Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ξέρω ξέ-ρω ρ. (μτβ.) {ήξερα, ξέρ-οντας} & (ιδιωμ.) ξεύρω 1. έχω γνώση ή αντίληψη για κάτι: ~ τη διεύθυνσή της/το επάγγελμα/την (οικονομική του) κατάσταση/το όνομα (κάποιου). Δεν ~ πόσο χρονών είναι/πότε θα έρθει/πού είναι/πώς τον λένε. Δεν ~εις τίποτα παραπάνω/περισσότερο να μου πεις; Νομίζεις ότι ~εις τα πάντα/τα ~εις όλα; ~ τι ζητώ/θέλω/κάνω. Την ~ καλά την πόλη. (κατηγορία απάντησης σε ερωτηματολόγιο, δημοσκόπηση) Δεν ~ /δεν απαντώ. ~ τις αρμοδιότητές/τα δικαιώματά/τις υποχρεώσεις μου. Άσε/άφησε αυτά που ~εις. Αυτά που ~εις/ήξερες να τα ξεχάσεις. Όλα όσα/τι πρέπει να ~ουμε για το .../σχετικά με ... ~εις τι θα πει/τι σημαίνει να ...; Τον ρώτησα, αλλά δεν ~ει τίποτα για το θέμα. Κάτι ~ει, να την ακούς! Δεν ~ από που ν' αρχίσω. Απ’ όσο (μπορώ να)/απ’ ό,τι ~ , … Ποιος ~ει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Aν ήξερες/να 'ξερες πόσο την αγαπώ! ~εις (τώρα) εσύ (: για κάτι γνωστό στον άλλον ή για περιπτώσεις που δεν θέλουμε να αναφέρουμε κάτι ρητά). Πβ. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. ΑΝΤ. αγνοώ (1) 2. είμαι γνώστης, κατέχω κάποιο γνωστικό αντικείμενο ή μια δεξιότητα: ~ μια γλώσσα/γράμματα/κολύμπι/μαγειρική/μπάσκετ/τάβλι. ~ να γράφω/διαβάζω/μαγειρεύω/οδηγώ/παίζω (ένα παιχνίδι ή ένα μουσικό όργανο)/χειρίζομαι υπολογιστή/χορεύω. ~ να πω μάθημα/ένα ποίημα (απέξω). ~ει κανείς από μηχανές;|| (Δεν) ~ει να δίνει/παίρνει/περιμένει/χάνει. 3. γνωρίζω κάποιον καλά ή μου είναι γνωστός: ~ τους γονείς/την οικογένειά του. Την ~ εδώ και χρόνια/εξ όψεως/(από) καιρό/από παλιά/φυσιογνωμικά. Τον ~ από παιδί. Δεν ~ κανέναν σε αυτή τη γιορτή. Τον ~εις αυτόν εκεί; Την ~ μέσω ενός κοινού μας φίλου.|| (κατ' επέκτ.) Πόσο καλά ~εις τους φίλους σου (: γνωρίζεις τον χαρακτήρα τους); Με ~εις πόσο ανυπόμονος είμαι. Έλα μωρέ, δεν την ~εις; Κάθε φορά τα ίδια κάνει.|| (για δημόσιο πρόσωπο) Τους ~εις τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στο σίριαλ; ● ΦΡ.: (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου!: είναι αυτονόητο ή γνωστό σε όλους., δεν ήξερες, δεν ρώταγες; (ειρων.): λέγεται όταν κάποιος από αφέλεια βρεθεί μπλεγμένος σε δυσάρεστη κατάσταση, ενώ θα μπορούσε να την είχε αποφύγει, αν φρόντιζε προηγουμένως να ενημερωθεί., δεν ξέρει τι έχει: είναι πολύ πλούσιος, έχει μεγάλη περιουσία., ξέρει να ζει (τη ζωή του/της) (προφ.): την απολαμβάνει., ξέρεις ...: στην αρχή φράσης, συνήθ. ως ένδειξη αμηχανίας, δισταγμού, δυσκολίας να πούμε κατευθείαν αυτό που θέλουμε: ~, θέλω να μιλήσουμε., ξέρω (κάποιον) για ...: έχω σχηματίσει για κάποιον την άποψη, τη γνώμη, την εντύπωση: Τον ήξερα για τεμπέλη, αλλά με διέψευσε., ξέρω γω (προφ.): κειμενικός δείκτης για αναφορά παραδείγματος ή ως απάντηση για δήλωση άγνοιας και κατ' επέκτ. δυσφορίας, αδιαφορίας: Θα δώσω, ~ ~, είκοσι-τριάντα ευρώ και θα κάνω τη δουλειά μου. Πβ. ας πούμε, για παράδειγμα.