Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • νόσος νό-σος ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε διαταραχή της φυσιολογικής δομής ή λειτουργίας τμήματος, οργάνου ή συστήματος του οργανισμού, με χαρακτηριστικά συμπτώματα και γνωστή ή άγνωστη αιτιολογία, παθολογία και πρόγνωση: αλλεργική (= αλλεργία)/αναπνευστική (π.χ. άσθμα, εμφύσημα)/ασυμπτωματική (π.χ. οστεοπόρωση, υπέρταση)/γενετική (π.χ. μεσογειακή αναιμία)/δερματική (= δερματίτιδα)/έκδηλη/εκφυλιστική (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας)/επιδημική/θανατηφόρα/ιογενής (= ίωση)/καλοήθης/κακοήθης (: όγκος)/καρδιαγγειακή (π.χ. αθηροσκλήρωση)/λοιμώδης (= λοίμωξη)/μεταβολική (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης)/μεταδοτική (π.χ. φυματίωση)/μολυσματική/νευρολογική (= νευροπάθεια)/περιοδοντική (π.χ. ουλ-, περιοδοντ-ίτιδα)/ πολυπαραγοντική/σπάνια/τροπική (π.χ. ελονοσία)/φλεγμονώδης (= φλεγμονή) ~. ~ του παχέος εντέρου (π.χ. κολίτιδα)/του ήπατος (= ηπατίτιδα). Ανάπτυξη/αντιμετώπιση/αποδρομή/διάγνωση/εκδήλωση/εμφάνιση/επιπλοκές/θεραπεία/κρούσματα/μορφές/πορεία μιας ~ου. Βραδέως/ταχέως εξελισσόμενη ~. ~ που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα. Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων. ΣΥΝ. αρρώστια (1), ασθένεια, νόσημα, πάθηση ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος της κυανής γλώσσας: ΚΤΗΝ. καταρροϊκός πυρετός. [< γαλλ. maladie de la langue bleue] , νόσος του Weil: λεπτοσπείρωση., νόσος του Χάνσεν: λέπρα. [< αγγλ. Hansen's disease, 1938] , νόσος των λεγεωνάριων/λεγεωναρίων: ΙΑΤΡ. λοίμωξη που προκαλείται από το βακτηρίδιο Legionella pneumophila, το οποίο αναπτύσσεται σε υγρό περιβάλλον, και μεταδίδεται μέσω εισπνοής ή εισρόφησης μικρών σταγονιδίων νερού. [< αγγλ. legionnaires' disease, 1976] , (νόσος του) Αλτσχάιμερ βλ. Αλτσχάιμερ, ασθένεια του φιλιού βλ. φιλί, ασθένεια/νόσος του ύπνου βλ. ύπνος, ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος βλ. αυτοάνοσος, γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, ενδημική νόσος βλ. ενδημικός, επαγγελματική ασθένεια βλ. ασθένεια, επάρατη/(λόγ.) επάρατος νόσος βλ. επάρατος, ιερά νόσος βλ. ιερός, νόσος (της) αποσυμπίεσης βλ. αποσυμπίεση, νόσος των δυτών βλ. δύτης, νόσος/σύνδρομο (του) Πάρκινσον βλ. σύνδρομο, στεφανιαία (νόσος) βλ. στεφανιαίος, συστηματική νόσος βλ. συστηματικός, τρομώδης νόσος βλ. τρομώδης, ψυχική ασθένεια βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: θεραπεύει πάσα(ν) νόσο(ν) και πάσα(ν) μαλακία(ν) βλ. θεραπεύω [< αρχ. νόσος]

αγελάδα

αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]

Αλτσχάιμερ

Αλτσχάιμερ [Ἀλτσχάιμερ] Ἀλτσ-χά-ι-μερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΙΑΤΡ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: (νόσος του) Αλτσχάιμερ: ΙΑΤΡ. προοδευτική εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου, συνήθ. της προγεροντικής ηλικίας, που χαρακτηρίζεται από διάχυτη ατροφία του εγκεφαλικού φλοιού και καταλήγει σε άνοια. Βλ. αμυλοειδές, γεροντική άνοια, μαλάκυνση (του) εγκεφάλου. [< γερμ. Alzheimer(krankheit), αγγλ. Alzheimer's disease, 1911, γαλλ. alzheimer, 1988, γερμ. ανθρ. Α. Alzheimer]

