Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • νόμος νό-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Ν ή συντομ. ν. ή Ν.) θεσμοθετημένος κανόνας δικαίου, ο οποίος στηρίζεται στο Σύνταγμα μιας χώρας (ή ένωσης κρατών), ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος (ή την ένωση), με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του (της), και ψηφίζεται από το κοινοβούλιο (στο δημοκρατικό πολίτευμα): αντισυνταγματικός/αυστηρός/ελαστικός/σκληρός ~. Ειδικός/ιδρυτικός/κυρωτικός/τροποποιητικός/φορολογικός ~. Ο ~ περί πνευματικής ιδιοκτησίας. (προφ.) Δήλωση του Νόμου 105 (= υπεύθυνη δήλωση). Άρθρο/ασάφειες/ερμηνεία/κενά/παράγραφος του ~ου. Αναθεώρηση/αναστολή/κατάργηση ενός ~ου. Εκτός/εντός των πλαισίων του ~ου. Αντίθετα/σύμφωνα με τον ~ο. Διεθνείς/εθνικοί/κοινοτικοί ~οι. Συλλογή ~ων (= κώδικας). Ο (ισχύων/παρών) ~ απαγορεύει/επιτρέπει ... Κάτι απορρέει από τον ~ο/υπόκειται στις διατάξεις του ~ου. Όπως ορίζεται/προβλέπεται από τον ~ο, ... Γνωρίζω/εφαρμόζω/καταπατώ/καταστρατηγώ/παραβιάζω/τηρώ κατά γράμμα τον ~ο. Η Βουλή ψήφισε/ο υπουργός υπέγραψε/η κυβέρνηση πέρασε τον ~ο. Εγκρίθηκε/ενεργοποιήθηκε/θεσπίστηκε/τέθηκε σε ισχύ ο ~. Γίνεται ~ του κράτους (: δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 2. (συνήθ. με κεφαλ. Ν) νομοθεσία, Δίκαιο· κατ' επέκτ. οι εκπρόσωποί της, οι Αρχές: αστικός/ποινικός ~. Το κύρος του ~ου. Ενάντια στον ~ο. Κανείς δεν είναι υπεράνω του ~ου. Επέβαλαν την τάξη και τον ~ο. Επικαλούμαι τον ~ο. Έχει τον ~ο με το μέρος του. Αψηφώ/περιφρονώ/προσβάλλω τους ~ους. Υπακούω στους ~ους. (Κάτι) υπάγεται στους ~ους του κράτους/της χώρας. (μτφ.) Θα πέσει πάνω τους βαρύς ο πέλεκυς του ~ου (= της Δικαιοσύνης· για επιβολή μεγάλης ποινής).|| Οι άνθρωποι του ~ου (: δικαστικοί, αστυνομικοί). Έπεσε στην παγίδα του ~ου (= τον συνέλαβαν). 3. κανόνας, αρχή: ο ~ της φιλοξενίας. Οι ανθρώπινοι ~οι (βλ. θείος ~). Οι (αδιασάλευτοι/απαράβατοι) ~οι μιας κοινωνίας. Οι ~οι της αγοράς/μόδας.|| (μτφ.) Επιβάλλω/κατανοώ/ξέρω/σέβομαι τους ~ους του παιχνιδιού.|| Ο ~ (της τιμής και) του αίματος (= βεντέτα)/του ανταγωνισμού/της μαφίας (= ομερτά· βλ. ~ της σιωπής)/του Μέρφι (: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει)/(των ανθρώπων) της νύχτας. 4. (επιστ.) γενική διατύπωση για τη σχέση μεταξύ των φαινομένων, όπως προκύπτει από την παρατήρηση και επαληθεύεται από την εμπειρία· κατ' επέκτ. βασική και σταθερή αρχή: ο ~ της αδράνειας/της αιτιότητας/του Μέντελ. Οικονομικοί ~οι. Διερεύνηση/μελέτη/πειραματική επαλήθευση των φυσικών ~ων. Οι ~οι της Φυσικής. Βλ. αξίωμα.|| Κατασκευή που αψηφά τον ~ο της βαρύτητας. Το Σύμπαν υπάγεται στους ~ους του χώρου και του χρόνου. Γενικοί ~οι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.|| Κάτι ακολουθεί/αντιβαίνει/παραβιάζει τον ~ο/τους ~ους της ύπαρξης/φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικός νόμος: που αναφέρεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων., θείος/ιερός νόμος: οι εντολές του Θεού, στις οποίες καλούνται να υπακούουν οι πιστοί μιας θρησκείας., θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι: το Σύνταγμα., νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. ο οποίος, στην ελεύθερη οικονομία, καθορίζει τις τιμές και τους μισθούς, σύμφωνα με το επίπεδο της ζήτησης και τη διαθεσιμότητα., νόμος-πλαίσιο: του οποίου οι γενικές διατάξεις λειτουργούν ως πλαίσιο για επιμέρους εφαρμογές: ~ ~ για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. [< γαλλ. loi-cadre, περ. 1950] , οργανικός/θεσμικός νόμος: που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας οργάνων και θεσμών που προβλέπει το Σύνταγμα (π.χ. εκλογικός νόμος)., ουσιαστικός νόμος: ΝΟΜ. πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου (π.χ. νομοθετικό διάταγμα), ανεξάρτητα από το όργανο που τους θεσπίζει: ~ ~ ενίσχυσης των αγροτών., πρόταση νόμου: ΠΟΛΙΤ. νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση από βουλευτές και όχι από την κυβέρνηση., σχέδιο νόμου: νομοσχέδιο., τυπικός νόμος: κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τη Βουλή και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (π.χ. προϋπολογισμός): Αν ο ~ ~ περιέχει κανόνα δικαίου, είναι και ουσιαστικός νόμος., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, αναγκαστικός νόμος βλ. αναγκαστικός, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, εκλογικός νόμος βλ. εκλογικός, ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, ηθικός κώδικας/νόμος βλ. ηθικός, Μωσαϊκός Νόμος βλ. μωσαϊκός2, νόμος των πιθανοτήτων βλ. πιθανότητα, ο νόμος της σιωπής βλ. σιωπή, ο νόμος της τρισυλλαβίας βλ. τρισυλλαβία, στρατιωτικός νόμος βλ. στρατιωτικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, το γράμμα του νόμου βλ. γράμμα, το πνεύμα του νόμου βλ. πνεύμα, τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: άγνοια νόμου: γενική αρχή του δικαίου που αναφέρεται στο Σύνταγμα: ~ ~ δεν δικαιολογείται/δεν επιτρέπεται/δεν συγχωρείται., διά νόμου (λόγ.): με ειδικό νόμο: (Κάτι) απαγορεύεται/επιβάλλεται/καταργείται/κατοχυρώνεται/ρυθμίζεται ~ ~., εκ του νόμου (λόγ.): σύμφωνα με τον νόμο, από τον νόμο: Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ~ ~., εν ονόματι του νόμου (λόγ.) & στο όνομα του νόμου: επίκληση του νόμου για επικύρωση ενέργειας: άσκηση βίας/κλήση μάρτυρα ~ ~. Δρα/μιλά ~ ~. Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε/συλλαμβάνεστε (: λέγεται από αστυνομικό όργανο)!, κανονικά και με τον νόμο (εμφατ.-συνήθ. ειρων.): για τυπικά αποδεκτή ή νομότυπη ενέργεια, αλλά συχνά, στην ουσία, δυσάρεστη ή ανήθικη: Διορίστηκε/τον εκμεταλλεύονται ~ ~., κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου: ΝΟΜ. σύμφωνα με ή παραβαίνοντας τον νόμο: κατά νόμο ενέργειες/κατάθεση. Κατά νόμο αρμόδιες Αρχές/υπεύθυνος/υπόχρεος. Υποβολή των κατά νόμο αποδεικτικών/δικαιολογητικών/στοιχείων.|| Κυκλοφορία φαρμακευτικού προϊόντος κατά παράβαση του νόμου., νόμω (λόγ.): σύμφωνα με το γραπτό Δίκαιο: ~ κατοχύρωση. Η παρούσα αίτηση είναι ~ και ουσία αβάσιμη/βάσιμη. Βλ. φύσει., ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες: οι γραπτοί κανόνες και οι αυθεντίες: Πέρα από τους νόμους και τους ~, υπάρχει και η δύναμη του λαού., παίρνω τον νόμο στα χέρια μου: αυτοδικώ., παρά τον νόμο: αντίθετα με τον νόμο: καταχρηστική και ~ ~ χρήση των υπηρεσιών. Χορηγήθηκαν άδειες ~ ~ (= παράνομα)., (έχει) ισχύ νόμου βλ. ισχύς, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, εκτός νόμου βλ. εκτός, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος βλ. συμβόλαιο, ο νόμος της ζούγκλας βλ. ζούγκλα, ο νόμος των μεγάλων αριθμών βλ. αριθμός, το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου βλ. δίκαιο [< αρχ. νόμος, γερμ. Gesetz, γαλλ. loi, αγγλ. law]
  • νομός νο-μός ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. Ν): διοικητική υποδιαίρεση κράτους· ειδικότ. καθεμιά από τις διοικητικές περιοχές στις οποίες χωρίζεται κάθε περιφέρεια: ακριτικός/βιομηχανικά ανεπτυγμένος/ορεινός ~. Οι δήμοι/τα σχολεία/ο χάρτης ενός ~ού. Οι ~οί της Ελλάδας. Βλ. νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, νομαρχία. [< αρχ. νομός, γαλλ. préfecture]
  • νομοσχέδιο νο-μο-σχέ-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. σχέδιο νόμου που υποβάλλεται από την κυβέρνηση στη Βουλή για ψήφιση: αγροτικό/εκλογικό/τροποποιητικό/φορολογικό ~. Αιτιολογική έκθεση/προσχέδιο/σύνταξη/ψήφιση ~ίου. Το ~ για τον αιγιαλό απορρίφθηκε/εγκρίθηκε από την πλειοψηφία των βουλευτών. Το επίμαχο ~ κατατέθηκε στη Βουλή/τέθηκε προς συζήτηση. Το ~ προωθεί πολλές νέες ρυθμίσεις.|| ~-σκούπα. Βλ. πολυ~, πρόταση νόμου. [< γερμ. Gesetzentwurf, γαλλ. projet de loi]