|| -Τι του 'κανες και θύμωσε; -~ ~, μωρέ!, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! (προφ.): κειμενικός δείκτης που εκφράζει αμηχανία, άγνοια ή αμφιβολία για κάτι: Πώς τα κατάφερες έτσι; - ~ ~, τι να σου πω; Τελικά θα έρθουν; -~ ~, θα σε γελάσω., ποιος ξέρει;: για δήλωση άγνοιας: Άραγε θα έρθει, ~ ~; Πβ. τις οίδε;, ποτέ δεν ξέρεις ...: μη θεωρείς τίποτα απίθανο· όλα είναι πιθανά: ~ ~ τι σου επιφυλάσσει η μοίρα.|| -Δεν θα ξαναγυρίσει. -~ ~. Πβ. ποτέ μην λες/πεις ποτέ. [< αγγλ. you never know] , (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω; βλ. θέλω, δεν γνωρίζει/δεν ξέρει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά βλ. αριστερός, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν καταλαβαίνω/δεν ξέρω/δεν σκαμπάζω γρι βλ. γρι, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, δεν ξέρει την τύφλα του βλ. τύφλα, δεν ξέρει τι του φταίει βλ. φταίω, δεν ξέρεις τι σου γίνεται βλ. γίνομαι, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, ένας Θεός ξέρει βλ. θεός, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει βλ. θέλω, ξέρω τι θα πει βλ. λέω, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, πού σε είδα, πού σε ξέρω βλ. βλέπω, το ξέρουν και οι κότες βλ. κότα, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος [< μεσν. ξέρω < (ἐ)ξεύρω < αρχ. ἐξευρίσκω]

αριστερός

αριστερός, ή, ό [ἀριστερός] α-ρι-στε-ρός επίθ. {(λόγ.) θηλ. -ά} 1. που αναφέρεται ή βρίσκεται στη δυτική πλευρά (αντικειμένου ή χώρου) σε σχέση με έναν παρατηρητή που κοιτάζει προς τον βορρά· που αναφέρεται ή βρίσκεται στην πλευρά της καρδιάς του ανθρώπινου σώματος: ~ός: τροχός. ~ή: γωνία/στήλη/στροφή. ~ό: κλικ (στο ποντίκι υπολογιστή). Πίσω ~ό τζάμι (αυτοκινήτου).|| ~ός: λοβός (του εγκεφάλου)/μηρός/πνεύμονας. ~ή: ωμοπλάτη. ~ό: άκρο/αυτί/μάτι.|| (ως ουσ.) Γράφει με το ~ό (= ενν. χέρι). Κοντρόλ/σουτ/πάσα με το ~ό (= ενν. πόδι). Το προσπέρασμα επιτρέπεται, κατά κανόνα, από τα ~ά (= από την ~ή πλευρά).|| (κατ' επέκτ.) ~ή: γροθιά (στο μποξ).|| ~ή: κάλτσα. ~ό: γάντι. Πβ. ζερβός. ΑΝΤ. δεξιός (1) 2. ΠΟΛΙΤ. που ανήκει στον χώρο της Αριστεράς: ~ός: βουλευτής/συνασπισμός/ψηφοφόρος. ~ή: δύναμη/εφημερίδα/παράταξη/συμμαχία. ~ό: κίνημα/κόμμα.|| (ως ουσ.) Κριτική από τα ~ά (: από την ~ή οπτική, πολιτικά και ιδεολογικά). Βλ. αντι~, φιλο~. ● Ουσ.: αριστερός, αριστερή (ο/η) 1. πρόσωπο που ασπάζεται τις πολιτικές ιδέες της Αριστεράς ή/και ανήκει σε αριστερό κόμμα: Οι ~οί υπέστησαν διώξεις κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. ΑΝΤ. δεξιός, δεξιά 2. που χρησιμοποιεί περισσότερο και καλύτερα το αριστερό χέρι (ή πόδι). ΣΥΝ. αριστερόχειρας ● επίρρ.: αριστερά: ~ του δρόμου. Από ~. Κάτω/πάνω ~. Κοίτα δεξιά κι ~ προτού περάσεις απέναντι. Έστριψε ~. Κάνε ~! Πάρτο όλο ~ (: στρίψε το τιμόνι εντελώς ~)! ● ΦΡ.: δεν γνωρίζει/δεν ξέρει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά (εκκλησ. γλ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν ελέγχει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του., εξ αριστερών (λόγ.) 1. από αριστερά: γραφή ~ ~ προς τα δεξιά. ΣΥΝ. εξ ευωνύμων ΑΝΤ. εκ δεξιών 2. (από ιδεολογική ή πολιτική άποψη) από την αριστερή πλευρά: η ~ ~ αντιπολίτευση., βγαίνει (σε κάποιον) από (τα) αριστερά/δεξιά βλ. βγαίνω, δεξιά κι αριστερά βλ. δεξιός [< 1: αρχ. ἀριστερός 2: γαλλ. de gauche]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γίνομαι

γίνομαι γί-νο-μαι ρ. {έγινα (λαϊκό) γίνηκα, γίνει, (λόγ.) γινόμενος, γινωμένος} & (λαϊκό) γένομαι {γενεί, γενόμενος} 1. αποκτώ μια ιδιότητα, αναπτύσσομαι, διαμορφώνομαι· μεταβάλλομαι σε κάτι διαφορετικό: Πώς ~ μέλος του φόρουμ; Μερικοί λένε ότι ο άνθρωπος γεννιέται, δεν ~εται. Πώς έγινε (= δημιουργήθηκε) το Σύμπαν; Ο ουρανός έγινε μαύρος (= μαύρισε). Εκνευρίστηκε και έγινε έξω φρενών/πυρ και μανία. Γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Τα προβλήματά του έγιναν πιο μεγάλα (= μεγάλωσαν). Τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις (: για επάγγελμα); Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου (= να με παντρευτείς); Τα αίτια της έκρηξης δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά (= δεν έχουν γνωστοποιηθεί). Δεν είναι πια άρρωστος, έχει γίνει καλά (= έχει γιατρευτεί, θεραπευτεί).|| Με τη δράση των ενζύμων το γάλα ~εται γιαούρτι. Πβ. αλλάζω. Βλ. ξανα~, παρα~. 2. οδηγούμαι σε μια συνήθ. αρνητική κατάσταση, καταντώ: Μη ~εσαι παιδί (= μην παιδιαρίζεις), σκέψου ώριμα. Έτσι που έγιναν (= ήρθαν) τα πράγματα, τίποτα δεν μας σώζει. Έχει γίνει έρμαιο των παθών του. Τι θα γίνουν (= απογίνουν) τα φυτά μου, αν λείψω από το σπίτι; Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς εσένα; Πβ. καταλήγω. 3. μεταβάλλομαι αριθμητικά, φτάνω σε κάποιο αριθμό: Αν γίνουμε πολλοί, θα κλείσουμε τραπέζι. Από δύο που ήμασταν γίναμε πέντε (πβ. ανέρχομαι).γίνεται 1. πραγματοποιείται, συμβαίνει: Η δειγματοληψία ~ από επίσημη Αρχή (πβ. διεξάγεται, συντελείται). ~ονται έρευνες/μελέτες/πειράματα/προγράμματα επιμόρφωσης/σχέδια. Έγινε επεισόδιο/καβγάς/μάχη/πόλεμος/σεισμός/φασαρία. Τι θα γίνει άραγε, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Πβ. λαμβάνει χώρα. Βλ. ξε~. 2. δημιουργείται, κατασκευάζεται· ετοιμάζεται· (για καρπό) ωριμάζει: Η μπίρα ~ από κριθάρι. Τα παιχνίδια γίνονται από ανακυκλώσιμα υλικά.|| Το φαγητό ~.|| Τα σύκα δεν έχουν γίνει ακόμη (βλ. γινωμένος). 3. (απρόσ. + να) είναι εφικτό, μπορεί να συμβεί: Δεν ~ να έρθω σήμερα, γιατί θα λείπω. ~ να συναντηθούμε λίγο αργότερα;|| Απίστευτο; Κι όμως, ~. Αυτό δεν ~, ξέχασέ το! 4. (απρόσ. + να) είναι δυνατόν: Δεν ~ να φταίω πάντα εγώ! Πώς ~ να είσαι τόσο αδιάφορη; (: πώς μπορείς να ...).|| Δεν ~ (= δεν πρέπει) να μιλάς έτσι! ● ΦΡ.: γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο (μτφ.