismatologist]
  • νομισματοπιστωτικός , ή, ό νο-μι-σμα-το-πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. χρηματοπιστωτικός.
  • νομισματοποίηση νο-μι-σμα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) ΟΙΚΟΝ. 1. μετατροπή μιας αξίας σε νόμιμο χρήμα: ~ του χρέους (: μείωση του χρέους με την κοπή πληθωριστικού χρήματος). 2. έκδοση χρήματος. Πβ. εκχρηματισμός. [< γαλλ. monétisation, αγγλ. monetization]

αποθεματικός

αποθεματικός, ή, ό [ἀποθεματικός] α-πο-θε-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το απόθεμα: ~ός: λογαριασμός. ~ή: τράπεζα. ~ά: κεφάλαια. ● ΣΥΜΠΛ.: αποθεματικό νόμισμα: το ισχυρό νόμισμα στο οποίο τηρούνται τα συναλλαγματικά αποθέματα των κρατών και των διεθνών χρηματοοικονομικών οργανισμών. [< αγγλ. reserve currency]

ένωση

ένωση [ἕνωση] έ-νω-ση ουσ. (θηλ.) 1. οργανισμός κυρ. συνεργασίας ή ενιαίας διοίκησης προσώπων, κρατών, επιχειρήσεων με κοινά ενδιαφέροντα, συμφέροντα ή κοινούς στόχους: διεθνής/ελληνοαμερικανική/εμπορική (βλ. καρτέλ)/επιστημονική/ζωοφιλική/οικολογική/παγκύπρια/παμμακεδονική/πανελλήνια ~. Διακρατικές/επαγγελματικές/εργατικές (= συνδικάτα)/θρησκευτικές/καταναλωτικές/κλαδικές/συνδικαλιστικές ~ώσεις. (με κεφαλ. Ε) Ελληνική ~ Τραπεζών. Χριστιανική Φοιτητική ~. (παλαιότ.) Σοβιετική ~. ~ μαθηματικών/φιλολόγων Ελλάδας. Βαλκανική ~ φιλίας. ~ αγροτικών συνεταιρισμών/ευρωπαϊκών πανεπιστημίων/συντακτών περιοδικού-ηλεκτρονικού τύπου/φιλάθλων. Εκδηλώσεις/ίδρυση/καταστατικό/η χοροεσπερίδα μιας ~ης. ~ώσεις γονέων και κηδεμόνων. Βλ. κοινοπραξία, λίγκα, όμιλος, ομοσπονδία, σύλλογος, συνδικάτο, συντεχνία, σώμα, σωματείο. 2. ΧΗΜ. {συνηθέστ. στον πληθ.} σύνθετη ουσία που αποτελείται από δύο ή περισσότερα απλά στοιχεία σε ορισμένες αναλογίες: αζωτούχες (βλ. λιπάσματα)/αλογονούχες/ανόργανες/αρωματικές (βλ. βενζόλιο)/ιοντικές (βλ. άλατα, οξείδια και υδροξείδια μετάλλων)/οξυγονούχες (βλ. διοξείδιο του άνθρακα)/πτητικές (βλ. αλκοόλες)/στεροειδείς (βλ. τεστοστερόνη, χοληστερόλη)/σύνθετες/τοξικές/φαινολικές/φθαλικές/φθοριούχες/χημικές ~ώσεις. ~ώσεις άνθρακα/υδραργύρου. Ο μοριακός τύπος μιας ~ης. 3. συναρμογή αντικειμένων, πραγμάτων· το σημείο σύνδεσής τους ή ό,τι χρησιμεύει γι' αυτόν τον σκοπό: ~ αγωγών/καλωδίων. Πβ. ένωμα, συν~. ΑΝΤ. αποσύνδεση.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ δυο ετερώνυμων πόλων ηλεκτρικού κυκλώματος (= βραχυκύκλωμα).|| (ΜΑΘ.) ~ (σύμβ. U) συνόλων (: που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία των επιμέρους συνόλων από τα οποία προέκυψε). 4. σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, μερών, προσώπων, ώστε να αποτελούν (ένα) οργανικό σύνολο: ερωτική ~. Η ~ δύο ανθρώπων με τα ιερά δεσμά του γάμου (ΑΝΤ. διαζύγιο, χωρισμός). (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ των ψυχών. Μυστική/υποστατική ~ του ανθρώπου με τον Θεό. ~ των Εκκλησιών (: για την άρση του Σχίσματος). Πβ. ενοποίηση. 5. συμμαχία, συμπαράταξη, συνεργασία: ~ των κομματικών δυνάμεων/παρατάξεων. Πβ. σύμπραξη, συνασπισμός, συσπείρωση. Βλ. διάσπαση, διαχωρισμός. 6. πολιτική διαδικασία κατά την οποία μία χώρα ή περιοχή ενσωματώνεται ηθελημένα σε ομοεθνές συνήθ. κράτος: (ΙΣΤ.) η ~ των Επτανήσων/της Κρήτης/της Μακεδονίας με την Ελλάδα. Σχέδιο (πολιτικής) ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη ένωση: ΝΟΜ. συμβίωση ζευγαριού εκτός γάμου. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη/μονογονεϊκή/πυρηνική οικογένεια., ένωση κρατών: διακρατική συνεργασία σε διεθνές επίπεδο για την εξυπηρέτηση κοινών συμφερόντων: οικονομική/πολιτική ~ ~. Βλ. ΝΑΤΟ., Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. διαδικασία που αποβλέπει στην εναρμόνιση των οικονομικών και νομισματικών πολιτικών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο την εφαρμογή ενιαίου νομίσματος, του ευρώ ή η ζώνη ενιαίου νομίσματος στο εσωτερικό της αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία πρόσωπα, αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια κυκλοφορούν ελεύθερα. Βλ. ECOFIN, EFC, ΕΚΤ, ΕΣΚΤ, ομάδα του ευρώ. [< αγγλ. Economic and Monetary Union (EMU), 1989] , τελωνειακή ένωση: ΟΙΚΟΝ. σύμβαση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες χώρες (κυρ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων μεταξύ τους και καθιερώνει κοινό δασμολόγιο απέναντι στις χώρες που δεν περιλαμβάνονται σε αυτή: φορολογία και ~ ~. Πρωτόκολλο/συμφωνία ~ής ~ης. ~ές ~ώσεις και οικονομίες κλίμακας. [< γαλλ. union douanière ] , ακόρεστη ένωση βλ. ακόρεστος, ετεροκυκλικές ενώσεις βλ. ετεροκυκλικός, Ευρωπαϊκή Ένωση βλ. ευρωπαϊκός, κυκλική ένωση βλ. κυκλικός, οργανικές ενώσεις βλ. οργανικός, πτητική οργανική ένωση βλ. πτητικός ● ΦΡ.: η ισχύς εν τη ενώσει βλ. ισχύς [< 1,4,5,6: γαλλ. union 2: γερμ. Verdinbung 3: αρχ. ἕνωσις]