άγραφος

άγραφος, η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]

αναγκαστικός

αναγκαστικός, ή, ό [ἀναγκαστικός] α-να-γκα-στι-κός επίθ.: υποχρεωτικός, επιβεβλημένος, αναγκαίος: ~ός: εγκλεισμός (ασθενούς)/περιορισμός/πλειστηριασμός/συµβιβασµός/χαρακτήρας (διάταξης). ~ή: απαλλοτρίωση (ακινήτων)/διακοπή/(ΟΙΚΟΝ.) εκκαθάριση/εκποίηση/επιλογή/λύση/ματαίωση (πτήσης)/νοσηλεία/παραίτηση/σίτιση (απεργού πείνας). ~ό: δάνειο. (ΝΟΜ.) ~ά: μέτρα. Πβ. αναπόφευκτος, εξ~, κατ~. Βλ. ψυχ~. ΑΝΤ. προαιρετικός ● επίρρ.: αναγκαστικά: Θα περάσεις ~ (= αναπόφευκτα) από εδώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστική διαχείριση: ΝΟΜ. μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του, κατά το οποίο ανατίθεται προσωρινά η διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησής του σε πρόσωπο που ορίζεται από το δικαστήριο, μετά από υπόδειξη του δανειστή: τελεί υπό ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ης. Στην εταιρεία έχει επιβληθεί ~ ~, γιατί βρίσκεται στα όρια της πτώχευσης., αναγκαστική εκτέλεση: ΝΟΜ. μορφή άμεσης εκτέλεσης δικαστικής απόφασης με κλητήρα και συμβολαιογράφο (π.χ. κατάσχεση, προσωπική κράτηση): ~ ~ (που στρέφεται) κατά του ... , αναγκαστική προσγείωση: προσγείωση αεροσκάφους συνήθ. σε διαφορετικό αεροδρόμιο προορισμού ή και (σε χώρο) εκτός αεροδρομίου: ασφαλής/ελεγχόμενη ~ ~. Το αεροπλάνο/το ελικόπτερο έκανε/πραγματοποίησε/υποχρεώθηκε σε ~ ~ λόγω σφοδρής κακοκαιρίας/προβλήματος στον κινητήρα.|| (μτφ.) ~ ~ στην πραγματικότητα., αναγκαστικός νόμος (ακρ. ΑΝ): ΝΟΜ. νόμος προσωρινής ισχύος., κανόνες αναγκαστικού Δικαίου & αναγκαστικό Δίκαιο: ΝΟΜ. κανόνες απαραβίαστοι με υποχρεωτική ισχύ, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης από τις διατάξεις τους με ιδιωτική βούληση. Βλ. Ενδοτικό Δίκαιο. [< λατ. ius cogens] , αναγκαστική κατάσχεση βλ. κατάσχεση, αναγκαστική πώληση βλ. πώληση, αναγκαστικό αίτιο βλ. αίτιο, αναγκαστικός γάμος βλ. γάμος [< αρχ. ἀναγκαστικός, γαλλ. forcé, obligatoire]

αξίωμα

αξίωμα [ἀξίωμα] α-ξί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {αξιώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. υψηλή συνήθ. βαθμίδα ή θέση σε ιεραρχία: εκκλησιαστικό/ευρωπαϊκό/κομματικό/προεδρικό/πρωθυπουργικό/στρατιωτικό/ύπατο ~. Το ~ του υπουργού. Το ασυμβίβαστο του ~ατος. Αιρετά/ανώτατα/δημόσια ~ατα. Κατανομή ~άτων. Κατέχει υψηλό ~. Παραίτηση από το βουλευτικό ~. Bαθμοί και ~ατα. Πβ. οφίκιο. 2. (επιστ.) κάθε αυταπόδεικτη αρχή ή θεμελιώδης πρόταση στα μαθηματικά, τη φυσική, τη φιλοσοφία: γεωμετρικό/θερμοδυναμικό ~. Το ~ του απείρου/της επιλογής. Πβ. θεώρημα, θεωρία. 3. (γενικότ.) κάθε βασική, γενική αρχή ή αλήθεια, κανόνας: Αποδέχομαι/θεωρώ/λαμβάνω (κάτι) ως ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξίωμα παραλληλίας βλ. παραλληλία [< αρχ. ἀξίωμα, γαλλ. axiome, αγγλ. axiom, γερμ. Axiom]

αριθμός

αριθμός [ἀριθμός] α-ριθ-μός ουσ. (αρσ.) (συντομ. αρ. & αριθμ.) 1. βασική έννοια των μαθηματικών και κατ' επέκτ. ψηφίο, γράμμα ή διάταξη ψηφίων ή/και γραμμάτων που δηλώνει πλήθος, ποσότητα ή θέση σε μια σειρά ομοειδών πραγμάτων και συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε δηλώνεται με αυτό: (ΜΑΘ.) ακέραιος/αλγεβρικός/απόλυτος/άρρητος/αρνητικός/διψήφιος/ζυγός/θετικός/καθαρός/κλασματικός/μιγαδικός/μονός/πρώτος/σύνθετος/τακτικός ~. Αραβικοί (1, 2, 3 ...)/ελληνικοί (α', β', γ'...)/λατινικοί (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ...) ~οί. Δύναμη/τετραγωνική ρίζα ~ού. Οι ιδιότητες των ~ών. Η μελέτη των ~ών (βλ. αριθμητική). Σύστημα ~ών (βλ. αρίθμηση). Ο ~ ένα/επτά/πενήντα. Βλ. λογάριθμος.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικοί ~οί.|| Οδός ..., ~ 40. ~ κινητού. Απόκρυψη τηλεφωνικού ~ού. ~ κλήσης έκτακτης ανάγκης. Διεθνής ~ τυποποίησης βιβλίου (ISBN). ~ αίτησης/δημοσίευσης/δημοτολογίου/διαβατηρίου/δωματίου/καταλόγου/καταχώρησης/λογαριασμού (βλ. IBAN)/μητρώου/πιστωτικής κάρτας/ταυτότητας/τεύχους/ΦΕΚ/φύλλου. Τυχερός ~. Του έπεσε ο πρώτος ~ του λαχείου (= λαχνός).|| Κερδίζει ο ~ ... Ποιος ~ σε κάλεσε; ΣΥΝ. νούμερο (1) 2. (+ γεν.) πλήθος, σύνολο, ποσότητα (προσώπων ή πραγμάτων): εντυπωσιακός/επαρκής/ικανοποιητικός/κλειστός (= numerus clausus)/περιορισμένος/σημαντικός ~ εργαζομένων/θέσεων εργασίας. ~ εισακτέων/θυμάτων/μελών/σελίδων/τουριστών/ψήφων. Μικρός ~ ατόμων (βλ. μειοψηφία). Ο μεγάλος ~ των συμμετεχόντων ... (βλ. πλειοψηφία). Ο ακριβής/κατά προσέγγιση ~ των νεκρών και των αγνοουμένων. Ο μέσος ~ των συναλλαγών (βλ. μέσος όρος). Ο ~ των κρουσμάτων ανεβαίνει/αυξάνεται συνεχώς. Ο συνολικός ~ των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται/φτάνει στις εκατό. Ο ~ των κατοίκων μιας χώρας (= ο πληθυσμός). Ο ~ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης (= το δυναμικό). Ποιος ~ γευμάτων θεωρείται ιδανικός (= πόσα γεύματα); Κάποιος ~ κρατών/προσφύγων (= αρκετοί, μερικοί). Αυξάνω/μειώνω τον ~ό των δυνάμεων. Μετρώ/υπολογίζω τον ~ό των ... (= απαριθμώ). Καθορίζω τον μέγιστο ~ό των δεδομένων. 3. {συνήθ. στον πληθ.} τα χρηματικοοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία, οι δείκτες, τα νούμερα: οι ~οί των δημοσκοπήσεων/εκλογών. Άνθρωποι και ~οί. Οι ~οί λένε ότι ... Οι ~οί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η καταστροφή είναι τεράστια, οι ~οί είναι αμείλικτοι (: αποδίδουν ρεαλιστικά το μέγεθός της). 4. ΓΡΑΜΜ. υποκατηγορία των κλιτών μερών του λόγου: ενικός/πληθυντικός ~. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό κατά/σε γένος, ~ό και πτώση. (στην αρχ. Ελληνική) Δυϊκός ~. 5. {μόνο στον πληθ., με κεφαλ. το Α} ένα από τα βιβλία της Πεντατεύχου. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί: ΜΑΘ. δύο αριθμοί με άθροισμα 0: Δύο ~ ~ έχουν ίσες απόλυτες τιμές., αριθμοί/κωδικοί Ε: δηλώνουν πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα: π.χ. Ε100-180: χρωστικές/Ε200-297: συντηρητικές/Ε300-321: αντιοξειδωτικές/Ε322-495: ομογενοποιητές, σταθεροποιητικές, πηκτικές/Ε500-585: βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας/Ε620-640: ενισχυτικές της γεύσης/Ε900-948: παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη/Ε941-948: αέρια συσκευασίας/Ε950-967: γλυκαντικές/Ε999-1518: άλλες προσθετικές. [< γερμ. E-Nummern, 1981] , αριθμός κινητήρα: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που αναγράφονται στον κινητήρα οχήματος., αριθμός κυκλοφορίας: ανάγλυφα γράμματα και ψηφία στην πινακίδα οχήματος που καθορίζονται από το αρμόδιο υπουργείο. [< αγγλ. (vehicle) registration number, 1903] , αριθμός πλαισίου: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του και δηλώνεται στην άδεια κυκλοφορίας του., αριθμός προτεραιότητας: αυτός που δηλώνει τη σειρά εξυπηρέτησης ενός προσώπου σε τράπεζα ή υπηρεσία και συνεκδ. το χαρτί στο οποίο αναγράφεται: Θα τηρηθεί αυστηρά ο ~ ~. Παίρνω ~ό ~. Οι πολίτες εξυπηρετούνται με ~ό ~. Βλ. λίστα αναμονής. [< αγγλ. priority number] , αριθμός των χρωμοσωμάτων: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. συγκεκριμένο νούμερο χρωμοσωμάτων, χαρακτηριστικό για κάθε ζωικό ή φυτικό οργανισμό. [< αγγλ. chromosome number, 1910] , αύξων αριθμός (συντομ. α.α. κ. αύξ. αρ. ή αριθμ.): δείχνει σειρά σε αριθμητική κατάταξη: ~ ~ αίτησης/απόδειξης/δελτίου/εγγραφής/παραστατικού. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' ~οντα ~ό. [< γερμ. steigende Zahl] , ειδικός εκλογικός αριθμός: διάταξη από δεκατρία ψηφία, που καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της μίας και μοναδικής, για κάθε ψηφοφόρο, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους., θεωρία (των) αριθμών: ΜΑΘ. κλάδος που έχει εμπλουτιστεί με σύγχρονες θεωρίες και μελετά τις ιδιότητες των αριθμών: αλγεβρική ~ ~. Κρυπτογραφία και ~ ~., πραγματικός αριθμός: ΜΑΘ. στοιχείο του συνόλου που περιλαμβάνει τους ακέραιους, τους δεκαδικούς, τους ρητούς και τους άρρητους αριθμούς. [< αγγλ. real number, περ. 1909] , τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο: για τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης: π.χ. 100, 166 (: το ΕΚΑΒ), 199 (: η Πυροσβεστική), 112 (: ο Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης)., χρυσός αριθμός 1. & (λόγ.) χρυσούς αριθμός: ΜΑΘ. ο αριθμός 1,618 περ. (σύμβ. φ): Στις αναλογίες του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί ο ~ ~. Βλ. χρυσή τομή. 2. (μτφ.) κερδοφόρος λαχνός: ο ~ ~ του πρωτοχρονιάτικου λαχείου., ανάλογοι αριθμοί βλ. ανάλογος, αντίστροφοι αριθμοί βλ. αντίστροφος, αριθμός οκτανίου βλ. οκτάνιο, αριθμός οξείδωσης βλ. οξείδωση, αριθμός πρωτοκόλλου βλ. πρωτόκολλο, ατομικός αριθμός βλ. ατομικός, αφηρημένοι αριθμοί βλ. αφηρημένος, δεκαδικός (αριθμός) βλ. δεκαδικός, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, κωδικός αριθμός βλ. κωδικός, μαγικός αριθμός βλ. μαγικός, μαζικός αριθμός βλ. μαζικός1, μικτός αριθμός βλ. μικτός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, πληθικός αριθμός βλ. πληθικός, ρητός αριθμός βλ. ρητός, σειριακός αριθμός/κωδικός βλ. σειριακός, στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός βλ. νούμερο, τριγωνομετρικοί αριθμοί βλ. τριγωνομετρικός, υπερβατικός αριθμός βλ. υπερβατικός, φυσικός αριθμός βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ο νόμος των μεγάλων αριθμών: ΣΤΑΤΙΣΤ. αρχή σύμφωνα με την οποία ένα ευρύτερο δείγμα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου απ' ό,τι ένα μικρότερο: ο ασθενής/ισχυρός ~ ~. Στα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ~ ~. Βλ. πιθανότητα. [< αγγλ. law of large numbers, 1937] , ο υπ' αριθμόν ... (λόγ.): που φέρει το νούμερο (που έπεται): Το ~ ~ ... βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών/... επιβατηγό αυτοκίνητο., ο υπ' αριθμόν ένα/δύο (λόγ.): ο πρώτος/δεύτερος σε σειρά, ομάδα, ιεράρχηση, λίστα: ~ ένα καταζητούμενος/κίνδυνος/στόχος. Το ~ ένα ζήτημα/πρόβλημα. ~ δύο στην ηγεσία. ~ ένα υποψήφιος (= ο επικρατέστερος). [< αγγλ. the number one/two] , σε αριθμό: ποσοτικά, σε πλήθος: Είναι τρίτος ~ ~ ψήφων., ων ουκ έστιν αριθμός: για πρόσωπα ή πράγματα αμέτρητα, ανυπολόγιστα, αναρίθμητα: Ήρθαν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άλλοι ~ ~. Και άλλα πολλά κακώς κείμενα, ~ ~, επεσήμανε στο άρθρο του. [< 1-3: αρχ. ἀριθμός, αγγλ. number, γαλλ. nombre, chiffre, numéro 4: μτγν. ἀριθμός]