αποσυμπίεση

αποσυμπίεση [ἀποσυμπίεση] α-πο-συ-μπί-ε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαδικασία αποβολής του πλεονάζοντος αζώτου που διαλύθηκε στους ιστούς του οργανισμού κατά την κατάδυση ή την πτήση: αιφνίδια/μερική/ταχεία ~. (Εκρηκτική) ~ καμπίνας επιβατών. Βαλβίδα/θάλαμος/πίνακες/φιάλες ~ης (διαστημικού σταθμού/νοσοκομείου). (για δύτη:) Στάσεις ~ης και εκπνοές κατά την ανάδυση. Μπουκάλα οξυγόνου για ~. 2. ΠΛΗΡΟΦ. επαναφορά συμπιεσμένου αρχείου στο αρχικό του μέγεθος: πρόγραμμα ~ης. ΑΝΤ. συμπίεση (1) 3. (μτφ.) άμβλυνση της έντασης: ~ της κρίσης (= εκτόνωση). Πβ. αποφόρτιση. 4. ΙΑΤΡ. ανακούφιση οργάνου ή μέρους του σώματος από εσωτερική πίεση: ~ της καρδιάς/νευρικών ριζών. ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος (της) αποσυμπίεσης: ΙΑΤΡ. που οφείλεται στον σχηματισμό φυσαλίδων αζώτου στον οργανισμό ύστερα από απότομη μείωση της ατμοσφαιρικής πίεσης, η οποία μπορεί να επιφέρει μέχρι και παράλυση ή θάνατο και προσβάλλει κυρ. δύτες που ανεβαίνουν απότομα στην επιφάνεια του νερού από μεγάλο βάθος ή πληρώματα και επιβάτες αεροσκαφών που ανέρχονται απότομα σε μεγάλο ύψος. ΣΥΝ. νόσος των δυτών [< αγγλ. decompression sickness, 1941] [< γαλλ. décompression, αγγλ. decompression, 1905]

ασθένεια

ασθένεια [ἀσθένεια] α-σθέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} (λόγ.): αρρώστια, νόσος: ανίατη/γενετική/διανοητική/εκφυλιστική/θανατηφόρα/ιάσιμη/κληρονομική/μεταδοτική/μολυσματική/νεοπλασματική/πολυπαραγοντική/χρόνια ~. Ιογενείς ~ες. ~ του αναπνευστικού. Ανακούφιση/διάγνωση/εξέλιξη/κρούσματα/παρακολούθηση/πρόληψη/συμπτώματα μιας ~ας. Φάρμακο κατά της ~ας ... Άδεια/βιβλιάριο/επίδομα/παροχές ~είας. Φορείς ~ών. Κόλλησε/μετέφερε την ~. Πάσχει/προσβλήθηκε/υποφέρει από ~. Η ~ εκδηλώθηκε/εξαπλώθηκε. Πβ. νόσημα, πάθηση. Βλ. μυ~, νευρ~.|| (ΚΤΗΝ.) Παρασιτική ~. (ΓΕΩΠ.) ~ των δέντρων/του φυλλώματος. ~ του αμπελιού (π.χ. περονόσπορος, φυλλοξήρα). ~ες καλλωπιστικών φυτών. Μυκητολογικές ~ες λαχανικών.|| (μτφ.) Κοινωνική/πνευματική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλωματική ασθένεια: σε περιπτώσεις που κάποιος προφασίζεται ότι είναι άρρωστος, για να αποφύγει δυσάρεστη κατάσταση: σκηνοθετημένη ~ ~., επαγγελματική ασθένεια & νόσος: που οφείλεται στη φύση ορισμένων επαγγελμάτων. Βλ. αμιάντωση, βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, ιατρική της εργασίας. [< αγγλ. occupational disease, 1901, occupational illness] , παιδική ασθένεια/αρρώστια 1. ΙΑΤΡ. που προσβάλλει κυρ. παιδιά. Βλ. ανεμοβλογιά, ιλαρά, κοκίτης, οστρακιά, παρωτίτιδα. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) αρνητικό στοιχείο που δηλώνει ανωριμότητα, επιπολαιότητα, απειρία: (στο μπάσκετ) Η ~ ~ των πολλών χαμένων βολών., ασθένεια του φιλιού βλ. φιλί, ασθένεια/νόσος του ύπνου βλ. ύπνος, ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος βλ. αυτοάνοσος, γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, ψυχική ασθένεια βλ. ψυχικός [< αρχ. ἀσθένεια, γαλλ. maladie, asthénie, αγγλ. asthenia]

αυτοάνοσος

αυτοάνοσος, η, ο [αὐτοάνοσος] αυ-το-ά-νο-σος επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αυτοανοσία: ~ος: διαβήτης. ~η: αντίδραση/διαταραχή/ηπατίτιδα. ~ο: σύνδρομο. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος: που οφείλεται σε αντισώματα τα οποία παράγει το σώμα εναντίον των δικών του κυττάρων ή ιστών. Βλ. σκλήρυνση κατά πλάκας. [< αγγλ. autoimmune, 1952, γαλλ. auto-immun, 1973]