ζώνη

ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

καλάθι

καλάθι κα-λά-θι ουσ. (ουδ.) {καλαθ-ιού} 1. δοχείο συνήθ. πλεκτό με ή χωρίς λαβές, για την τοποθέτηση ή μεταφορά αντικειμένων· συνεκδ. το περιεχόμενό του και κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: μεταλλικό/πλαστικό/συρμάτινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. ~ από καλάμια/λυγαριά. ~ απλύτων/αποθήκευσης/δώρων/μπάνιου/ξύλων/τροφίμων. ~ για παιχνίδια/ψώνια. ~ του πικ νικ/σούπερ-μάρκετ. ~ με λουλούδια/ποτά/φρούτα (= πανέρι). Πβ. ζεμπίλι, κάνιστρο, κοφίνι.|| ~ σκουπιδιών (= σκουπιδοτενεκές). Ρίχνω κάτι στο ~ των απορριμμάτων. Βλ. κάδος.|| Ένα ~ μήλα (= μια καλαθιά).|| Αλιευτικό ~ (πβ. κιούρτος). Το ~ του αερόστατου (πβ. λέμβος)/του ποδηλάτου. Μοτοσικλέτα με (πλευρικό) ~. 2. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) μεταλλικό στεφάνι με κρεμασμένο διχτάκι, ανοιχτό στο κάτω μέρος του, όπου καταλήγει η μπάλα μετά από εύστοχη προσπάθεια· συνεκδ. επιτυχημένη βολή: το αντίπαλο ~. Βλ. μπασκέτα, τέρμα.|| Νικητήριο ~. ~ και φάουλ. Μέτρησε το/μπήκε ~. Έβαλε/πέτυχε (το) ~. Έχασε το ~. Βλ. αυτο~, γκολ, σουτ.|| Τους έβαλαν στα ~ια (= τους κατατρόπωσαν). ● Υποκ.: καλαθάκι (το): στη σημ. 1: ~ με ψωμί (: στο τραπέζι). ~ Λήμνου (: παραδοσιακό λευκό τυρί. Βλ. ΠΟΠ). ● Μεγεθ.: καλάθα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. Βλ. καλαθούνα., καλαθάρα (η) (προφ.): στη σημ. 1 κ. (επιτατ.) στη σημ. 2. Βλ. γκολάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλάθι αγορών & αγοράς: ΔΙΑΔΙΚΤ. (σε ιστοσελίδα) εικονίδιο που ενεργοποιεί μια λίστα παραγγελίας για αγορές μέσω ίντερνετ: άδειο/ηλεκτρονικό ~ ~. Προβολή ~ιού ~. Προσθήκη στο ~ ~. [< αγγλ. shopping basket/cart] , καλάθι νομισμάτων: ΟΙΚΟΝ. ομάδα νομισμάτων που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος. [< αγγλ. basket of currencies, 1974, currency basket] ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων & (λόγ.) στον κάλαθο των αχρήστων: για κάτι στο οποίο δεν δίνεται μεγάλη σημασία ή απορρίπτεται, επειδή θεωρείται ανάξιο λόγου· για αντικείμενο από το οποίο απαλλάσσεται κάποιος, επειδή δεν λειτουργεί καλά ή έχει παλιώσει: (μτφ.) Πέταξαν τόσες ώρες δουλειάς ~ ~! Η πρόταση κατέληξε ~ ~.|| Το βλέπω να πηγαίνει ~ ~ (π.χ. το κινητό)., βλέπει το καλάθι σαν βαρέλι (προφ.): για παίκτη του μπάσκετ που έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευστοχίας., τι καλά, ... καλάθια! (ειρων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης· αντί για την απάντηση "καλά" σε σχετική ερώτηση: -Πώς είσαι/πήγε, καλά; -~ ~., το καλάθι της νοικοκυράς: τα καταναλωτικά αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού και χρησιμεύουν για τον υπολογισμό του κόστους ζωής: ακριβό το ~ ~. Αδειάζει το ~ ~. Βλ. Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, πληθωρισμός. [< γαλλ. le panier de la ménagère] , έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι βλ. αβγό & αυγό, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι [< 1: μεσν. καλάθι 2: αγγλ. basket]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