-προφ.): γελοιοποιούμαι, εκτίθεμαι δημόσια: Σταμάτα να γίνεσαι ~! ΣΥΝ. γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη), δεν γίνεται τίποτα 1. δεν μπορεί να προκύψει καλό αποτέλεσμα: Με γκρίνια/χωρίς δουλειά ~ ~. 2. δεν είναι δυνατόν να δοθεί λύση σε ένα πρόβλημα: Λυπάμαι, κύριέ μου, ~ ~ για την υπόθεσή σας!, δεν έγινε (και) τίποτα (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν είναι σοβαρό, άξιο σημασίας: Κοιτάξτε να τα βρείτε, ~ ~. Πβ. δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος., δεν ξέρεις τι σου γίνεται (προφ.): είσαι σε πλήρη σύγχυση, έχεις παντελή άγνοια: ~ ~, τα 'χεις χαμένα πια!|| ~ ~ από υπολογιστές. Στη χημεία δεν ξέρω τι μου ~. Πβ. έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα., έγινε! (προφ.-εμφατ.): εντάξει: -Θα τα πούμε το βράδυ. -~!, έγινε/γίνεται το έλα να δεις (προφ.): για μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, σύγχυση. ΣΥΝ. έγινε κόλαση/της κολάσεως, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, για να υποτιμηθεί κάτι: Δεν πήγες καλά στο τεστ αλλά ~ ~; Πβ. ε, και; (ε) κι έπειτα/ύστερα; και λοιπόν; ΣΥΝ. τι σημασία έχει;, κουβέντα/λόγος να γίνεται & σε κουβέντα να βρισκόμαστε (συχνά ειρων.): για άσκοπη συζήτηση: Δεν καταλήξαμε κάπου, απλά ~ ~., ό,τι έγινε έγινε & (λόγ.) ο γέγονε γέγονε (ΚΔ): συγκαταβατικά για κάτι αρνητικό που φαίνεται ανεπανόρθωτο ή δύσκολα αναστρέψιμο: ~ ~, από εδώ και πέρα να δούμε τι θα κάνουμε ... Καλώς ή κακώς ~ ~ και δεν αλλάζει. ΣΥΝ. ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται, ό,τι και να γίνει/ό,τι κι αν γίνει: ό,τι και να συμβεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση: ~ ~, εμείς δεν το βάζουμε κάτω., πώς γίνεται/έγινε να .../και ...; (προφ.): πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει: ~ ~ να μην μπορείς να βρεις μια δουλειά; Πώς έγινε και κάναμε το ίδιο λάθος;, τι γίνεται/τι έγινε; & τι γίνεσαι; (προφ.): τι κάνεις; πώς είσαι; ~ ~, είσαι καλά; (οικ.) Τι μου γίνεσαι;, τι θα γίνει; (προφ.): για δήλωση αγανάκτησης, εκνευρισμού: ~ ~ (επιτέλους/τέλος πάντων), θα μας αφήσετε ήσυχους;, τι να γίνει;: για δήλωση συγκατάβασης, συμβιβασμού: ~ ~, δεν μπορείς να τα έχεις όλα. ~ ~, ό,τι έγινε δεν αλλάζει., ως μη γενόμενο(ς)/γενόμενη (λόγ.): σαν να μην έχει γίνει: Απέκρυψε το γεγονός και το θεώρησε ως μη γενόμενο., (γίνεται) της ανωμαλίας βλ. ανωμαλία, (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις βλ. χαλί, γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό, γίναμε μαντάρα βλ. μαντάρα, γίναμε/θα γίνουμε βίδες βλ. βίδα, γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος βλ. ντόρος, γίνεται σαλάτα βλ. σαλάτα, γίνεται της κακομοίρας βλ. κακομοίρης, γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής βλ. τρελός, γίνεται το σώσε βλ. σώσε, γίνεται/γίναμε μύλος βλ. μύλος, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, γίνομαι αντιληπτός βλ. αντιληπτός, γίνομαι ένα (με κάποιον/κάτι) βλ. ένα, γίνομαι