δύτης

δύτης δύ-της ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. δύτρια}: πρόσωπο που πραγματοποιεί καταδύσεις για αλιευτικούς, στρατιωτικούς ή άλλους σκοπούς: αυτόνομος (= αυτοδύτης)/ελεύθερος (: που κάνει ελεύθερη κατάδυση)/επαγγελματίας/ερασιτέχνης ~. ~ες με σκάφανδρο. ~ διασώστης (βλ. βατραχάνθρωπος). Σχολή ~ών. Πβ. βουτηχτής, κατα~. ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος των δυτών & ασθένεια των δυτών: ΙΑΤΡ. νόσος (της) αποσυμπίεσης. [< γαλλ. maladie des caissons] , μέθη των δυτών/του βυθού βλ. μέθη [< αρχ. δύτης ‘βουτηχτής’, γαλλ. plongeur]

ενδημικός

ενδημικός, ή, ό [ἐνδημικός] εν-δη-μι-κός επίθ. (επιστ.): που αναφέρεται στην ενδημία: (ΙΑΤΡ.) ~ή ζώνη της ελονοσίας. Βλ. επι-, παν-δημικός.|| (μτφ., αρνητ. συνυποδ.) ~ά: φαινόμενα. ~ή η ανεργία των νέων στην Eυρωπαϊκή Ένωση.||(ΒΙΟΛ.) ~ή: βλάστηση. ~ά: ζώα/πουλιά/φυτά/ψάρια. Απειλούμενα ~ά είδη. Πβ. ιθαγενής. Βλ. απο-, επι-δημητικός, κοσμοπολίτικος, μεταναστευτικός. ΣΥΝ. ενδημών ● ΣΥΜΠΛ.: ενδημική νόσος: ασθένεια που παρουσιάζεται τακτικά ή περιοδικά σε ανθρώπινη κοινότητα, αλλά είναι κλινικά αναγνωρίσιμη σε ορισμένα άτομα: Ο κίτρινος πυρετός είναι ~ ~.|| (μτφ.) Η ~ ~ της διαφθοράς και του λαδώματος. [< γαλλ. endémique, αγγλ. endemic]

επάρατος

επάρατος, η/ος, ο [ἐπάρατος] ε-πά-ρα-τος επίθ. (λόγ.): καταραμένος, ολέθριος: ο ~ διχασμός (ενν. των Ελλήνων). Τα ~α χρόνια της Κατοχής. ● ΣΥΜΠΛ.: επάρατη/(λόγ.) επάρατος νόσος: ο καρκίνος: άνιση πάλη με την ~η ~ο.|| (ως ουσ.) Πάσχει από την ~ο. [< αρχ. ἐπάρατος] ΕΠΑΡΑΤΟΣ

θεραπεύω

θεραπεύω θε-ρα-πεύ-ω ρ. (μτβ.) {θεράπευ-σα, θεραπεύ-τηκα (λόγ.) -θηκα, -τεί (λόγ.) -θεί, -όμενος, -μένος, -οντας} 1. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου ή καταπολεμώ πρόβλημα υγείας: Αγωγή/φάρμακο/χάπι που ~ει την αρθρίτιδα/την κατάθλιψη. ~ τον άρρωστο/τον τραυματία. Η ιατρική/ομοιοπαθητική ~ει ψυχικές και σωματικές παθήσεις. Νόσος που δεν ~εται (= ιάται). ~τηκε πλήρως από την ασθένεια (= αποθεραπεύτηκε).|| (μτφ.) Βιβλία που ~ουν την ψυχή. Ψυχικό τραύμα που ~τηκε. Πβ. επουλώνω, ιαίνω. ΣΥΝ. γιατρεύω (1) 2. (μτφ.) διορθώνω ή αντιμετωπίζω κάτι δραστικά: ~σε την (κοινωνική) αδικία/την (οικονομική) ανάγκη/την ανισότητα/τη βλάβη/τη ζημιά/το κακό. Δεν αρκεί να ~ουμε τα προβλήματα, αλλά πρέπει και να τα προλαμβάνουμε. 3. (σπάν.-λόγ.) ασχολούμαι συστηματικά ή με ζήλο με κάτι, ιδ. επιστήμη, τέχνη ή γράμματα: ~ τη ζωγραφική/τη λογοτεχνία/τις Μούσες (: τις καλές τέχνες). Εκδόσεις που ~ουν την ποίηση. Πβ. καλλιεργώ. ● Μτχ.: θεραπευόμενος , η, ο: που μπορεί να θεραπευτεί ή που υποβάλλεται σε θεραπεία: ~α: νοσήματα. Χρόνια, μη ~η υπέρταση. Πβ. θεραπεύσ-, ιάσ-ιμος. ΑΝΤ. αθεράπευτος.|| Ο ~ ακολουθεί ειδική δίαιτα. ● ΦΡ.: θεραπεύει πάσα(ν) νόσο(ν) και πάσα(ν) μαλακία(ν) (λόγ.-ειρων.): για κάποιον ή κάτι που θεωρείται ότι γιατρεύει ή επιλύει τα πάντα. [< 1: αρχ. θεραπεύω, γαλλ. guérir, remédier]