νομισματική

νομισματική νο-μι-σμα-τι-κή ουσ. (θηλ.) & νομισματολογία: η επιστημονική μελέτη των νομισμάτων και των μεταλλίων, κυρ. από αρχαιολογική, ιστορική σκοπιά: αρχαία/βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Βλ. σιγιλλογραφία. [< γαλλ. numismatique, αγγλ. numismatics, numismatology]

πράσινος

πράσινος, η, ο πρά-σι-νος επίθ. 1. που έχει το χρώμα των χόρτων, των φυτών που έχουν χλωροφύλλη: ~ος: βάτραχος/μαρκαδόρος/φράχτης/χλοοτάπητας. ~η: πιπεριά (βλ. κόκκινη)/σάλτσα (= πέστο)/στολή. ~ο: γρασίδι/λάχανο/φόρεμα. ~οι: βλαστοί. ~ες: ελιές/ταλιατέλες. ~α: λαχανικά/μάτια (βλ. πρασινομάτης)/σπαράγγια/φασόλια (= φασολάκια· βλ. ξερά)/φύλλα. ~α φυτά εσωτερικού χώρου. ~α: νερά (θάλασσας). Το σμαράγδι είναι ένας πολύτιμος ~ λίθος. Το ~ο χρώμα συμβολίζει τη ζωή και την ελπίδα.|| ~ος: αριθμός (= υπηρεσία τηλεφωνίας χωρίς χρέωση).|| (χιουμορ.) ~α: ανθρωπάκια (= οι εξωγήινοι).|| ~ος: χρυσός (: συνήθ. το ελαιόλαδο). Βλ. βαθυ~, σταχτο~, φαιο~, χαλκο~, χρυσο~. 2. που σχετίζεται με την οικολογία, που είναι φιλικός προς το περιβάλλον: ~ος: δακτύλιος/δήμος/πλανήτης/τουρισμός (βλ. οικοτουρισμός). ~η: ανάπτυξη/επιχειρηματικότητα/κατανάλωση/οικονομία/παραγωγή/πόλη/πολιτική/τεχνολογία. ~ο: κίνημα/κόμμα/μάρκετινγκ/μέλλον/πανεπιστήμιο/σήμα ανακύκλωσης. ~ες: επενδύσεις/ιδέες/λύσεις/μεταφορές/πρωτοβουλίες/σημαίες (: απονέμονται σε ξενοδοχεία που λαμβάνουν μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος). ~α: αυτοκίνητα/λεωφορεία (= που κινούνται με φυσικό αέριο)/καύσιμα (βλ. βιοκαύσιμα)/κτίρια/προϊόντα/τέλη κυκλοφορίας. ~α: μέτρα. ~ οδηγός για τα τρόφιμα. Στρατηγικές και κίνητρα για μετάβαση προς την ~η ενέργεια (πβ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας). Πβ. καθαρός. 3. που έχει ή καλύπτεται από πυκνή και πλούσια βλάστηση: ~ος: κήπος/λόφος. ~η: έκταση/κοιλάδα. ~ο: λιβάδι/νησί/τοπίο.|| (κατ' επέκτ.) ~ος: παράδεισος. ~η: στέγη/ταράτσα (= ταρατσόκηπος). ~ες: διαδρομές. Πβ. κατα~. 4. (κυρ. για φρούτα και λαχανικά) που δεν είναι ώριμος: ~ο: μήλο (= ξινόμηλο). ~ες: ντομάτες. ΣΥΝ. άγουρος.|| ~ος: καφές (ΑΝΤ. καβουρδισμένος). ~ο: πιπέρι (: από ανώριμους καρπούς). ● Ουσ.: πράσινο (το) 1. το δευτερεύον χρώμα που προκύπτει από την ανάμειξη μπλε και κίτρινου: ανοιχτό/απαλό/βαθύ/έντονο/ζωηρό/σκούρο ~. Γκρι-/μπλε-~. ~ κυπαρισσί/λαδί/λαχανί. Το ~ του αμυγδάλου/της ελιάς. Είναι ντυμένη στα ~α (ενν. ρούχα). 2. η βλάστηση, τα φυτά, τα δέντρα: (περι)αστικό ~. ~ και ποιότητα ζωής. Έργα/ζώνη/όαση/πάρκο/πνεύμονας/χώρος ~ίνου. Θέρετρο/σπίτι πνιγμένο στο ~. Συντήρηση του ~ου της πόλης. Μην πατάτε το ~. 