θηρίο βλ. θηρίο, γίνομαι κακός βλ. κακός, γίνομαι κώλος βλ. κώλος, γίνομαι λιώμα βλ. λιώμα, γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) βλ. μπίλια, γίνομαι μπουρλότο βλ. μπουρλότο, γίνομαι πύραυλος βλ. πύραυλος, γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη) βλ. ρεζίλι, γίνομαι σκυλί βλ. σκυλί, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) βλ. βάρος, γίνομαι/είμαι κομμάτια βλ. κομμάτι, γίνομαι/είμαι περδίκι βλ. περδίκι, γίνομαι/είμαι πίτα βλ. πίτα, γίνομαι/είμαι σταφίδα βλ. σταφίδα, γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι βλ. στουπί, γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι βλ. τύφλα, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον βλ. θυσία, έγινε βούκινο βλ. βούκινο, έγινε διπλός/διπλάσιος βλ. διπλός, έγινε καπνός βλ. καπνός, έγινε κάρβουνο βλ. κάρβουνο, έγινε λαγός βλ. λαγός, έγινε Λούης βλ. Λούης, έγινε πραγματικότητα βλ. πραγματικότητα, έγινε/είναι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, έχω γίνει λάστιχο βλ. λάστιχο, κάνω (κάποιον) Τούρκο/γίνομαι Τούρκος βλ. Τούρκος, Τουρκάλα, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη, μου γίνεται/έγινε τσιμπούρι βλ. τσιμπούρι, ντέφι να γίνει βλ. ντέφι, ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται βλ. ξεγίνεται, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει βλ. θέλω, όπερ και εγένετο βλ. όπερ, πες το κι έγινε βλ. λέω, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το πάθημα (γίνεται/μου έγινε/να σου γίνει) μάθημα βλ. πάθημα, χώμα είμαστε και χώμα θα γίνουμε βλ. χώμα ● βλ. γινωμένος [< μτγν. γίνομαι]

γρι

γρι επίρρ. & (σπάν.) γρυ: μόνο στη ● ΦΡ.: δεν καταλαβαίνω/δεν ξέρω/δεν σκαμπάζω γρι (προφ.): τίποτα απολύτως: Δεν καταλαβαίνω ~ (= λέξη) απ' όσα λες. Δεν ξέρει/δεν σκαμπάζει ~ Ελληνικά/από υπολογιστές (πβ. δεν ξέρει την τύφλα του). [< αρχ. οὐδὲ γρῦ]

θέλω

θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι.θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]

θεός

θεός θε-ός ουσ. (αρσ.) 1. {χωρ. πληθ.} (με κεφαλ. Θ) (στις μονοθεϊστικές θρησκείες και συνήθ. στη χριστιανική) η υπέρτατη οντότητα που λατρεύεται ως δημιουργός του κόσμου: ο αληθινός/ένας και μοναδικός/πάνσοφος/παντοδύναμος/φιλεύσπλαχνος ~. Ο τριαδικός/τρισάγιος ~ (= η Αγία Τριάδα). Η βασιλεία/ο δούλος/το έλεος/η πρόνοια/το τέκνο/η ύπαρξη του ~ού. Οι τρεις υποστάσεις του ~ού (: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα). Παράκληση/πίστη/προσευχή στον ~ό. Λατρεύω τον/πιστεύω στον ~ό. Ζητώ από τον ~ό να ... Υπάρχει ~; Χαρίσματα που έδωσε ο ~ στον άνθρωπο. Να ευχαριστείς τον ~ό για όσα έχεις. Πβ. Κτίστης, Κύριος, Πανάγαθος, Παντοκράτορας, Πλάστης. Βλ. Παναγία, Χριστός.|| (ευχετ.) Ο ~ να σε ευλογεί/φωτίζει! Ο ~ να μας λυπηθεί! Με τη βοήθεια του ~ού ... (λόγ.) Είθε ο ~ να μας βοηθήσει! Πβ. Μεγαλοδύναμος.