ιερός

ιερός, ή/(λόγ.) ά, ό [ἱερός] ι-ε-ρός επίθ. 1. (συχνά με κεφαλ. Ι) που αναφέρεται στον Θεό, στα θεία, στη θρησκεία ή που έχει μεγάλη θρησκευτική σημασία: ~ός: μήνας/ναός/τόπος (βλ. προσκύνημα)/ύμνος/χορός. ~ή: ακολουθία/εικόνα/κοινότητα/λειτουργία (= Θεία)/Μονή/μορφή/πηγή (= αγίασμα)/προσευχή/συγκίνηση/σύναξη. ~ό: ανάγνωσμα/ένδυμα/λείψανο/μυστήριο/νησί. ~ές: τελετές. ~ά: άμφια. Η ~ά Αρχιεπισκοπή/Μητρόπολη. Βλ. πανίερος.|| (για Άγιο, συνήθ. λόγιο) Ο ~ Αυγουστίνος/Φώτιος.|| Τα ~ά ζώα αρχαίων πολιτισμών. 2. που του οφείλουμε σεβασμό, γιατί έχει μεγάλη ηθική αξία και σημασία: ~ός: αγώνας/θεσμός/όρκος/σκοπός. ~ή: αποστολή/γη/ιδέα/μνήμη/προσφορά/υποχρέωση/φλόγα. ~ό: καθήκον/όνομα/πρόσωπο/σύμβολο/χρέος. ~ά: χώματα (= άγια). Πβ. αξιοσέβαστος, σεβαστός. ΑΝΤ. ανίερος 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: ~ός: σπόνδυλος. ~ή: αρτηρία/μοίρα. ~ά: τρήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Γράμματα: ΘΕΟΛ. η Αγία Γραφή. Πβ. Βίβλος., ιερά νόσος (ευφημ.-παλαιότ.): επιληψία., Ιερά Σύνοδος: ΕΚΚΛΗΣ. το ανώτατο διοικητικό όργανο κάθε αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας., ιερή τέχνη: που υπηρετεί τη θρησκευτική λατρεία: η ~ ~ της αγιογραφίας., Ιερό Βιβλίο/Κείμενο: ΘΡΗΣΚ. γραπτό, συνήθ. παλαιό έργο, που θεωρείται θεόπνευστο και αποτελεί τη βάση της πίστης και της λατρευτικής ζωής σε μια θρησκεία: τα ~ά ~α του Χριστιανισμού (πβ. Αγία Γραφή).|| Τα ~ά ~α του Ινδουισμού (πβ. Βέδες)/Ιουδαϊσμού (πβ. Ταλμούδ, Τορά)/Μουσουλμανισμού (πβ. Κοράνι). ΣΥΝ. Ιερές Γραφές, ιερό οστό & (λόγ.) ιερό οστούν: ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό που βρίσκεται στο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης. Βλ. κόκκυγας., ιερός/θρησκευτικός πόλεμος: που γίνεται στο όνομα μιας θρησκείας. Βλ. σταυροφορία, τζιχάντ., (Ιερά) Σύνοψη βλ. σύνοψη, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, θείος/ιερός νόμος βλ. νόμος, Ιερά Εξέταση βλ. εξέταση, ιερά σινδόνη βλ. σινδόνη, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, ιερά τέρατα βλ. τέρας, Ιερά/Ιερή Παράδοση βλ. παράδοση, Ιερές Γραφές βλ. γραφή, ιερή αγελάδα βλ. αγελάδα, ιερή αποδημία βλ. αποδημία, ιερή πόλη βλ. πόλη, ιερό άλσος βλ. άλσος, ιερό τοτέμ βλ. τοτέμ, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, ιεροί/θείοι κανόνες βλ. κανόνας, ιερός χώρος βλ. χώρος, ο Ιερός Βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δεν σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι αδίστακτος, αχρείος., σε ό,τι έχω ιερό: (σε όρκο): Σας τ' ορκίζομαι ~ ~, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο., τα ιερά και τα όσια: το σύνολο των αξιών και γενικότ. ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος: ~ ~ της πατρίδας/πίστης/φυλής. Βεβηλώνω/θίγω/προσβάλλω ~ ~ κάποιου. Πβ. θεία (τα). ● βλ. ιερό [< αρχ. ἱερός]

πτηνό

πτηνό πτη-νό ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ΟΡΝΙΘ. πουλί: άγρια/αποδημητικά/αρπακτικά/εξωτικά/επιδημητικά/μεταναστευτικά/μικρά ~ά. Παρυδάτια/υδρόβια ~ά. ~ά συντροφιάς (: καναρίνι, παπαγάλος). Ταΐστρες/φωλιές ~ών. ΣΥΝ. πετούμενα ● ΣΥΜΠΛ.: γρίπη των πτηνών/των πουλερικών & νόσος/ασθένεια των πτηνών/των πουλερικών: ΚΤΗΝ. -ΙΑΤΡ. γρίπη που προκαλείται από τον ιό Η5Ν1, προσβάλλει πτηνά και σπανιότ. χοίρους και μεταδίδεται από ζώο σε ζώο ή σε άνθρωπο. [< αγγλ. avian influenza, 1965, bird flu, 1972] , παραδείσια πουλιά βλ. παραδείσιος, ωδικά πτηνά βλ. ωδικός [< αρχ. πτηνόν]