γράμμα

γράμμα γράμ-μα ουσ. (ουδ.) {γράμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κάθε σύμβολο του συστήματος γραφής μιας γλώσσας που παριστάνει έναν ή περισσότερους φθόγγους: άτονο/τονισμένο ~. Κεφαλαία (= μεγάλα)/πεζά (= μικρά, βλ. μικρογράμματος) ~ατα. Τα ~ατα του αλφάβητου (βλ. σύμφωνο, φωνήεν). Αντιστοίχιση/σειρά/σύμπλεγμα (πβ. δίψηφο)/συνδυασμός ~άτων. Το αρχικό ~ ονόματος (πβ. μονόγραμμα). Κωδικός που αποτελείται από ~ατα και αριθμούς (πβ. αλφαριθμητικός). Πβ. γράφημα. Βλ. σημαίνον.|| (συνήθ. στην ΤΥΠΟΓΡ.) Πρώτο ~ (= αρχίγραμμα). Έντονα/μαύρα/όρθια/πλάγια/υπογραμμισμένα ~ατα (= στοιχεία, χαρακτήρες). Αυτοκόλλητα ~ατα (βλ. λετρασέτ). Μέγεθος/μορφοποίηση/τύπος ~άτων (βλ. γραμματοσειρά). Διάστημα μεταξύ των ~άτων.|| (γραφικός χαρακτήρας:) ~ατα με ουρές (= καλλιγραφικά). Δεν βγάζω/δεν καταλαβαίνω τα ~ατά σου (βλ. κολλυβογράμματα). Κάνει ωραία/στρογγυλά ~ατα.|| Τα ~ατα μιας ταινίας/μιας τηλεοπτικής εκπομπής (: τίτλοι ή υπότιτλοι· βλ. ζενερίκ). Βλ. εικονό-, ιδεό-, ολό-γραμμα. 2. επιστολή: ανώνυμο/απειλητικό/αποχαιρετιστήριο/ενημερωτικό/ερωτικό/ευχαριστήριο/προσωπικό/συγκινητικό/συγχαρητήριο/συλλυπητήριο/χειρόγραφο ~. Aπλό/επείγον/συστημένο ~. ~ από/για/προς/σε κάποιον. Aποστολέας/παραλήπτης του ~ατος. Γράφω/διαβάζω/δίνω/έχω/παίρνω/στέλνω/ταχυδρομώ (ένα) ~. Απαντώ σε ένα ~. Ρίχνω το ~ στο γραμματοκιβώτιο.γράμματα (τα) 1. η λογοτεχνία και κατ' επέκτ. οι ανθρωπιστικές κυρ. επιστήμες: κλασικά (: αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, γραμματολογία)/νεοελληνικά ~. Άνθιση/πόλη των ~άτων. Η γιορτή των ~άτων (: των τριών Ιεραρχών). Η εμφάνιση/προσφορά ενός συγγραφέα στα ~. Διακρίθηκε στον χώρο των ~άτων. 2. γραφή και ανάγνωση και κατ' επέκτ. γνώσεις, σπουδές: Δεν ξέρει (πολλά) ~ (= είναι αγράμματος, αναλφάβητος).|| Τα πρώτα ~ (: στοιχειώδης εκπαίδευση). Έχει έφεση/κλίση στα ~. ● Υποκ.: γραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: Γράμματα και Τέχνες: πνευματικός πολιτισμός: βραβείο/κέντρο/λέσχη/σύνδεσμος/σχολή ~άτων και ~ών. Εθνικό αριστείο/Τάξη ~άτων και ~ών της Ακαδημίας Αθηνών. Προσωπικότητα των ~άτων και των ~ών., κενό/νεκρό γράμμα (μτφ.): (συνήθ. για αρχή, θεσμό, νόμο) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη: Αρκετές από τις διακηρύξεις για τα δικαιώματα του παιδιού παραμένουν ~ ~. Βλ. ανενεργός. [< γαλλ. lettre morte] , το γράμμα/ (και) το πνεύμα του νόμου (μτφ.): η διατύπωση και όχι η ουσία του: Απόφαση σύμφωνη με ~ ~. Είναι προσκολλημένος στο ~ ~. Ακολουθώ/επιβάλλω/παρακάμπτω/τηρώ ~ ~., άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, εγκύκλιος παιδεία/εγκύκλιες σπουδές/εγκύκλια γράμματα βλ. εγκύκλιος, Ιερά Γράμματα βλ. ιερός, ψιλά γράμματα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) & με ολόχρυσα γράμματα: για πρόσωπο ή γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό που αξίζει να μείνει στη μνήμη: Το όνομά του γράφτηκε με ~ ~ στις δέλτους/σελίδες της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Πβ. χρυσές σελίδες., βουλωμένο γράμμα διαβάζεις (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος έχει διαίσθηση, αντιλαμβάνεται κάτι, χωρίς να έχει τα απαραίτητα στοιχεία: Καλά πώς το κατάλαβες; ~ ~! Βλ. ψυχανεμίζομαι., δεν (τα) παίρνει τα γράμματα & τα παίρνει τα γράμματα (προφ.): είναι κακός/καλός μαθητής στο σχολείο., κατά γράμμα: πιστά, με συνέπεια και ακρίβεια: Ακολούθησε ~ ~ τις οδηγίες/τις συμβουλές/τις υποδείξεις μου. Εκτελώ ~ ~ μια διαταγή/μια εντολή. Ερμηνεύω/εφαρμόζω ~ ~ τον νόμο/μια συμφωνία. Το πρόγραμμα της προπόνησης πρέπει να τηρείται ~ ~ (= σχολαστικά). Η λέξη ... σημαίνει ~ ~ ... Πβ. επακριβώς.|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά λέξη, ακριβής. Πβ. αυτολεξεί)., κορόνα (ή) γράμματα: διαδικασία κατά την οποία κάποιος ρίχνει ψηλά ένα κέρμα, για να αποφασίσει τυχαία ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές δυνατότητες· το αντίστοιχο τυχερό παιχνίδι: Να το παίξουμε/να ρίξουμε ~ ~, για να αποφασίσουμε ποια ταινία θα δούμε., παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα: αφήνω ή επιλέγω κάτι στην τύχη, ρισκάρω: ~ ~ τη ζωή μου/την καριέρα μου/το κεφάλι μου/το μέλλον μου. Πβ. ριψοκινδυνεύω., (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα βλ. γεράματα, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα [< αρχ. γράμμα]