|| (προφ.) Δεν είμαι ~ να ξέρω τι θα συμβεί! Ζει ξεχασμένος από τον ~ό (: τον έχουν εγκαταλείψει όλοι). (για δήλωση απορίας:) Τι στον ~ό (= τι στο καλό) συμβαίνει;|| (στη γεν.) Βροχούλα/νεράκι/πλάσμα του ~ού (για κάτι αγνό, αθώο). Άνθρωπος του ~ού (για κληρικό ή ευσεβή άνθρωπο).|| Ο ~ των Εβραίων (: Ιεχωβά)/των μουσουλμάνων (: Αλλάχ).|| (για φυσικά φαινόμενα:) Αστράφτει/βρέχει ο ~. Βλ. θεούλης. 2. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) κάθε οντότητα με υπερφυσικές δυνάμεις, θεότητα: ποτάμιος ~. Αθάνατοι/ουράνιοι/τοπικοί/χθόνιοι ~οί.|| (ΜΥΘ.) ~ του κάτω κόσμου (: ο Πλούτωνας)/της μουσικής (: ο Απόλλωνας)/του πολέμου (: ο Άρης). Ο ~ Διόνυσος/Ήφαιστος/Ποσειδώνας. Οι δώδεκα ~οί του Ολύμπου/οι ολύμπιοι ~οί (πβ. πάνθεον). ~οί και ημίθεοι (βλ. ισόθεος)/ήρωες. ~οί και θνητοί. Δίας, ο πατέρας των ~ών και των ανθρώπων.|| Ο ~ του χρήματος (: ο μαμωνάς). 3. (μτφ.) όποιος ή ό,τι αποτελεί αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού: ~ της υποκριτικής. Οι σύγχρονοι ~οί του ελληνικού αθλητισμού. (προφ.-επιτατ.) Eίσαι ~ (: άπαικτος, καταπληκτικός, φοβερός)! Τον έχουν σαν ~ό (βλ. αποθεώνω).|| Είναι ~ (= κούκλος, παίδαρος)! Τον έχουν κάνει ~ό (βλ. είδωλο, ίνδαλμα).|| Ο μοναδικός ~ του είναι το χρήμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης (οικ.) 1. για δήλωση της καλοσύνης και της μεγαλοσύνης του Θεού: ~ ~ δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο. Με λυπήθηκε ~ ~. 2. επίκληση στη θεία δύναμη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: Μακάρι ~ ~ να σε βοηθήσει να πάρεις τη σωστή απόφαση., ο Λόγος (του Θεού) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η Βίβλος ή γενικότ. η χριστιανική διδασκαλία, διδαχή: Δίδαξε τον ~ο ~. Ζει σύμφωνα με τον ~ο. Πβ. Ευαγγέλιο. 2. ΘΕΟΛ. & ο Υιός και Λόγος του Θεού/ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού: το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός: η ενανθρώπηση του ~ου ~., (η) ευλογία (του) Θεού βλ. ευλογία, Άγνωστος Θεός βλ. άγνωστος, αρνάκι του Θεού βλ. αρνί, δώρο Θεού βλ. δώρο, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, ο Αμνός (του Θεού) βλ. αμνός, ο οίκος (του) Θεού βλ. οίκος, ο φτερωτός θεός βλ. φτερωτός ● ΦΡ.: (και/κι) ο Θεός βοηθός (ευχετ.): σε περιπτώσεις που κάποιος πρόκειται να αποτολμήσει κάτι: Άντε και/προχώρα και ~ ~! Πβ. ο Θεός να βάλει το χέρι του., από Θεού άρξασθε/άρξασθαι (λόγ.): πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας προσευχηθούμε πρώτα στον Θεό να μας βοηθήσει., δεν έχει το Θεό του (οικ.): για πρόσωπο που δεν έχει φραγμούς ή συμπεριφέρεται με παράτολμο τρόπο: Άκου θράσος! Αυτός ο άνθρωπος ~ ~ (: είναι αθεόφοβος)! Δεν έχεις ~ σου πια (= δεν αντέχεσαι, είσαι ανυπόφορος)!, δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος (προφ.): έκφρ. ικανοποίησης από πιστό σε περιπτώσεις που πάνε καλά τα πράγματα: ~ ~ είμαι καλά/πέρασα τις εξετάσεις.