στεφανιαίος

στεφανιαίος, α, ο [στεφανιαῖος] στε-φα-νι-αί-ος επίθ. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. 1. που έχει σχήμα στεφάνης, που περικλείει κάτι σαν στεφάνη: ~ος: λοβός (: δακτύλιος φλοιού γύρω από το πρόσθιο τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους και του διάμεσου εγκεφάλου, που θεωρήθηκε ως υπόστρωμα του συναισθήματος· βλ. στεφανιαίο σύστημα). ~α: ραφή (: μεταξύ μετωπιαίου και βρεγματικών οστών του κρανίου)/τομή. ~ο: επίπεδο (: στο κρανίο· βλ. εγκάρσιο)/σύστημα (: λειτουργικά συσχετιζόμενες νευρικές δομές του εγκεφάλου που συνδέονται με τη συναισθηματική συμπεριφορά). 2. που σχετίζεται με τη στεφανιαία αρτηρία: ~ος: κόλπος (: φλεβικό στέλεχος που δέχεται το αίμα των καρδιακών φλεβών και το μεταφέρει στον δεξιό κόλπο). ~α: αγγειογραφία (= στεφανιογραφία)/αθηροσκλήρωση/ανεπάρκεια (: ανεπαρκής αιμάτωση των στεφανιαίων αρτηριών· βλ. έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, στηθάγχη)/θρόμβωση/ισχαιμία/καρδιοπάθεια/κυκλοφορία/μονάδα (εντατικής θεραπείας)/ροή. ~ο: επεισόδιο/σύνδρομο. ~α: αγγεία (: οι στεφανιαίες αρτηρίες και φλέβες με τους κλάδους τους). Βλ. -ιαίος. ● ΣΥΜΠΛ.: στεφανιαία (αρτηρία): καθεμία από τις δύο αρτηρίες της καρδιάς που είναι κλάδοι της αορτής και τροφοδοτούν το μυοκάρδιο με αίμα: αριστερή/δεξιά ~ ~. Στένωση της ~ας ~ας λόγω αθηρωματικής πλάκας. Έμφραγμα/θρόμβωση/παθήσεις της ~ας. Εγχείρηση ~ας (= μπαϊπάς)., στεφανιαία (νόσος): πάθηση της καρδιάς που οφείλεται σε σκλήρυνση και στένωση των στεφανιαίων αγγείων, τα οποία διοχετεύουν αίμα στον καρδιακό μυ., αορτοστεφανιαία παράκαμψη βλ. αορτοστεφανιαίος [< μτγν. στεφανιαῖος, γαλλ. coronaire]

σύνδρομο

σύνδρομο σύν-δρο-μο ουσ. (ουδ.) {συνδρόμ -ου} 1. ΙΑΤΡ. ταυτόχρονη παρουσία κλινικών συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν ορισμένη παθολογική κατάσταση: (οξύ) αναπνευστικό/υπερκινητικό ~. ~ αιφνίδιου θανάτου (βρεφών)/του άρρωστου κτιρίου (: σε άτομα που ζουν ή εργάζονται σε κτίρια στα οποία υπάρχει αυξημένη ρύπανση του αέρα)/του Κόλπου, ενν. του Περσικού (: ψυχικά τραύματα από πολεμικές συρράξεις)/πολυκυστικών ωοθηκών/χρόνιας κόπωσης. Διακατέχεται από/βιώνει το ~ … Πβ. συνδρομή. Βλ. ψυχο~. 2. (μτφ.) ορισμένος τύπος συμπεριφοράς που αποτελείται από μια σειρά αρνητικών εκδηλώσεων και χαρακτηριστικών: εθνικιστικό/καταναλωτικό ~. ~ της εξουσίας (βλ. εξουσιομανία).|| (προφ.) ~ του σκαντζόχοιρου (: της αμυντικής στάσης). Βλ. κόμπλεξ, σύμπλεγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: νόσος/σύνδρομο (του) Πάρκινσον: ΙΑΤΡ. πάρκινσον. , σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού: σύνολο σωματικών και ψυχικών τραυμάτων που εκδηλώνονται σε παιδιά και οφείλονται στη συστηματικά βίαιη συμπεριφορά ή στην αδιαφορία ενηλίκων, συνήθ. των γονέων τους. Βλ. ενδοοικογενειακή βία, παιδική κακοποίηση, ξυλοδαρμός. [< αγγλ. battered child syndrome, 1962] , σύνδρομο οικονομικής θέσης: ΙΑΤΡ. φλεβική θρόμβωση λόγω συγκέντρωσης αίματος στα πόδια ύστερα από πολύωρο, κυρ. αεροπορικό, ταξίδι. [< αγγλ. economy class syndrome, 1977] , αυχενικό σύνδρομο βλ. αυχενικός, κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο βλ. νευροληπτικός, κατοχικό σύνδρομο βλ. κατοχικός, μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη, μεταβολικό σύνδρομο βλ. μεταβολικός, μετατραυματικό στρες/σύνδρομο βλ. μετατραυματικός, νεφρωσικό σύνδρομο βλ. νεφρωσικός, σύνδρομο (του) Άσπεργκερ βλ. Άσπεργκερ, σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας/ανοσολογικής ανεπάρκειας βλ. ανοσοανεπάρκεια, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου βλ. έντερο, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα βλ. καρπιαίος, σύνδρομο ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, σύνδρομο ντάουν/Down βλ. ντάουν1, σύνδρομο στέρησης/στερητικό σύνδρομο βλ. στέρηση, σύνδρομο της άδειας φωλιάς βλ. φωλιά, σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου βλ. κτίριο, σύνδρομο της ύβρεως βλ. ύβρις, υπνοαπνοϊκό σύνδρομο βλ. υπνοαπνοϊκός, φαινόμενο της πεταλούδας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: σύνδρομο της Στοκχόλμης: ΨΥΧΟΛ. ψυχολογική αντίδραση που εκδηλώνουν συνήθ. θύματα απαγωγής, η οποία συνίσταται στην ανάπτυξη αισθημάτων υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή και αγάπης για τους απαγωγείς τους. [< αγγλ. Stockholm syndrome, 1978] [< γαλλ.-αγγλ. syndrome, πβ. αρχ. επίθ. σύνδρομος 'που τρέχει μαζί ή συμπίπτει με κάποιον/κάτι΄]