διατήρηση

διατήρηση δι-α-τή-ρη-ση ουσ. (θηλ.): το να διατηρείται κάτι: ~ του βάρους/της ζωής (πβ. συνέχιση)/της υγείας.|| ~ έργων τέχνης/μνημείων. ~ αρχαιοτήτων/οικοσυστημάτων/φυτών. ~ αρχείου/τεκμηρίων (: προστασία). Ψηφιακή ~ υλικού.|| ~ της γλώσσας/ειρήνης/(ιστορικής) μνήμης/ποιότητας/πολιτιστικής κληρονομιάς/σταθερότητας/τάξης/των τοπικών παραδόσεων Πβ. διαφύλαξη.|| Μέτρα για τη ~ των τιμών σε λογικά επίπεδα. Πβ. συγκράτηση.|| Συνθήκες ~ης τροφίμων. Πβ. συντήρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή/νόμος της διατήρησης: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που υποστηρίζει ότι μία ποσότητα παραμένει σταθερή μετά από μία διαδικασία ή αλληλεπίδραση: ~ ~ της ενέργειας/του ηλεκτρικού φορτίου/της μαγνητικής ροής/μάζας/(στροφ)ορμής. [< αγγλ. conservation law, 1930] [< μτγν. διατήρησις, αγγλ.-γαλλ. maintenance]

διδάσκω

διδάσκω δι-δά-σκω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {δίδα-ξα, διδά-χθηκα κ. -χτηκα (λόγ. μτχ. διδαχ-θείς, -θείσα, -θέν), διδάσκ-ων, -οντας, -όμενος, διδα-γμένος} 1. μαθαίνω κάτι σε κάποιον, τον καθοδηγώ, ώστε να αποκτήσει γνώσεις ή και δεξιότητες· ειδικότ. ασκώ το επάγγελμα του εκπαιδευτικού ή εργάζομαι σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: ~ ιστορία/μαθηματικά/οικονομικά. Οι μαθητές μπορούν να ~χθούν δύο ή τρεις ξένες γλώσσες. ~ει χημεία στη Β' τάξη Γυμνασίου/Λυκείου. ~ξε σκηνοθεσία και υποκριτική σε δραματικές σχολές (: παρέδωσε μαθήματα). ~γμένη/~χθείσα ύλη (ΑΝΤ. αδίδακτος).|| (κατ' επέκτ.) Η ζωή/η πείρα/ο χρόνος μού ~ξε (: με έκανε να καταλάβω) ... Η ιστορία ~ει ότι ... (= καθιστά σαφές). Δεν ~χτηκε (= έμαθε) από τα λάθη του παρελθόντος. ~χτηκα πολλά από ... (πβ. νουθετώ).|| ~όμενα/~έντα: μαθήματα. (ως ουσ.) Σχέση διδασκόντων και ~ομένων. 2. κηρύσσω συνήθ. ηθικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές αρχές, θεωρίες: ~ξε την αγάπη/ειρήνη. 3. προετοιμάζω και ανεβάζω παράσταση κυρ. αρχαίου δράματος. ● ΣΥΜΠΛ.: αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο ● ΦΡ.: δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) (παροιμ.): για κάποιον που δεν εφαρμόζει όσα υποδεικνύει. [< αρχ. διδάσκω]

δίκαιο

δίκαιο δί-και-ο ουσ. (ουδ.) {δικαί-ου | -ων} 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Δ) το σύνολο των νόμων και των κανόνων που θεσμοθετεί και αναγνωρίζει το κράτος και οι οποίοι καθορίζουν δεσμευτικά την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων: αεροπορικό/αθλητικό/ασφαλιστικό/γραπτό/διοικητικό/εκκλησιαστικό/εκλογικό/ενεργειακό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/κοινό/κοινοβουλευτικό/κοινωνικό/στρατιωτικό/συγκριτικό/σωφρονιστικό/τραπεζικό/φορολογικό/χρηματιστηριακό/χωροταξικό ~. ~ αλλοδαπών/αναγκαστικής εκτέλεσης/ανηλίκων/ανταγωνισμού/ανωνύμων εταιρειών/αξιογράφων/βιομηχανικής ιδιοκτησίας/διεθνών συναλλαγών/ιθαγένειας/Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης/περιβάλλοντος/πληροφορικής/πνευματικής ιδιοκτησίας/συμβάσεων/συνεταιρισμών/της υγείας. Διάταξη/επιβολή/ισχύς/καταστρατήγηση/παράβαση (του) ~ου. Η εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών είναι ζήτημα ~ου. (ΙΣΤ.) Βυζαντινό/ελληνιστικό/ρωμαϊκό ~. Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ~ου (της Ακαδημίας Αθηνών). 2. το σύνολο των αρχών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα προσώπου ή ομάδας και κατ' επέκτ. το σωστό: αποκατάσταση του ~ου. Οι κοινωνικές σχέσεις πρέπει να έχουν ως γνώμονα το ~ (= τη δικαιοσύνη). Να υπηρετείς το ~. Βλ. δίκιο.|| (στον πληθ., δικαιωματικές απαιτήσεις) Αγωνίζομαι για/διεκδικώ τα/πολεμώ για τα ~ά μου. Τα ~α του έθνους (= εθνικά ~α)/του ελληνισμού/του λαού. Πβ. αξίωση. ΑΝΤ. άδικο 3. ΝΟΜ. η νομική επιστήμη: θεωρία του ~ου. Πβ. Επιστήμη του Δικαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: Αστικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις διαφορές των πολιτών και το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Zivilrecht, γαλλ. droit civil] , Αστικό Δικονομικό Δίκαιο/Πολιτική Δικονομία: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τη διαδικασία επίλυσης ιδιωτικών διαφορών ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. [< γερμ. Zivilprozeß] , Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο & Διεθνές Δίκαιο: που διέπει τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, και τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. [< γερμ. Völkerrecht] , Δημόσιο Δίκαιο : ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων της έννομης τάξης και εκείνων που ρυθμίζουν την οργάνωση, λειτουργία και γενικά τη δραστηριότητα των πολιτειακών οργάνων, όπως και τις σχέσεις των διοικούμενων με τη δημόσια διοίκηση. Βλ. Ιδιωτικό Δίκαιο. [< γερμ. Staatsrecht] , Εμπορικό Δίκαιο: το σύνολο γραπτών ή εθιμικών κανόνων Ιδιωτικού Δικαίου που ρυθμίζουν το Δίκαιο των εμπορικών πράξεων και των εμπόρων. [< γερμ. Handelsrecht] , Ενδοτικό Δίκαιο & ενδοτικός κανόνας δικαίου: που η εφαρμογή των κανόνων του είναι προαιρετική, η ισχύς του μπορεί να αρθεί από την ιδιωτική βούληση. Βλ. κανόνες αναγκαστικού Δικαίου. [< λατ. jus dispositivum] , Ενοχικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις ενοχικές σχέσεις (: συμβάσεις, αδικοπραξίες): γενικό/ειδικό ~ ~. Βλ. προστασία (του) καταναλωτή. [< γερμ. Schuldrecht] , Επιστήμη του Δικαίου: Νομική Επιστήμη που εξετάζει το ισχύον Δίκαιο., Ευρωπαϊκό Δίκαιο & Κοινοτικό Δίκαιο: το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Europarecht] , θετικό δίκαιο: οι γραπτοί συνήθ. κανόνες δικαίου., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ πολιτών διαφορετικών χωρών. [< γερμ. internationales Privatrecht] , Κληρονομικό Δίκαιο: το σύνολο των διατάξεων του Αστικού Δικαίου που ρυθμίζουν τους όρους μεταβίβασης περιουσίας λόγω θανάτου· το αντίστοιχο νομικό μάθημα και σύγγραμμα. [< γερμ. Erbrecht] , κράτος δικαίου: ΝΟΜ. που λειτουργεί με βάση το γραπτό δίκαιο., Ναυτικό/Ναυτιλιακό Δίκαιο: το δίκαιο της θαλασσοπλοΐας. [< γερμ. Seerecht] , Οικογενειακό Δίκαιο & (προφ.) Οικογενειακό: οι κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις που συνδέονται με τον γάμο, τη συγγένεια εξ αίματος και την υιοθεσία. [< γερμ. Familienrecht] , Ποινικό Δίκαιο: ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στις εγκληματικές πράξεις και στις αντίστοιχες ποινές για τους δράστες: ~ ~ ανηλίκων. Αγωγή ~ού ~ου. Το ~ ~ διακρίνεται στο Ουσιαστικό ~ ~ και στην Ποινική Δικονομία.|| (προφ.) Αδίκημα/εγκληματίες του κοινού ~ού ~ου. [< γερμ. Strafrecht] , φυσικό δίκαιο: που πηγάζει από τη φύση του ανθρώπου και τις αρχές του για το ηθικό και το σωστό., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, Δημοσιονομικό Δίκαιο βλ. δημοσιονομικός, εθιμικό δίκαιο βλ. εθιμικός, Εμπράγματο Δίκαιο βλ. εμπράγματος, Εργατικό Δίκαιο/Εργατική Νομοθεσία/Εργατικός Κώδικας βλ. εργατικός, Ιδιωτικό Δίκαιο βλ. ιδιωτικός, ικανότητα δικαίου βλ. ικανότητα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, Κανονικό Δίκαιο βλ. κανονικός, Οικονομικό Δίκαιο βλ. οικονομικός, Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο βλ. ποινικός, Πειθαρχικό Δίκαιο βλ. πειθαρχικός, πλάσμα δικαίου βλ. πλάσμα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία βλ. ποινικός, Πτωχευτικό Δίκαιο βλ. πτωχευτικός, Συνταγματικό Δίκαιο βλ. συνταγματικός, Υπαλληλικό Δίκαιο βλ. υπαλληλικός ● ΦΡ.: το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου & ο νόμος/το δίκαιο του ισχυρού & το δίκαιο της πυγμής: σε περιπτώσεις που επιβάλλεται η βούληση εκείνου που έχει τη μεγαλύτερη (υλική, οικονομική, πολιτική) δύναμη, σε βάρος των αδυνάτων. ΣΥΝ. ο νόμος της ζούγκλας (2), το δίκαιο των πολλών: όταν υπερισχύει η θέληση των περισσοτέρων., το αίσθημα δικαίου/το περί δικαίου αίσθημα βλ. αίσθημα [< αρχ. δίκαιον, γαλλ. droit < λατ. directum ‘ορθή κατεύθυνση’, γερμ. Recht, Rechts-, αγγλ. law]