3. ο φωτεινός σηματοδότης που επιτρέπει την κίνηση οχημάτων ή τη διέλευση πεζών: Περίμενε ν' ανάψει ~, για να περάσεις. Πβ. Γρηγόρης. ΑΝΤ. κόκκινο (2) ● Υποκ.: πρασινάκι (το), πρασινούλης , α, ικο, πρασινούλικος , η, ο, πρασινούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: Πράσινη Εβδομάδα: η μεγαλύτερη ετήσια διάσκεψη, που διοργανώνεται με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύριο σκοπό την ανάδειξη των κλιματολογικών αλλαγών και τις συνέπειές τους στα τοπικά οικοσυστήματα. [< αγγλ. Green Week] , πράσινη ισοτιμία: ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός προσαρμογής των συναλλαγματικών ισοτιμιών για τη διευκόλυνση της εμπορίας αγροτικών προϊόντων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης., πράσινη τιμή: εκπτωτική τιμή προϊόντος., πράσινη χημεία: ΧΗΜ. χρησιμοποίηση ενός συνόλου αρχών, με στόχο να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η χρήση ή η δημιουργία επικίνδυνων ουσιών στις διεργασίες σχεδιασμού, παραγωγής και εφαρμογής των χημικών προϊόντων. [< αγγλ. green chemistry] , πράσινο κύμα (μτφ.) 1. ελεύθερη διέλευση οχημάτων από τους φωτεινούς σηματοδότες, χωρίς να ανακόπτεται η πορεία τους από το κόκκινο: Εφαρμόστηκε/λειτουργεί/τέθηκε σε ισχύ το ~ ~. 2. το οικολογικό κίνημα ως τάση. [< αγγλ. green wave] , πράσινο & (σπανιότ.) οικολογικό μάρκετινγκ: μάρκετινγκ φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων και υπηρεσιών. [< αγγλ. green marketing], πράσινο νόμισμα: δολάριο. [< αγγλ. green currency] , πράσινο πιστοποιητικό 1. έγγραφο που κατοχυρώνει τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την επαγγελματική επάρκεια όσων ασχολούνται με αγροτικά επαγγέλματα. 2. έγγραφο που πιστοποιεί ότι ένα συγκεκριμένο ποσό ηλεκτρικής ενέργειας προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές. [< αγγλ. green certificate] , οικολογικός/περιβαλλοντικός/πράσινος φόρος βλ. φόρος, Πράσινη Βίβλος/Πράσινο Βιβλίο βλ. βίβλος, πράσινη γραμμή βλ. γραμμή, πράσινη επανάσταση βλ. επανάσταση, πράσινη ζώνη βλ. ζώνη, πράσινη κάρτα βλ. κάρτα, πράσινη σαλάτα βλ. σαλάτα, πράσινη τσόχα βλ. τσόχα, πράσινο δάνειο βλ. δάνειο, πράσινο κουτί βλ. κουτί, πράσινο τσάι βλ. τσάι, πράσινο φως βλ. φως, τα πράσινα μπερέ/οι πράσινοι μπερέδες βλ. μπερές & μπερέ ● ΦΡ.: πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος διακατέχεται από έντονα αρνητικά συναισθήματα: Έγινε ~ ~., και πράσιν(α) άλογα βλ. άλογο, ούτε ένα πράσινο φύλλο βλ. φύλλο [< αρχ. πράσινος ‘που έχει το χρώμα του πράσου’, γαλλ. vert, αγγλ. green]