συστηματικός

συστηματικός, ή, ό συ-στη-μα-τι-κός επίθ. 1. που συμβαίνει συνεχώς, συχνά ή κατ' επανάληψη: ~ός: έλεγχος/καθαρισμός. ~ή: βοήθεια/κριτική/παρακολούθηση (μαθημάτων)/παρουσία/συμπεριφορά/συντήρηση/φροντίδα/χρήση. ~ό: ενδιαφέρον.|| ~ή: άρνηση/καταστροφή (περιβάλλοντος)/κριτική/παρενόχληση/υπονόμευση. 2. μεθοδικός, οργανωτικός: (για πρόσ.) ~ός: αναγνώστης (πβ. τακτικός). ~ στη δουλειά/στη σκέψη του.|| ~ός: τρόπος (εργασίας). ~ή: έρευνα/κατάταξη/μελέτη/ταξινόμηση. ~ές: σπουδές. Πέτυχε στις εξετάσεις χάρη στο ~ό της διάβασμα. Πλήρης και ~ός οδηγός με πληροφορίες για την πόλη (βλ. εξαντλητικός). 3. που σχετίζεται με ένα σύστημα: ~ή: ανάλυση/προσέγγιση. ~ές: σχέσεις.|| (επιστ.) ~ή: Θεολογία/Ορυκτολογία. ● επίρρ.: συστηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συστηματική νόσος: ΙΑΤΡ. που επιδρά στον οργανισμό ως σύνολο: Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια ~ ~ με πολλές κλινικές εκδηλώσεις. Βλ. πολυσυστηματικός. [< 3: μτγν. συστηματικός, γαλλ. systématique, αγγλ. systematic]

τρομώδης

τρομώδης, ης, ες τρο-μώ-δης επίθ. {τρομώδ-ους | -εις, (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. (για πάθηση) που χαρακτηρίζεται από τρέμουλο: ~ης: κίνηση/παράλυση (= πάρκινσον). Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: τρομώδης νόσος: ΚΤΗΝ. μεταδοτική σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των αιγοπροβάτων., τρομώδες παραλήρημα βλ. παραλήρημα [< αρχ. τρομώδης]