εκλογικός

εκλογικός, ή, ό [ἐκλογικός] ε-κλο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις εκλογές ή τους εκλογείς: ~ός: αγώνας/γύρος/θρίαμβος/μηχανισμός/συνδυασμός/χάρτης. ~ή: αναμέτρηση/βάση/δύναμη (: ο αριθμός, το ποσοστό των ψήφων)/εκστρατεία/επιτροπή/ήττα/καμπάνια/κοινωνιολογία/μάχη/νίκη/περίοδος/συμπεριφορά. ~ό: αποτέλεσμα/διαμέρισμα/μέτρο (: ο αριθμός ή το ποσοστό των έγκυρων ψήφων που απαιτείται για την εκλογή κάποιου). ~ές: περιφέρειες. Ασκεί το ~ό του δικαίωμα (: το δικαίωμα του εκλέγειν). Βλ. μετ~, προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογικό κέντρο: χώρος που οργανώνεται προεκλογικά, για να δοθούν πληροφορίες στους εκλογείς για κόμμα ή υποψήφιο εκλογών., εκλογικό σύστημα: σύμφωνα με το οποίο κατανέμονται οι έδρες στα κόμματα, στους συνασπισμούς κομμάτων και στους μεμονωμένους υποψήφιους με βάση τον αριθμό των έγκυρων ψήφων που έλαβαν: αναλογικό (= αναλογική)/ενιαίο/μικτό/πλειοψηφικό ~ ~., εκλογικό σώμα: το σύνολο των πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου., εκλογικός νόμος: νομοθεσία που περιγράφει και ρυθμίζει το εκλογικό σύστημα., ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, εκλογικό τμήμα βλ. τμήμα, εκλογικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, εκλογικός κατάλογος βλ. κατάλογος, μείζονες εκλογικές περιφέρειες βλ. μείζων [< γαλλ. électoral]

έκτος

έκτος, η, ο [ἕκτος] έ-κτος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 6ος, ΣΤ' ή στ' ή ς', λατ. VI): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό έξι (6) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/τόμος. ~η: επέτειος. ~ο: κεφάλαιο. (σε φωτογραφία) ~ από δεξιά. Τον ~ο αιώνα π.Χ. Για ~η συνεχόμενη μέρα/φορά. Δέκατη ~η. Το ~ο έτος της ηλικίας. Βγήκε/τερμάτισε ~.|| (ως ουσ.) Ο αγώνας ήταν ο ~ της χρονιάς. ● επίρρ.: έκτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έκτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· (...)· πέμπτον, ...· ~, ...· έβδομον, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: έκτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Ε) ενν. τάξη δημοτικού σχολείου (σύμβ. ΣΤ'). 2. ενν. μέρα του μήνα: την ~η (: 6η) Απριλίου. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα έξι φθόγγων., έκτο (το): καθένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/6)., έκτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούνιος: στις 5/6 (: πέντε ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: έκτη αίσθηση βλ. αίσθηση [< αρχ. ἕκτος]

ευεργετικός

ευεργετικός, ή, ό [εὐεργετικός] ευ-ερ-γε-τι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που ωφελεί σε μεγάλο βαθμό: ~ή: απόφαση/βροχή/δράση (του πράσινου τσαγιού)/θεραπεία/ρύθμιση. ~ές: συνέπειες. ~ά: αποτελέσματα/μέτρα. Το παιχνίδι και ο ~ του ρόλος. Τρόπος διατροφής ~ για την υγεία. Ρόφημα με ~ές ιδιότητες. Οι ~ές επιδράσεις της άσκησης στον οργανισμό. ΣΥΝ. επωφελής, ωφέλιμος (1) ΑΝΤ. βλαβερός, επιζήμιος, καταστρεπτικός 2. που σχετίζεται με την ευεργεσία ή τον ευεργέτη: ~ό: έργο. Πβ. αγαθοεργός, σωτήριος. ● επίρρ.: ευεργετικά ● ΣΥΜΠΛ.: ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη: ΝΟΜ. που παρέχει σε ομάδες πολιτών ειδικά προνόμια ή απαλλαγή από υποχρεώσεις. [< αρχ. εὐεργετικός]

ζούγκλα

ζούγκλα ζού-γκλα ουσ. (θηλ.) 1. τροπικό, βροχερό δάσος με αδιαπέραστη και πλούσια βλάστηση. Βλ. παρθένο δάσος. 2. (μτφ.) χώρος ή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αναρχία, καταπάτηση των κανόνων δικαίου, βιαιότητα ή αθέμιτο ανταγωνισμό: η ~ της ασφάλτου. ● ΦΡ.: ο νόμος της ζούγκλας (αρνητ. συνυποδ.) 1. η χρήση αθέμιτων μέσων από κάποιον με σκοπό την επικράτησή του σε χώρο που υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: Σε ευνομούμενο κράτος δεν μπορεί να επικρατεί ~ ~. 2. & το δίκαιο της ζούγκλας: το δίκαιο του ισχυρότερου. Πβ. το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. [< γαλλ. jungle]

ηθικός

ηθικός, ή, ό [ἠθικός] η-θι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ηθική και το ήθος· ειδικότ. που σχετίζεται με ή απορρέει από τις έννοιες του καλού και του κακού, του σωστού και του λάθους, του πρέποντος και του μη πρέποντος, όπως αυτές επιβάλλονται από τον άγραφο νόμο ή τη συνείδηση του καθενός: ~ός: σχετικισμός. ~ή: αγωγή/ανάπτυξη (: διάπλαση χαρακτήρα, διαπαιδαγώγηση)/ανωτερότητα/(ΝΟΜ.) αυτουργία/διδασκαλία/επιβεβαίωση/Θεολογία/κατάπτωση/μόλυνση/Φιλοσοφία. ~ό: σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: αξίες/διαστάσεις/προεκτάσεις. ~ά: κίνητρα. Είναι ~ών αρχών (= ~ός). Δεν έχει ~ούς δισταγμούς/ενδοιασμούς/φραγμούς. Εξετάζω/κρίνω κάτι από ~ής πλευράς/σκοπιάς. Η ~ή συνείδηση (ή σπανιότ. αίσθηση)/υπόσταση του ανθρώπου. Το ~ό δικαίωμα του δημιουργού (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Φέρει τεράστια (νομική/πολιτική και) ~ή ευθύνη. Έχω την ~ή υποχρέωση/~ό χρέος (/καθήκον) να τον βοηθήσω. Ανέλαβε την ~ή δέσμευση να ... Η ανθρωπιστική δράση είναι ~ή επιταγή. Βλ. βιο~, μετα~. 2. (ειδικότ.) ενάρετος, καλός, τίμιος: ~ός: άνθρωπος/πολιτικός. Είναι ~ό στοιχείο (= ~ χαρακτήρας).|| ~ή: συμπεριφορά. ~ές: πράξεις. Πβ. αγνός, ακέραιος, δίκαιος, εγκρατής, σεμνός, χρηστός. Βλ. αισχρός, διεφθαρμένος, φαύλος. ΑΝΤ. ανήθικος 3. που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο κάποιου ή την προσωπικότητά του ή που έχει συναισθηματική αξία: ~ή: ανωτερότητα. ~ές: αρετές. ~ά: προτερήματα/χαρίσματα. Πβ. ψυχοπνευματικός.|| ~ή: αμοιβή/(υπο)στήριξη (ΑΝΤ. υλική, χρηματική). ~ή: νίκη. ● επίρρ.: ηθικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηθική ικανοποίηση: αίσθημα δικαιοσύνης και ευχαρίστησης για καλή πράξη ή θετική κατάληξη αγώνα ή φιλοδοξίας: Αισθάνομαι/νιώθω (μεγάλη) ~ ~. Η ~ ~ θα είναι η μοναδική ανταμοιβή μας. Βλ. αγαθοεργία. [< γαλλ. satisfaction morale] , ηθικός κώδικας/νόμος: το σύνολο των άγραφων και άτυπων κανόνων ηθικής που επικρατούν σε μια κοινωνία. Πβ. φυσικό δίκαιο. [< γαλλ. code/loi morale] , ηθική αποζημίωση βλ. αποζημίωση, ηθική βλάβη βλ. βλάβη, ηθική παρενόχληση βλ. παρενόχληση, ηθικής τάξης/τάξεως βλ. τάξη, ηθικό ανάστημα βλ. ανάστημα, ηθικό δίδαγμα βλ. δίδαγμα, ηθικός κίνδυνος βλ. κίνδυνος, ηθικός πανικός βλ. πανικός, ηθικός τουρισμός βλ. τουρισμός, ηθικός/έμμεσος αυτουργός βλ. αυτουργός ● βλ. ηθικό [< αρχ. ἠθικός ‘σχετικός με την ηθική, εκφραστικός, ευγενικός’, γαλλ. moral, éthique, αγγλ. ethical]