ρήτρα

ρήτρα [ῥήτρα] ρή-τρα ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. όρος σύμβασης: απαλλακτική (= ~ απαλλαγής)/ασφαλιστήρια/γενική/διαιτητική/ειδική/κοινωνική/συμβατική/συμπληρωματική/τιμαριθμική/υποχρεωτική ~. ~ αγοράς/αναπροσαρμογής/αποδέσμευσης/αποζημίωσης/διαιτησίας/διαφάνειας/εμπιστευτικότητας/επιφύλαξης/παραίτησης/συμβολαίου. Άρση/εφαρμογή/κατάργηση/ισχύς/χρήση ~ας. ~ες συλλογικής δράσης. || ~ διαφυγής (από το σύμφωνο σταθερότητας). Πβ. διάταξη.|| (προφ., για φοιτητή) Έβαλα ~ 9, γιατί θέλω να πάρω πτυχίο με άριστα (: να επανεξεταστώ, αν βαθμολογηθώ κάτω από 9). ● ΣΥΜΠΛ.: ποινική ρήτρα: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δεσμεύεται να καταβάλει στον δανειστή κάποια παροχή, συνήθ. χρηματική., ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου: ΟΙΚΟΝ. όρος οικονομικής συναλλαγής με βάση τον οποίο η αντιστοιχία του εθνικού νομίσματος γίνεται προς το αναφερόμενο συνάλλαγμα ή νόμισμα, τον χρυσό ή τον τιμάριθμο., ρήτρα εξαίρεσης βλ. εξαίρεση ● ΦΡ.: ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. (στην Ευρωπαϊκή Νομοθεσία) υποχρέωση παροχής βοήθειας από όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτος-μέλος που δέχεται ένοπλη ή τροµοκρατική επίθεση ή πλήττεται από φυσική καταστροφή., ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) σύμφωνα με την οποία ένα κράτος δεσμεύεται για ευνοϊκότερη μεταχείριση κράτους με το οποίο έχει συνάψει εμπορική συνθήκη, σε σχέση με τρίτο. [< γαλλ. clause de la nation la plus favorisée] [< αρχ. ῥήτρα ‘συμφωνία, διάταγμα, λόγος’, γαλλ. clause]

σιγιλλογραφία

σιγιλλογραφία σι-γιλ-λο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) & σιγιλογραφία: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τα σιγίλλια: νομισματική και ~. Βλ. -γραφία. ΣΥΝ. σφραγιδογραφία [< γαλλ. sigillographie, αγγλ. sigillography]