ύπνος

ύπνος [ὕπνος] ύ-πνος ουσ. (αρσ.) 1. περιοδική φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων και των ζώων κατά την οποία η συνείδηση υπολειτουργεί, οι μύες χαλαρώνουν, η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή επιβραδύνονται και η ικανότητα αντίδρασης στα ερεθίσματα μειώνεται: ανεπαρκής/ανήσυχος/βαθύς/βαρύς/βραδινός/γλυκός/επαρκής/ήρεμος/μεσημεριανός (= σιέστα)/παρατεταμένος/πρωινός/σύντομος/τεχνητός (πβ. ύπνωση) ~. Απώλεια/προβλήματα/στέρηση ~ου. Δωμάτιο (= υπνοδωμάτιο)/εργαστήριο/μαξιλάρι/(κακή) στάση/στρώμα ~ου. Ρούχα (βλ. νυχτικό, πιτζάμα)/στάδια του ~ου. Ώρα για ~ο. Εν/σε ώρα ~ου. ~ με/χωρίς όνειρα. Παραμιλώ στον ~ο μου (πβ. υπνολαλία). Ο γιατρός μου συνέστησε ξεκούραση και ~ο. Χόρτασα ~ο. Πάμε/πέφτουμε για ~ο. Βρίσκεται σε κατάσταση ~ου. (προφ.) Έριξα έναν ~ο (: κοιμήθηκα πάρα πολύ ή/και πολύ καλά). Μόλις σηκώθηκα από τον ~ο (: μόλις ξύπνησα/σηκώθηκα από το κρεβάτι). (Για κάτι ευχάριστο ή επιθυμητό, αλλά μη αναμενόμενο:) Ούτε στον ~ο του δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε τόσο καλή δουλειά. 2. (μτφ.) αδράνεια ή νωθρότητα: Καιρός να ξυπνήσουμε/σηκωθούμε από τον ~ο μας (= να δραστηριοποιηθούμε). Πβ. λήθαργος. ● Υποκ.: υπνάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιος ύπνος (μτφ.): θάνατος: Ο μοναχός κοιμήθηκε τον ~ο ~ο. Πβ. αιώνια ανάπαυση. Βλ. αιώνιο σκοτάδι., ασθένεια/νόσος του ύπνου: ΙΑΤΡ. τροπική λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με τσίμπημα από μύγα τσε τσε και μπορεί να είναι θανατηφόρα. Πβ. τρυπανοσωμίαση., ελαφρύς ύπνος βλ. ελαφρύς, παράδοξος ύπνος βλ. παράδοξος, υπνική άπνοια/άπνοια του ύπνου βλ. άπνοια1, χειμερία νάρκη βλ. χειμέριος ● ΦΡ.: είμαι από τον ύπνο: δεν έχω συνέλθει ακόμα από τον ύπνο: ~ ~ και δεν μπορώ να σκεφτώ τι μου λες., καλόν ύπνο(!): ευχή σε κάποιον που πάει για ύπνο. ΣΥΝ. όνειρα γλυκά!, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου 1. (μτφ.) για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από αφέλεια, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του και ειδικότ. τις ενέργειες εις βάρος του: Οι συνάδελφοί του συνωμοτούν για να τον διώξουν κι αυτός ~ ~. 2. κοιμάται βαθιά, ήρεμα: Αν και έχει τόση φασαρία, αυτός ~ ~ (= του καλού καιρού). [< γαλλ. dormir du sommeil du juste] , ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια (γνωμ.): για να τονιστεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου κατά την παιδική ηλικία ή ειρων. για άνθρωπο που του αρέσει να κοιμάται πολύ., πιάνω (κάποιον) στον ύπνο (μτφ.): αιφνιδιάζω, βρίσκω κάποιον απροετοίμαστο: Ο ξαφνικός χιονιάς έπιασε τον κρατικό μηχανισμό ~. Οι παίκτες έπιασαν ~ την άμυνα των αντιπάλων και σκόραραν., στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; (προφ.-ειρων.): σε περίπτωση που κάτι το οποίο δεν ισχύει παρουσιάζεται ως πραγματικό ή όταν κάποια ενέργεια εκτελείται πολύ νωρίς το πρωί: Πώς και μου τηλεφωνείς πρωί πρωί, ~ με έβλεπες;, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) (ειρων.): για κάποιον που νυστάζει σε ασυνήθιστη ώρα ή ακατάλληλο μέρος ή που είναι νωθρός., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω, δεν μου κολλάει ύπνος βλ. κολλώ, με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος βλ. παίρνω [< αρχ. ὕπνος]

φιλί

φιλί φι-λί ουσ. (ουδ.) {φιλ-ιού}: επαφή των χειλιών κυρ. με σημείο του προσώπου κάποιου ως ένδειξη αγάπης, έρωτα, συμπάθειας ή φιλικότητας: αθώο/απαλό/βιαστικό/γλυκό/ερωτικό/ζεστό/ηχηρό/πεταχτό/ρουφηχτό/τρυφερό ~. Καυτά ~ιά. ~ στο μάγουλο/μέτωπο/στόμα/χέρι (= χειροφίλημα). Της έδωσε ένα παθιασμένο ~. Δέχομαι/παίρνω ένα ~. Κλέβω ένα ~ (: κλεφτό). Να του δώσετε πολλά ~ιά και από μένα. Ανταλλάσσω/μοιράζω/στέλνω ~ιά. (σε αποφώνηση:) Με πολλά ~ιά. Πβ. ασπασμός, μάκια, ματς μουτς, φίλημα.|| (μτφ.-λογοτ.) Πικρό ~. Το στερνό ~ (: σε περίπτωση οριστικού αποχωρισμού ή θανάτου).|| (επιτατ.) Την/τον έπνιξε στα ~ιά. Με γέμισε ~ιά/με τρέλανε στα ~ιά. || Διαδικτυακά ~ιά. ● Υποκ.: φιλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια του φιλιού & νόσος του φιλιού: ΙΑΤΡ. λοιμώδης μονοπυρήνωση., γαλλικό φιλί: ερωτικό φιλί με επαφή των γλωσσών. ΣΥΝ. γλωσσόφιλο ● ΦΡ.: το φιλί του Ιούδα (μτφ.): για πράξη εξαπάτησης και προδοσίας., φιλιά/φιλάκια (οικ.): ως χαιρετισμός, τρυφερή αποφώνηση συνήθ. σε τηλεφωνική συνομιλία: Τα λέμε, φιλάκια! Πολλά φιλιά σε όλους! ΣΥΝ. φιλούρες, (είναι) όλο αγκαλιές και φιλιά βλ. αγκαλιά, ανάρια ανάρια το φιλί, για να 'χει νοστιμάδα βλ. ανάριος, σκάω (ένα) φιλί/χαστούκι (σε κάποιον) βλ. σκάω, το φιλί της αγάπης βλ. αγάπη, φιλί (της) ζωής βλ. ζωή [< μεσν. το φιλείν, αρχ. απαρέμφατο φιλεῖν]