ισχύς

ισχύς [ἰσχύς] ι-σχύς ουσ. (θηλ.) {γεν. ισχύ-ος, αιτ. ισχ-ύ} (λόγ.) 1. δύναμη, ικανότητα άσκησης εξουσίας, ελέγχου, επιρροής: αμυντική/κοινωνική/οικονομική/πολιτική/στρατιωτική ~. Επιβολή κανόνων διά της ~ος. Έχει σημαντική ~ύ στην αγορά. Πβ. πυγμή, σθεναρότητα.|| Η αποδεικτική ~ των επιχειρημάτων κάποιου.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ κρούσεως. 2. εγκυρότητα, κύρος: αναδρομική/καθολική/προσωρινή ~. ~ διαθήκης/συμβολαίου/υπουργικής απόφασης. Χρονική ~ διαβατηρίων/πιστοποιητικών. Αναστέλλω/παρατείνω την ~ύ (= διάρκεια) των μέτρων. Ανανέωση ~ος αδειών. Ο κανονισμός τίθεται εκτός ~ος. ΑΝΤ. ακυρότητα 3. ΦΥΣ. η ποσότητα ενέργειας που παράγεται ή καταναλώνεται στη μονάδα του χρόνου: ακτινοβολούμενη/ηλεκτρική/ηχητική/θερμαντική/ψυκτική ~. ~ εκπομπής/σήματος. Ονομαστική ~ γεννήτριας. Διαχείριση/μετάδοση/μονάδες (βλ. βατ, ίππος)/ποιότητα/πυκνωτές ~ος. Ηχεία/κινητήρες/συστήματα μεγάλης ~ος.|| Έκρηξη μεγάλης ~ος. ● ΣΥΜΠΛ.: θέση ισχύος: που προσδίδει πλεονέκτημα σε αυτόν που την κατέχει: Μιλάω από ~ ~. Βρίσκομαι σε ~ ~., τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: (έχει) ισχύ νόμου: ισοδυναμεί με νόμο: Ειδική διάταξη που έχει ~ ~. Κανονιστικοί όροι με ~ ~. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κυρώνεται και αποκτά ~ ~., η ισχύς εν τη ενώσει (λόγ.): η δύναμη και η επιτυχία πηγάζουν από την ενότητα και τη συνεργασία., σε ισχύ & (λόγ.) εν ισχύι: για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, είναι έγκυρο ή νόμιμο: Τα νέα μέτρα τέθηκαν ~ ~. Κοινοτική νομοθεσία ~ ~ από ..., επίδειξη δύναμης βλ. επίδειξη [< αρχ. ἰσχύς 3: αγγλ. power]

Καλλικράτης

Καλλικράτης Καλ-λι-κρά-της ουσ. (αρσ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πρόγραμμα "Καλλικράτης" & σχέδιο/νόμος Καλλικράτη (Ν. 3852/2010): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διοικητική μεταρρύθμιση που συνίσταται σε κατάργηση των νομαρχιών, τη δημιουργία περιφερειών με αιρετούς περιφερειάρχες και τη μείωση των δήμων από το σχέδιο "Καποδίστριας". Βλ. Κλεισθένης.

Καποδίστριας

Καποδίστριας Κα-πο-δί-στρι-ας ουσ. (αρσ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: σχέδιο & πρόγραμμα "Καποδίστριας" & σχέδιο/νόμος Καποδίστρια: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διοικητική μεταρρύθμιση του 1997 (Ν. 2539) που εφάρμοσε τη συνένωση δήμων και κοινοτήτων. Βλ. ΟΤΑ, πρόγραμμα "Καλλικράτης".

μηδενικός

μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]

πιθανότητα

πιθανότητα πι-θα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η δυνατότητα να συμβεί κάτι: αυξημένη/μειωμένη/μηδενική/σοβαρή ~. ~ επιτυχίας/σφάλµατος (βλ. περιθώριο). Ανύπαρκτες/μηδαμινές ~ες. Αποκλείεται η ~ (= δεν υπάρχει περίπτωση) να ... Αναμένονται νεφώσεις, με μικρή ~ βροχής. Υπάρχουν ελάχιστες ~ες/δεν υπάρχει (καμία) ~ ίασης/να εγκριθεί το σχέδιο. Εξαντλούνται/εξετάζονται όλες οι ~ες. Έχει πολλές ~ες να κερδίσει.|| Διαγνωστική ~. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ενδεχόμενο 2. ΣΤΑΤΙΣΤ. (σύμβ. P) συχνότητα εμφάνισης ενός τυχαίου γεγονότος προς το σύνολο όλων των δυνατών περιπτώσεων: δεσμευμένη (ή υπό συνθήκη)/ολική ~. Κατανομή/μέτρο/πυκνότητα/συνάρτηση ~ας. Βλ. τυχαιότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: Θεωρία (των) Πιθανοτήτων & (προφ.) Πιθανότητες: ΜΑΘ. που έχει ως αντικείμενό της την κατασκευή μαθηματικών μοντέλων για την πρόβλεψη τυχαίων φαινομένων· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος. Βλ. πείραμα τύχης, συνάρτηση κατανομής, τυχαία μεταβλητή. [< γαλλ. Théorie des Probabilités ] , νόμος των πιθανοτήτων: ΜΑΘ. ο στατιστικός υπολογισμός των προϋποθέσεων να εκδηλωθεί ένα φαινόμενο, με βάση τον οποίο κάτι θεωρείται πιθανό ή απίθανο: σύμφωνα με τον ~ο ~ ... ● ΦΡ.: κατά πάσα πιθανότητα & (λόγ.) κατά πάσαν πιθανότητα: για κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο· πιθανότατα: Το ατύχημα οφείλεται, ~ ~ στις κακές καιρικές συνθήκες. ~ ~, θα έρθει. [< αρχ. πιθανότης ‘πειστικότητα, αξιοπιστία’, γαλλ. probabilité]

πνεύμα

πνεύμα [πνεῦμα] πνεύ-μα ουσ. (ουδ.) {πνεύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. νους, μυαλό, τρόπος σκέψης: Έχει αναλυτικό/ανοιχτό/επιστημονικό/επιχειρηματικό/ερευνητικό/κριτικό/μαθηματικό/μεθοδικό/οργανωτικό/φιλοσοφικό ~. Τα επιτεύγματα του ανθρώπινου ~ατος. Απελευθέρωση/καλλιέργεια του ~ατος. Άτομο με ετοιμότητα/ευρύτητα ~ατος. Δραστηριότητες που αναζωογονούν/διεγείρουν το ~. Η παράσταση μας βάζει στο ~ του συγγραφέα.|| (ως άυλη υπόσταση:) Το σώμα και το ~ (: η ψυχή). ΑΝΤ. σάρκα. 2. (κατ' επέκτ.) ο άνθρωπος ως προς τις νοητικές του ικανότητες και την προσωπικότητά του: Ένα από τα εξέχοντα/λαμπρότερα/πιο φωτεινά ~ατα της εποχής του. Είναι ανήσυχο/απαιτητικό/δημιουργικό/δραστήριο/εκλεπτυσμένο/ελεύθερο/εμπορικό/εφευρετικό/σπινθηροβόλο/στοχαστικό ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία. 3. εξυπνάδα, οξύνοια: Γοητεύει με το οξύ και σπινθηροβόλο ~ του. 4. λογική, νοοτροπία, σύνολο αντιλήψεων: αυταρχικό/καταναλωτικό/μιλιταριστικό/φιλελεύθερο ~. Επικρατεί/κυριαρχεί ένα διαφορετικό/νέο ~. Κινούνται στο ίδιο (περίπου) ~. Πρόταση που δεν εναρμονίζεται/συμβιβάζεται/συνάδει με το ~ του νομοθέτη. Βρίσκονται κοντά στο/μακριά από το ~ και τις αναζητήσεις της σύγχρονης γενιάς. Υπό το ~ αυτό, θεωρούμε ότι ...|| Σύμφωνα με τις απαιτήσεις και το ~ της αγοράς. Έργο που εκφράζει το ~ της εποχής μας/των καιρών.|| Το αρχαιοελληνικό/χριστιανικό ~. Το ~ του Διαφωτισμού/Ολυμπισμού (: ολυμπιακό ~). Το ~ των προγόνων (= η πνευματική κληρονομιά). 5. νόημα, περιεχόμενο, η βαθύτερη ουσία: Σύμφωνα με το ~ του άρθρου/των κανονισμών/των όρων χρήσης ... Αντίθετοι με το ~ του νομοσχεδίου. Προσπαθεί να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο πιστά/να συλλάβει το ~ του βιβλίου/του ποιήματος. Δεν συμβαδίζουν με το/ενεργούν ενάντια στο ~ των ειρηνευτικών συμφωνιών. 6. ψυχική διάθεση, στάση: με αδούλωτο/ακατάβλητο/(αντ)αγωνιστικό/μαχητικό/οικουμενικό/ομαδικό/συλλογικό/φιλικό ~. Διάλογος (μέσα) σε ~ αδελφοσύνης/εμπιστοσύνης/καλής θέλησης/κατανόησης/συνεργασίας. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει το ~ του νικητή. Επέδειξε υψηλό ~ (= φρόνημα)/~ αυτοθυσίας.|| Το εορταστικό/εύθυμο ~ (= ατμόσφαιρα, κλίμα) των ημερών. 7. άυλη, υπερφυσική υπόσταση· ειδικότ. ξωτικό, φάντασμα: το Πνεύμα του Θεού (= η θεία δύναμη, χάρη).|| Πονηρό ~/το ~ του κακού (= ο διάβολος). (ΛΑΟΓΡ.) Έκαναν αγιασμό για να διώξουν/φύγουν τα κακά ~ατα.|| Αγαθά/καλά ~ατα. Τα ~ατα του δάσους. Βλ. αερικό, δαιμόνιο, καλικάντζαρος, νεράιδα, στοιχειό, τελώνιο.|| Ισχυριζόταν ότι επικοινωνεί με/καλεί τα ~ατα (= τις ψυχές των νεκρών· πβ. ίσκιος. Βλ. πνευματισμός). 8. ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) δασεία ή ψιλή. ● πνεύματα (τα) (προφ.): συναισθηματική κατάσταση, κυρ. ψυχική ένταση: Άναψαν/οξύνθηκαν τα ~. Προσπάθησε να ηρεμήσει/καθησυχάσει/κατευνάσει τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Πνεύμα: ΕΚΚΛΗΣ. το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας: Πατήρ, Υιός και ~ ~. Βλ. η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος., το γράμμα και το πνεύμα & το πνεύμα και το γράμμα: η διατύπωση και το περιεχόμενο: Εξετάζοντας ~ ~ των παραπάνω διατάξεων, ... [< γαλλ. l'esprit et la lettre ] , το πνεύμα και το ύφος & το ύφος και το πνεύμα: το περιεχόμενο και το ύφος: μετάφραση σύμφωνη με ~ ~ του πρωτοτύπου., το πνεύμα του νόμου: το ουσιαστικό περιεχόμενο ενός νόμου: Ενεργώ σύμφωνα με/παραβιάζω ~ ~. Πβ. το γράμμα του νόμου. [< γαλλ. l' esprit de loi] , αθλητικό πνεύμα βλ. αθλητικός, ακάθαρτο πνεύμα βλ. ακάθαρτος, άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ελευθερία του πνεύματος/πνευματική ελευθερία βλ. ελευθερία, Ζωοποιό Πνεύμα βλ. ζωοποιός, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, πνεύμα αντιλογίας βλ. αντιλογία, πνευματική διαύγεια/διαύγεια πνεύματος βλ. διαύγεια ● ΦΡ.: κάνω πνεύμα (προφ.-συνήθ. ειρων.): λέω ευφυολογήματα: ~ει ~ (= λέει εξυπνάδες) παρά χιούμορ. [< γαλλ. faire de l' esprit] , μπαίνω στο πνεύμα (προφ.): εξοικειώνομαι, προσαρμόζομαι· αρχίζω να καταλαβαίνω: Άρχισε να ~ει ~ (: στο κλίμα) της ομάδας/του παιχνιδιού. Πβ. εγκλιματίζομαι.|| Μπες στο ~ του κειμένου! Πβ. μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα., παρέδωσε το πνεύμα & (σπάν.) την ψυχή: (κυρ. ΕΚΚΛΗΣ.) πέθανε· (ειρων., για μηχάνημα ή συσκευή) σταμάτησε να λειτουργεί, χάλασε., πουλάω πνεύμα/εξυπνάδα (προφ.): κάνω τον έξυπνο: Θέλει/προσπαθεί να (μας) ~ήσει ~., μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι βλ. φτωχός, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται/συναντιούνται! βλ. συναντώ, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής βλ. σαρξ [< 1-5,7: αρχ. πνεῦμα 6: γαλλ. esprit 8: μτγν. σημ.]