σκληρός

σκληρός, ή, ό σκλη-ρός επίθ. 1. που αλλάζει δύσκολα σχήμα· που δεν υποχωρεί εύκολα σε εξωτερική πίεση ή βάρος: ~ή: επένδυση/επιφάνεια/ξυλεία/οροφή. ~ό: έδαφος/κέλυφος/μέταλλο/όστρακο/υλικό.|| (συγκριτικά με κάτι άλλο πιο μαλακό) ~ή: βούρτσα/μπότα/φέτα. ~ό: ελατήριο/εξώφυλλο/κάλυμμα/κολάρο/κρέας/κρεβάτι/μαξιλάρι/χαρτί/ψωμί. ~οί: φακοί επαφής. Βλ. ημίσκληρος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ό: αλεύρι (: από ~ό σιτάρι). ΑΝΤ. μαλακός (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευαισθησίας, ανάλγητος, αυστηρός, αμείλικτος: ~ός: εργοδότης/ηγεμόνας/προϊστάμενος/τιμωρός/τύραννος. ~ή: καρδιά (= από πέτρα)/κοινωνία. Πβ. άκαρδος, άπονος, σκληρόκαρδος.|| ~ός: κριτής/νόμος/όρος. ~ή: διαταγή/επιτήρηση/καταστολή/μεταχείριση. ~ό: βλέμμα/ύφος. Απαντά σε ~ούς τόνους στους επικριτές του. Είναι ~ απέναντι στον/με τον εαυτό του. ~οί στις κρίσεις τους. ΑΝΤ. επιεικής 3. (μτφ.) έντονος, οξύς, δριμύς, σφοδρός: ~ός: ήχος/φωτισμός/χειμώνας (= βαρύς). ~ή: γεύση/μουσική. ~ό: κλίμα/χρώμα. ~ές: γραμμές. ~ά: χαρακτηριστικά προσώπου (= αδρά).|| ~ός: ανταγωνισμός. ~ή: αναμέτρηση/αντιπαράθεση/αντιπολίτευση/απάντηση/γλώσσα/δήλωση/δράση/επίθεση/κριτική/πολεμική/σάτιρα (πβ. καυστική). ~ό: ανακοινωθέν. ~ά: λόγια.|| (ειδικότ.) ~ό: ποτό (: με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ). ~ά: απορρυπαντικά/σαμπουάν/σαπούνια. ΑΝΤ. μαλακός (3) 4. (μτφ.) δυσβάσταχτος, οδυνηρός: ~ή: δοκιμασία/εποχή/ζωή/λιτότητα/ποινή. ~ό: καθήκον. ~οί: φόροι. ~ές: κυρώσεις/συνθήκες (διαβίωσης). ~ά: μέτρα. Πβ. απάνθρωπος, επαχθής.|| ~ός: πόλεμος (: αιματηρός)/χωρισμός. ~ή: αλήθεια/πραγματικότητα. Του έδωσε ένα ~ό μάθημα. Είναι ~ό να ... Πβ. επώδυνος. 5. (μτφ.) δυναμικός, άφοβος, ανθεκτικός και κατ' επέκτ. άκαμπτος, ανυποχώρητος: ~ός: χαρακτήρας. Άντρες ~οί, μαθημένοι στις κακουχίες. (ως ουσ.) Κάνουν τους ~ούς. Πβ. σκληραγωγημένος.|| (ειδικότ. στον ΑΘΛ.) ~ό: μαρκάρισμα/φάουλ. Πβ. βίαιος, δυνατός.|| ~ός: αντίπαλος/διαπραγματευτής/συνομιλητής. ~ή: αντίσταση/στάση. ~ές: διαπραγματεύσεις. ~οί στις διεκδικήσεις τους. Πβ. αδιάλλακτος. 6. (μτφ.) επίπονος, κοπιώδης, απαιτητικός: ~ός: αγώνας. ~ή: άσκηση/βιοπάλη/δίαιτα (= αυστηρή)/δουλειά/εκπαίδευση/νηστεία/προετοιμασία/προπόνηση/προσπάθεια. ~ό: πρόγραμμα/ωράριο. ΣΥΝ. κοπιαστικός ΑΝΤ. εύκολος (1) 7. που είναι άγριος και δυσάρεστος στην αφή: ~ό: δέρμα/τρίχωμα/ύφασμα. ~ά: μαλλιά. Πβ. τραχύς. ΑΝΤ. απαλός (1) 8. (μτφ.) (για την πορνογραφία) που προβάλλει με λεπτομέρεια σεξουαλικές πράξεις: ~ή: τσόντα. ~ό: πορνό. ΑΝΤ. μαλακός.|| ~ό: σεξ (= άγριο, έντονο). ● Υποκ.: σκληρούτσικος , η, ο ● επίρρ.: σκληρά ● ΣΥΜΠΛ.: σκληρά ναρκωτικά & βαριά ναρκωτικά: που προκαλούν μεγάλη εξάρτηση και είναι περισσότερο επικίνδυνα για την υγεία σε σχέση με τα μαλακά. Βλ. ηρωίνη, κοκαΐνη. [< αγγλ. hard drugs, 1967] , σκληρό αντράκι (συνήθ. ειρων.): για άντρα που παριστάνει τον δυναμικό, θαρραλέο: Μας το παίζει ~ ~., σκληρό νερό: με υψηλά επίπεδα ασβεστίου και μαγνησίου. ΑΝΤ. μαλακό νερό [< αγγλ. hard water] , σκληρό νόμισμα: ΟΙΚΟΝ. ισχυρό νόμισμα που παρουσιάζει σταθερότητα και ανοδικές τάσεις: έλλειμμα/συναλλαγές σε ~ ~. [< αγγλ. hard currency] , σκληρό πόκερ/παζάρι (μτφ.): διαπραγματεύσεις που χαρακτηρίζονται από αδιάλλακτη στάση: ~ ~ για αυξήσεις στους μισθούς των υπαλλήλων., σκληρός πυρήνας 1. κυρίαρχο τμήμα ενός συνόλου κυρ. ανθρώπων που δείχνει τη μεγαλύτερη προσήλωση στις αρχές που χαρακτηρίζουν το σύνολο: ο ~ ~ των διαδηλωτών/του κόμματος/του κράτους. 2. (κατ' επέκτ.) το βασικό μέρος, η ουσία: ο ~ ~ του προβλήματος. [< αγγλ. hard core, 1936] , σκληρή γραμμή βλ. γραμμή, σκληρό καρύδι βλ. καρύδι, σκληρό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, σκληρό τυρί βλ. τυρί, σκληρό/χαρντ ροκ βλ. ροκ, σκληρός δίσκος βλ. δίσκος ● ΦΡ.: (δεινόν/σκληρόν) προς κέντρα λακτίζειν βλ. λακτίζω [< αρχ. σκληρός, αγγλ. hard]