ψυχικός

ψυχικός, ή, ό ψυ-χι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην ψυχή, στη συναισθηματική και ηθική πλευρά του ανθρώπου: ~ός: δεσμός/κλονισμός/κόσμος (= εσωτερικός)/πλούτος/πόνος. ~ή: ανανέωση/ανάπτυξη/αναστάτωση/ανθεκτικότητα/ανωτερότητα/αποξένωση/γαλήνη/διάθεση/διέγερση/δοκιμασία/δύναμη/ζωή/ηρεμία/ισορροπία/καλλιέργεια/κατάπτωση/κατάσταση/λειτουργία/πίεση/συμπαράσταση/ταλαιπωρία/ταραχή/υγιεινή/φόρτιση. ~ό: άλγος/δέσιμο/κενό/κόστος/μεγαλείο/ράκος/σθένος. ~οί: παράγοντες. ~ές: αρετές/εξάρσεις/επιπτώσεις/ικανότητες/παθήσεις. ~ά: αποθέματα/νοσήματα/οφέλη/συμπλέγματα/φαινόμενα (ΑΝΤ. φυσικά)/χαρίσματα. (Γνήσιος/καθαρός) ~ αυτοματισμός (βλ. υπερρεαλισμός). Βλ. νευρο~, πνευματ-, ψυχοσωματ-ικός.|| (καταχρ.) ~ές εμπειρίες (= μεταφυσικές, παρα-φυσικές, -ψυχικές). ΑΝΤ. σωματικός ● επίρρ.: ψυχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχική ασθένεια & νόσος: ΨΥΧΙΑΤΡ. κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές στη σκέψη, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά αλλά και την επικοινωνία του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του και χρειάζεται ιατρική αντιμετώπιση: σοβαρή/χρόνια ~ ~. Βλ. σχιζοφρένεια, ψυχική/διανοητική διαταραχή, ψύχωση., ψυχική επαφή: αμοιβαία επικοινωνία, συναισθηματική σύνδεση, οικειότητα μεταξύ προσώπων: έλλειψη ~ής ~ής. Έχω ~ ~ με κάποιον. Του λείπει η ~ ~ και η αγάπη., ψυχική σύγκρουση {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. κατάσταση κατά την οποία το άτομο βιώνει ασύμβατες μεταξύ τους επιθυμίες, απαιτήσεις ή ενορμήσεις: ασυνείδητες ~ές ~ούσεις. Επίλυση ~ών ~ούσεων (μέσω της ψυχοθεραπείας)., ψυχική υγεία: κατάσταση ψυχολογικής και συναισθηματικής ευεξίας, η οποία επιτρέπει στο άτομο να αξιοποιεί τις πνευματικές του δυνατότητες, να προσαρμόζεται στο κοινωνικό σύνολο και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής: σωματική και ~ ~. Κέντρο/κλινική (βλ. ψυχιατρείο)/μονάδα/υπηρεσίες ~ής ~ας., ψυχικό όργανο: ΨΥΧΑΝ. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων λειτουργιών του ανθρώπου, ο ψυχισμός: Βλ. αυτό, εγώ, υπερεγώ., ψυχικό τραύμα: επώδυνο βίωμα, το οποίο έχει συνήθ. μακροχρόνιες επιπτώσεις στον ψυχισμό του ατόμου: ανεξίτηλα/βαθιά ~ά ~ατα. Φροντίδα παιδιών με ~ά ~ατα. Βλ. σοκ, ψυχοτραυματολογία., ψυχική ανάταση βλ. ανάταση, ψυχική οδύνη βλ. οδύνη, ψυχική/διανοητική διαταραχή βλ. διαταραχή [< αρχ. ψυχικός, γαλλ. psychique, αγγλ. psychic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.