ποινικός

ποινικός, ή, ό ποι-νι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την ποινή: ~ός: κρατούμενος (βλ. πολιτικός)/σωφρονισμός. ~ή: διαδικασία/δικαιοδοσία/δικαιοσύνη/δίκη/έρευνα/ευθύνη/καταστολή/νομοθεσία/προστασία (του περιβάλλοντος). ~ό: Δικαστήριο (: που δικάζει ~ές υποθέσεις)/σύστημα. ~ές: αποφάσεις/διατάξεις/καταδίκες/κυρώσεις. ~ά: ζητήματα/μέτρα. Τομέας ~ών Επιστημών. Πράξη που αποτελεί/συνιστά ~ό αδίκημα (= ~ή πράξη). ● επίρρ.: ποινικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Ο παραβάτης διώκεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικοί ποινικοί νόμοι: κώδικες προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι του Ποινικού Κώδικα ή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας., Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων δικαίου που καθορίζουν ποιες πράξεις συνιστούν εγκλήματα, καθώς και τα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν στους δράστες των πράξεων αυτών., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία: το σύνολο των κανόνων δικαίου που αναφέρονται στις αρμοδιότητες των οργάνων και τη διαδικασία δράσης τους για την εφαρμογή του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου: Κύρια πηγή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου είναι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. [< γερμ. Strafverfahren, Strafprozessrecht] , Ποινικός Κώδικας (ακρ. ΠΚ): ΝΟΜ. κώδικας με διατάξεις που ορίζουν τις αξιόποινες πράξεις και τις αντίστοιχες ποινές., ποινική δίωξη βλ. δίωξη, ποινική ρήτρα βλ. ρήτρα, Ποινικό Δίκαιο βλ. δίκαιο, ποινικό μητρώο βλ. μητρώο [< γαλλ. pénal]

σιωπή

σιωπή σι-ω-πή ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία δεν ακούγονται ομιλίες ή θόρυβοι· (στον πληθ.) τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα: απέραντη/ατέλειωτη/βαθιά ~. Η ~ του βυθού/της νύχτας/της φύσης (πβ. ησυχία, σιγαλιά). Στιγμές/ώρες ~ής. Έγινε/έπεσε ~. Επικρατεί απόλυτη ~. Μέσα στη ~. Πβ. σιγή.|| Οι παύσεις και οι ~ές της ταινίας. Φιλμ διαλόγων και ~ών. 2. (κατ' επέκτ.) η στάση του ανθρώπου που δεν θέλει ή δεν μπορεί να εκφράσει την άποψή του, να απαντήσει ή να αντιδράσει σε κάτι: αδικαιολόγητη/αμήχανη/απρόσμενη/ένοχη/ενοχλητική/επιβεβλημένη/ηχηρή/θλιβερή/θλιμμένη/περίεργη/συνειδητή/υποκριτική ~. Η ~ της ντροπής/του τρόμου. Κύκλος/πέπλο/στάση/τείχος ~ής. Το δικαίωμα/σπάσιμο της ~ής. Τηρεί ~ για το θέμα/την υπόθεση. Επέλεξε τη ~. Καταδικάστηκε/κρύβεται στη ~. Προτίμησα την εύγλωττη ~. Μετά την παρέμβασή του, ακολούθησε ~ αμηχανίας. Αντιμετώπισε το ζήτημα με παγερή ~. Εξαγόρασαν τη ~ μας (: για μάρτυρες ή θύματα). Η ~ είναι συνενοχή.|| Ύστερα από μακρά ~ (= αδράνεια, αποχή) ... ● ΣΥΜΠΛ.: (η) συνωμοσία (της) σιωπής: συμφωνία ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας προσώπων να συγκαλύψουν κάτι, αποσιωπώντας το: Εξυφαίνεται μια ~ ~. ~ ~ καλύπτει το φιάσκο. [< γαλλ. la conspiration du silence] , ο νόμος της σιωπής (μτφ.): όταν συγκαλύπτεται κάτι μεμπτό, παράνομο: ο άγραφος ~ ~ και της εκδίκησης. Επικρατεί/σπάει ~ ~. Έχει επιβληθεί ~ ~ για ορισμένα θέματα-ταμπού. Πβ. ομερτά. [< γαλλ. la loi du silence] , εκκωφαντική σιωπή βλ. εκκωφαντικός, η γλώσσα της σιωπής βλ. γλώσσα, νεκρική σιγή/σιωπή βλ. νεκρικός ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή (μτφ.): απόλυτη ησυχία: ~ ~ βασιλεύει στην περιοχή. Στην αίθουσα επικρατούσε ~ ~. Τηρείται ~ ~ (για κάτι)., η σιωπή είναι χρυσός (παροιμ.): (σε ορισμένες περιπτώσεις) η σιωπή είναι πολύτιμη: ~ ~, ιδίως όταν δεν έχεις τίποτα καινούργιο να πεις. ΣΥΝ. τα πολλά λόγια είναι φτώχεια [< γαλλ. le silence est d'or] , η σιωπή μου προς απάντησή σου (προφ.): απαξιώ, δεν καταδέχομαι να σου απαντήσω., λύνω τη σιωπή μου: αποφασίζω να μιλήσω έπειτα από αρκετό χρονικό διάστημα, συνήθ. για να αποκαλύψω κάτι: Έλυσε ~ του και απάντησε στις κατηγορίες., σιωπή! (ως προσταγή): μη μιλάς, πάψε: ~ εσύ/παρακαλώ! ~, τώρα μιλάω εγώ. Πβ. σουτ, τσιμουδιά. , (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων [< αρχ. σιωπή, αγγλ.-γαλλ. silence]

στρατιωτικός

στρατιωτικός, ή, ό στρα-τι-ω-τι-κός επίθ.: ΣΤΡΑΤ. που σχετίζεται με τον Στρατό Ξηράς και γενικότ. τις Ένοπλες Δυνάμεις ή τους στρατιώτες: ~ός: ακόλουθος/αναλυτής/γιατρός/δικαστής/δορυφόρος/εξοπλισμός/ιερέας/χαιρετισμός. ~ή: ακαδημία/απειλή/αποστολή/άσκηση/βάση/βία/βοήθεια/δικαιοσύνη/δικτατορία/διοίκηση/δράση/εισβολή/εκπαίδευση/επέμβαση/ζωή (: που χαρακτηρίζεται από πειθαρχία, αφοσίωση στο καθήκον, αίσθημα ευθύνης)/ηγεσία/ήττα/θητεία/ιεραρχία/ιστορία/ισχύς (μιας χώρας)/μονάδα/νίκη/οργάνωση/παρέλαση/παρουσία (: σε ένα μέρος)/περιοχή/στρατηγική/συνεργασία/τέχνη/υπεροχή/φάλαγγα. ~ό: αεροδρόμιο/αεροσκάφος/δικαστήριο (βλ. αερο-, ναυτο-, στρατο-δικείο)/δόγμα/έγγραφο/εμβατήριο/έμβλημα/επάγγελμα/καθεστώς/κατεστημένο/κοιμητήριο/μουσείο/νοσοκομείο/όχημα/πλήγμα/σώμα/υλικό/φυλάκιο. ~οί: κύκλοι. ~ές: Αρχές/δαπάνες/δυνάμεις/εγκαταστάσεις/επιχειρήσεις/πιέσεις/υπηρεσίες/φυλακές. ~ά: είδη (σε κατάστημα)/θέματα/καθήκοντα/μέσα. ~ Ποινικός Κώδικας. ~ή δομή/Επιτροπή. Το ~ό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σύστημα πλοήγησης για ~ές εφαρμογές/~ή χρήση. Η κηδεία του έγινε με ~ές τιμές. Βλ. παρα~. ΑΝΤ. πολιτικός (3) ● Ουσ.: στρατιωτικά (τα) (προφ.): η στρατιωτική στολή. ΣΥΝ. φανταρίστικα ΑΝΤ. πολιτικά (2), στρατιωτικό (το) (προφ.): η στρατιωτική θητεία: Δεν έχει κάνει/Έχει τελειώσει το ~ του. ΣΥΝ. φανταριλίκι, στρατιωτικός (ο/η): μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων: πρώην/υψηλόβαθμος ~. Βλ. ιδιώτης, πολίτης. [< γαλλ. militaire] ● επίρρ.: στρατιωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: στρατιωτική αστυνομία: στρατονομία., στρατιωτικός νόμος: σύμφωνα με τον οποίο ολόκληρη χώρα ή τμήμα της τίθεται σε κατάσταση πολιορκίας: επιβολή/κήρυξη ~ού ~ου., άοπλη (στρατιωτική) θητεία βλ. θητεία, στρατιωτικές υποχρεώσεις βλ. υποχρέωση, στρατιωτική αντιπαράθεση βλ. αντιπαράθεση, στρατιωτική ζώνη βλ. ζώνη, στρατιωτική πειθαρχία βλ. πειθαρχία, Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων βλ. εύελπις [< αρχ. στρατιωτικός ‘σχετικός με στρατιώτη’]