στρίβω

στρίβω στρί-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστρι-ψα, στρί-φτηκε, στριμμένος, στρίβ-οντας} 1. αλλάζω ο ίδιος κατεύθυνση ή κάνω κάτι, συνήθ. όχημα, να αλλάξει κατεύθυνση: (Το αυτοκίνητο/ο οδηγός) ~ψε απότομα/για το λιμάνι/σε λάθος διασταύρωση/στη γωνία/χωρίς φλας. Ο δρόμος/το μονοπάτι ~ει δυτικά. Στο πρώτο στενό θα ~ψετε αριστερά. (προφ.) Εγώ ~ εδώ, λοιπόν, τα λέμε!|| ~ψε (= γύρισε) το κεφάλι της στο πλάι. 2. περιστρέφω: ~ το καπάκι (βλ. (ξε)βιδώνω)/το κλειδί (βλ. (ξε)κλειδώνω)/το τιμόνι. Με κοιτούσε ~οντας το μουστάκι. Το νήμα ~εται (: τυλίγεται) με ειδικό μηχάνημα.|| Η μπάλα ~ψε στον αέρα. ΣΥΝ. στρέφω (1) 3. (προφ.) φεύγω, συνήθ. βιαστικά και χωρίς να με αντιληφθούν: Όταν ακούει για δουλειά, ~ει (ΣΥΝ. το ~ει). (απειλητ.) Στρίβε από 'δω (= δίνε του, εξαφανίσου, πάρε δρόμο, τσακίσου, χάσου)! ● ΦΡ.: στρίβω το νόμισμα/το κέρμα: ρίχνω κορόνα ή γράμματα: Ο διαιτητής ~ψε ~ (πριν την έναρξη του αγώνα). Βλ. στρίψιμο., στρίβω τσιγάρο: φτιάχνω τσιγάρο, τυλίγοντας καπνό σε τσιγαρόχαρτο: Ήπιε μερικές γουλιές καφέ κι ~ψε ένα ~. Βλ. στριφτό., τα στρίβω (μτφ.-προφ.): αναιρώ παλαιότερες δηλώσεις ή υποσχέσεις μου: Στην αρχή έλεγε πως μ΄ αγαπούσε, τώρα όμως μου τα ~ει. Πβ. αλλάζει τα λόγια του, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω., στρίβειν δια του αρραβώνος βλ. αρραβώνας, στρίβω αλά γαλλικά βλ. α λα & αλά, στρίβω το λαρύγγι (κάποιου) βλ. λαρύγγι, του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα βλ. βίδα ● βλ. στριμμένος [< μεσν. στρίβω < αρχ. στρέφω]

ταμείο

ταμείο [ταμεῖο] τα-μεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μεταλλικό συνήθ. κουτί ή συρτάρι στο οποίο φυλάσσονται οι εισπράξεις· συνεκδ. συγκεντρωμένα χρήματα, έσοδα: Κλειδώνω το ~. Βρήκε το ~ ανοιχτό και τα λεφτά είχαν κάνει φτερά.|| (μτφ.) Άδειασαν/γέμισαν τα ~α.|| Κοινό/οικογενειακό ~. Βιβλίο/διαχείριση/έλλειμμα/πλεόνασμα/υπόλοιπο ~ου. Κρατώ το ~ του συλλόγου. Έβαλε χέρι στο ~ της εταιρείας (: έκανε κατάχρηση, υπεξαίρεση). 2. γραφείο, θυρίδα συναλλαγών: κεντρικό ~. ~ καταστήματος/τράπεζας (πβ. γκισέ). Υπεύθυνος ~ου (βλ. ταμίας). Περάστε στο πρώτο ~ παρακαλώ. Εισιτήρια προπωλούνται στο ~ του θεάτρου (πβ. εκδοτήριο). Λειτουργούν δύο ~α. Τεράστιες ουρές στα ~α.|| (σε κατάστημα) Το ~ του σούπερ μάρκετ. Κάθεται στο ~. 3. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) υπηρεσία, φορέας που διαχειρίζεται χρηματικά ποσά: ίδρυση/σύσταση ~ου. Το καταστατικό του ~ου. Αύξηση/διαρροή των πόρων του ~ου. Το Δημόσιο ~. Περιφερειακό ~ Ανάπτυξης. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό ~ (ακρ. ΕΚΤ). Ενοριακό Φιλόπτωχο ~. ~ διαχείρισης κρίσεων/εγγυήσεων. Eπενδυτικά ~α. Βλ. κορβανάς.|| Παγκόσμιο ~ για τη Φύση (βλ. μη κυβερνητική οργάνωση). || Πράσινο ~. 4. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) οργανισμός ασφάλισης των εργαζομένων: επικουρικό/κύριο ~. Aσφαλιστικά/επαγγελματικά/ευγενή/συνταξιοδοτικά ~α. ~ Αλληλοβοηθείας/ανεργίας/Περιθάλψεως/Πρόνοιας/Υγείας. Τα αποθεματικά/οι ασφαλισμένοι/η διοίκηση/οι εισφορές του ~ου. Εξυγίανση/κρατήσεις υπέρ/οι οφειλέτες/τα χρέη των ~ων. Συγχωνεύσεις ~ων. O γιατρός είναι συμβεβλημένος με όλα τα ~α. 5. (μτφ.) έκδοση, βιβλιοθήκη που αποθησαυρίζει πληροφορίες: ~ γνώσεων. Βλ. τράπεζα. ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια ταμεία (μτφ.): οικονομική στενότητα, έλλειψη ρευστού: τα ~ ~ του κράτους/του οργανισμού. Η νέα διοίκηση βρήκε/παρέλαβε ~ ~., Διαρθρωτικά Ταμεία: ΟΙΚΟΝ. κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προγραμμάτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επιλέξιμες περιοχές. Βλ. Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης., Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ακρ. ΔΝΤ): ΟΙΚΟΝ. οργανισμός αρμόδιος για τη διαχείριση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, την επόπτευση της νομισματικής πολιτικής κάθε χώρας ενταγμένης σε αυτό και την παροχή δανείων προς τα κράτη-μέλη του για την αντιμετώπιση προβλημάτων σχετικών με το ισοζύγιο πληρωμών. [< αγγλ. International Monetary Fund, 1944] , μαύρα ταμεία: παράνομα κεφάλαια: τα ~ ~ της εταιρείας. Πβ. βρόμικο/μαύρο χρήμα. Βλ. μίζα, προμήθεια. [< γαλλ. caisses noires] , Ταμείο Αρωγής: ΟΙΚΟΝ. επικουρικό ταμείο οικονομικής ενίσχυσης: ~ ~ φοιτητών (: κυρ. για κάλυψη έκτακτων αναγκών).|| ~ ~ πυρόπληκτων., Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ακρ. ΤΠΔ): ΟΙΚΟΝ. αυτόνομος χρηματοπιστωτικός οργανισμός (ΝΠΔΔ., ιδρύθηκε το 1919 και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών), με αποστολή την αποκλειστική φύλαξη και διαχείριση παρακαταθηκών και τη χορήγηση δανείων: στεγαστικό δάνειο από το ~ ~., Ταμείο Συνοχής: ΟΙΚΟΝ. κοινοτικό μέσο χρηματοδότησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει ως στόχο να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική σύγκλιση των χωρών της., Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας: ΟΙΚΟΝ. νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος: Ελληνικό/Ευρωπαϊκό ~ ~. [< αγγλ. Financial Stability Fund] , Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός, Μετοχικό Ταμείο βλ. μετοχικός ● ΦΡ.: κάνω ταμείο (προφ.) 1. & κλείνω ταμείο: (για έμπορο, επιχείρηση) λογαριάζω τις εισπράξεις και τις πληρωμές της ημέρας μετά το πέρας των συναλλαγών: (συνήθ. για καθαρό κέρδος) Tι ~ έκανες σήμερα; 2. (μτφ.) κάνω απολογισμό: ~ ~ για τα χρόνια που πέρασαν. [< γαλλ. faire sa caisse] , μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται (κυρ. μτφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι τα σφάλματα πρέπει να διορθώνονται την ίδια στιγμή, πριν είναι πια αργά., πήγε ταμείο (αργκό) 1. (στο Στοίχημα) για κέρδη από επιτυχημένη πρόβλεψη. ΑΝΤ. πήγε στον κουβά 2. αποκόμισε κέρδη: Παρά την οικονομική κρίση, η εταιρεία ~ ~., σπάει (τα) ταμεία (μτφ.-εμφατ.): σημειώνει πολύ μεγάλη εμπορική, εισπρακτική επιτυχία: (συνήθ. για θεάματα) Η παράσταση/ταινία ~ ~.|| Προϊόν/προσφορά που ~ ~., το ταμείο(ν) είναι μείον: δεν υπάρχει απόθεμα, δεν φτάνουν τα χρήματα: Δεν έχουμε περιθώρια για πολυτέλειες, ~ ~. Βλ. έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου. [< μτγν. ταμεῖον, αγγλ. cash, fund, γαλλ. caisse, fonds 5: νεολατ. thesaurus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.