συμβόλαιο

συμβόλαιο συμ-βό-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {συμβολαί-ου}: ΝΟΜ. γραπτή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, με την οποία οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται απέναντι στους όρους της και ειδικότ. σύμβαση εργασίας· συνεκδ. το σχετικό επίσημο έγγραφο: αποκλειστικό/ασφαλιστήριο/διετές/δισκογραφικό/επαγγελματικό/μεταβιβαστικό/μισθωτήριο/προγαμιαίο/προθεσμιακό/συνταξιοδοτικό/τηλεοπτικό/(μτφ.) χρυσό ~. ~ γονικής παροχής/πώλησης (κατοικίας)/συνεργασίας/συντήρησης (εξοπλισμού)/τεχνικής υποστήριξης. Αθέτηση/αναπροσαρμογή/αξία/διακοπή/εξαγορά/επέκταση/καταγγελία/λύση/όροι/παραβίαση του ~ου.|| ~ διάρκειας ενός έτους/ύψους ... ευρώ. Έκλεισε/έχει συνάψει ~ με την εταιρεία ... Ακύρωσε/ανανέωσε/έσπασε το ~ό του. Ο παίκτης δεσμεύεται με ~/θα τιμήσει το ~ό του (ενν. με την ομάδα). Το ~ό της με τον (τηλεοπτικό) σταθμό λήγει το καλοκαίρι. (μτφ.) Κανείς δεν κάνει ~ με την επιτυχία (: δεν είναι δεδομένη).|| Αντίγραφο ~ου. Η αξία του ακινήτου αναγράφεται στο ~. Το όνομα του παίκτη θα ανακοινωθεί, μόλις πέσουν οι υπογραφές στα ~α. (συνήθ. για συμβολαιογράφο) Ανέλαβε τη σύνταξη του οριστικού ~ου. Πβ. συμφωνητικό. Βλ. προσύμφωνο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό συμβόλαιο: συμφωνία, πραγματική ή υποθετική, μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, βάσει της οποίας καθένα από αυτά παραχωρεί τα φυσικά του δικαιώματα, με αντάλλαγμα έννομα δικαιώματα στο πλαίσιο οργανωμένου κράτους. [< αγγλ. social contract, 1660, γαλλ. contrat social] , λευκό συμβόλαιο: (κυρ. για αθλητή) που δεν αναγράφεται η αμοιβή του ή εμφανίζεται ότι δεν εισπράττει χρήματα: πρακτική ~ών ~ων (: για φοροαποφυγή και των δύο συμβαλλομένων). Έρχομαι στην ομάδα και με ~ ~ (: χωρίς αποδοχές)., συμβόλαιο τιμής: προφορική δέσμευση για εκπλήρωση υπόσχεσης, τήρηση συμφωνίας: (σε προεκλογικό λόγο) Το πρόγραμμά μας είναι ~ ~ με τον λαό., κλειστό συμβόλαιο βλ. κλειστός, συμβόλαιο θανάτου βλ. θάνατος ● ΦΡ.: ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος & (σπάν.) σπαθί (προφ.-μτφ.): για πρόσωπο που τηρεί τις υποσχέσεις του, που είναι άξιο εμπιστοσύνης., στα συμβόλαια (προφ.): στη φάση των τελικών διαπραγματεύσεων πριν ή μέχρι και την οριστική υπογραφή ενός συμβολαίου: Βρήκαμε σπίτι για αγορά και τώρα είμαστε ~ ~. [< αρχ. συμβόλαιον, γαλλ. contrat, αγγλ. contract]

τρισυλλαβία

τρισυλλαβία τρι-συλ-λα-βί-α ουσ. (θηλ.): ύπαρξη τριών συνολικά συλλαβών σε μια λέξη (όπως "α-γα-πώ"). ● ΣΥΜΠΛ.: ο νόμος της τρισυλλαβίας: ΓΡΑΜΜ. που προβλέπει ότι κάθε λέξη στα Ελληνικά, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συλλαβών της, μπορεί να τονίζεται μόνο σε μία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές της. [< μτγν. τρισυλλαβία, γερμ. Dreisilbengesetz]

τυπικός

τυπικός, ή, ό τυ-πι-κός επίθ. 1. που συγκεντρώνει τα βασικά γνωρίσματα συνόλου· χαρακτηριστικός: ~ός: εκπρόσωπος. ~ή: δομή/περίπτωση/συμπεριφορά. ~ό: παράδειγμα. ~ές: χρήσεις. Τα ~ά συμπτώματα της νόσου είναι ... (ΑΝΤ. άτυπα). ΑΝΤ. ατυπικός.|| ~ός: προορισμός διακοπών. ~ή: οικογένεια. ~ό: λάθος. Μία ~ή μέρα. Με την ~ή έννοια της λέξης. ~ά πιάτα της ελληνικής κουζίνας. Πβ. αντιπροσωπευτ-, κλασ-ικός. Βλ. πρωτο~.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Περίοδος της αφαιρετικής σκέψης ή των ~ών συλλογισμών.|| (ΜΑΘ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: παράμετρος/σημασιολογία (των γλωσσών προγραμματισμού). ~ές: μέθοδοι (π.χ. ανάλυσης συστημάτων). 2. καθιερωμένος, συνήθης: ~ή: προσφώνηση/συνάντηση. Τελετουργικές πράξεις και ~ή λατρεία. ~οί κανόνες ευπρέπειας. 3. που είναι κοινότοπος· τυποποιημένος: ~ή: ταξινόμηση. ~ές: εκφράσεις. ΑΝΤ. πρωτότυπος 4. που γίνεται χωρίς ουσία, επιφανειακά: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναβάθμιση/διαδικασία. Από ~ή άποψη. Η ένσταση απορρίφθηκε για ~ούς λόγους. ΑΝΤ. ουσιαστικός (2) 5. που ακολουθεί τους καθιερωμένους τύπους και κανόνες· συνεπής: ~ός: υπάλληλος. Είναι πολύ ~ή στη δουλειά/στα ραντεβού/στις υποχρεώσεις της. 6. (για πρόσ.) συντηρητικός: ~ός: άνθρωπος (: συγκρατημένος). ~ό: ντύσιμο. Πβ. αυστηρός. 7. που τηρεί πιστά τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, που γίνεται χωρίς φιλική διάθεση· συμβατικός: ~ός: χαιρετισμός. ~ή: επίσκεψη/ευγένεια/χειραψία. Ανταλλάσσουν μόνο μια ~ή καλημέρα. Οι σχέσεις του με τους γείτονες/συναδέλφους του είναι εντελώς ~ές. Πβ. ψυχρός. 8. που έχει επίσημο ή θεσμοθετημένο χαρακτήρα: ~ή: έγκριση/επιβεβαίωση/νομιμότητα. ~ά: προσόντα. ~ή επικύρωση απόφασης/συμφωνίας. Οι προσφορές αποκλείστηκαν, διότι δεν πληρούσαν τους ~ούς όρους του διαγωνισμού.|| ~ές μορφές εκπαίδευσης. ΑΝΤ. άτυπος (1) ● επίρρ.: τυπικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: τυπική ισχύς (νόμου): ΝΟΜ. για να δηλωθεί ότι η εγκυρότητα νόμου αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσής του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: || (κατ' επέκτ.) Το Σύνταγμα έχει αυξημένη ~ ~ύ (= υπεροχή έναντι οποιουδήποτε νόμου)., τυπικό βάρος: ΧΗΜ. το άθροισμα των ατομικών βαρών που έχουν τα άτομα των στοιχείων χημικής ένωσης. Βλ. μοριακό βάρος., επίσημη/τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, τυπική απόκλιση βλ. απόκλιση, τυπική γλώσσα βλ. γλώσσα, τυπική γραμματική βλ. γραμματική, τυπική λογική βλ. λογική, τυπικός νόμος βλ. νόμος [< μτγν. τυπικός, γαλλ. typique, formel, αγγλ. typic(al), formal]

φύσει

φύσει φύ-σει επίρρ. (λόγ.): (για γνώρισμα που έχει κάποιος) από τη φύση του, εκ γενετής: ~ αισιόδοξος/καλός. Βλ. νόμω. ΣΥΝ. εκ φύσεως ● ΦΡ.: φύσει αδύνατον (εμφατ.): εντελώς αδύνατον: Είναι ~ ~ να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει., φύσει και θέσει: (για τόπο ή άνθρωπο) από τη φύση και τη θέση του: χωριό ~ ~ μαγικό.|| ~ ~ ηγέτης. [< αρχ. φύσει]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.