|| (ειρων.) ~ ~, μας θυμήθηκες!, έδωσε ο Θεός (προφ.): ευτυχώς, επιτέλους: ~ ~ και προσγειωθήκαμε/φτάσαμε κάποια στιγμή., εκ/από Θεού (λόγ.): δοσμένος από τον Θεό: ~ ~ Λόγος/σοφία., ελέω Θεού (λόγ.): με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού: ~ ~ αυτοκράτορας/βασιλεία/πάπας.|| (ειρων.) ~ ~ εξουσία., ένας Θεός ξέρει (προφ.): κανείς δεν γνωρίζει: ~ ~ πότε θα τον ξαναδώ/πώς γλίτωσε/τι απέγινε! ΣΥΝ. Κύριος οίδε, ο Θεός και η ψυχή του!, έχει ο Θεός & κι έχει ο Θεός για όλους: προς δήλωση αισιοδοξίας, υπομονής, προσδοκίας για κάτι καλύτερο: Μην ανησυχείς, καλά να 'σαι ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~., Θεέ και Κύριε! (προφ.): για να δηλωθεί ευχάριστη ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: ~ ~ τι πράγματα είναι αυτά/τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας (: έλα Χριστέ και Παναγιά/Χριστέ μου)!, Θεέ μου! (ως επιφών.): προς δήλωση: (αποδοκιμασίας/δυσαρέσκειας/έκπληξης:) Τι άλλο θ΄ακούσω, ~ ~! Τι ντροπή, ~ ~! Τι άνθρωπος, ~ ~! Έλα ~ ~! Τι πράγματα είν’ αυτά! (πβ. Θεός φυλάξοι, Χριστός κι Απόστολος).|| (παράκλησης/ευχής:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~! ~ ~, κάνε/μακάρι να ...! ~ ~, δωσ' του δύναμη/φώτιση!|| (φόβου:) ~ ~ (= μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, θέλημα (του) Θεού: η θεϊκή βούληση ως νόμος ή παρέμβαση στα ανθρώπινα: Ήταν ~ ~ να συναντηθούμε (: ήταν γραφτό, μοιραίο)., Θεοί και δαίμονες: όλοι, οι πάντες: τους κυνηγούν ~ ~, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! & να συγχωρεθεί η ψυχή του (ευχετ.): ο Θεός να τον συγχωρήσει, να τον αναπαύσει., Θεός φυλάξοι!: έκφραση απευχής ή έντονης αποδοκιμασίας: Φαντάσου να συμβεί και τίποτα χειρότερο! ~ ~!|| Τι πράγματα είναι αυτά! ~ ~!, ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω (προφ.): για κανέναν λόγο, σε καμία περίπτωση: ~ ~, δεν αλλάζω γνώμη., ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί (παροιμ.): η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται τελικά κι ας καθυστερεί: Από κάπου θα το βρει: ~ ~! Πβ. όλα εδώ πληρώνονται, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά., ο Θεός είναι μεγάλος (προφ.): για δήλωση ελπίδας, αισιοδοξίας: ~ ~, θα μας βοηθήσει!, ο Θεός και η ψυχή του! (προφ.): για κάτι που δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι: Τώρα, τι θα γίνει/τι έγραψε/πώς πήγε στις εξετάσεις, ~ ~! ΣΥΝ. ένας Θεός ξέρει, ο Θεός μαζί σου!: (συχνά σε αποχαιρετισμό) ο Θεός να σε προστατεύει: Γεια σου/στο καλό και ~ ~!, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει (προφ.): να (σε/μας) προστατεύει: ~ να μας ~ από τις αρρώστιες/τους σεισμούς! ~ να σε ~ απ' τη γλωσσοφαγιά της!, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός & να μη (το) δώσει ο Θεός (προφ.): μακάρι ή μακάρι να μη: ~ ~ (και) να μην αρρωστήσει/να πάνε όλα καλά.|| Εύχομαι να μη δώσει σε κανέναν ο Θεός τέτοιο πόνο!, ο Θεός να το κάνει (προφ.-μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος/κάτι δεν πληροί τις προδιαγραφές: Μείναμε σ' ένα ξενοδοχείο, (που) ~ ~ (ξενοδοχείο), σκέτο αχούρι!, προς Θεού/για το Θεό (επιτατ.): έκφραση αποτροπής, παράκλησης ή απόρριψης κάποιου ενδεχομένου: ~ ~, όχι άλλα λάθη! ~ ~, ας τους δοθεί μια ευκαιρία!|| ~ ~ δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο/δεν το εννοούσα. ~ ~ δεν το έκανα εσκεμμένα., πρώτα ο Θεός: με τη βοήθεια του Θεού, αν όλα πάνε καλά: Στο τέλος του χρόνου, ~ ~, επιστρέφει. Πβ. αν θέλει ο Θεός., συν Θεώ (λόγ.): με τη βοήθεια του Θεού., υπάρχει Θεός!: για να δηλωθεί ότι κάποιος νιώθει δικαίωση: Κατάλαβε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ~ ~!, (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός βλ. θέλω, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, αμαρτία από τον Θεό βλ. αμαρτία, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται βλ. ανάγκη, απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! βλ. βρίσκω, απειλεί θεούς και δαίμονες βλ. απειλώ, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης βλ. ευχέτης, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η δόξα του Θεού βλ. δόξα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, κι/και άγιος ο Θεός βλ. άγιος, κοιμήθηκε ο θεός βλ. κοιμάμαι, μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός βλ. μάρτυρας, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με βλ. συγχωρώ, οργή Θεού βλ. οργή, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, στο έλεος του Θεού βλ. έλεος, τα ελέη του Θεού βλ. έλεος, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τέρμα Θεού βλ. τέρμα, το Θεό μπάρμπα να 'χεις βλ. μπάρμπας, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ, φόβος Θεού βλ. φόβος, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, χαρά θεού βλ. χαρά, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. θεά [< αρχ. θεός]

κότα

κότα κό-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το θηλυκό του κόκκορα (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus) που εκτρέφεται για τα αβγά και το κρέας του: αλανιάρα ~ (= ελεύθερης βοσκής). Η ~ κακαρίζει. Μαδώ μια ~. Οι ~ες κουρνιάζουν μέσα στο κοτέτσι. Πβ. όρνιθα. Βλ. αγριό-, νερό-, ξυλό-, φραγκό-κοτα, κοτόπουλο, πουλάδα.|| (ΜΑΓΕΙΡ., το κρέας της) ~ βραστή/λεμονάτη. Ζωμός/κύβος/στήθος ~ας. 2. (μτφ.) άβουλος, δειλός άνθρωπος: Τελικά είσαι μεγάλη ~! Έπαιξαν σαν ~ες (= χωρίς δυναμισμό). 3. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα χαμηλού επιπέδου, επιπόλαιη και κουτσομπόλα. Πβ. κατίνα, τσόκαρο. Βλ. γαϊδούρα, γουρούνα, δαμάλα, κατσίκα, φοράδα. ● Υποκ.: κοτούλα & κοτίτσα (η) ● Μεγεθ.: κοτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κότα λειράτη (αργκό-επιτατ.): πολύ φοβητσιάρης, δειλός άνθρωπος., χρυσοφόρος κότα/όρνιθα βλ. χρυσοφόρος ● ΦΡ.: δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα (προφ.): δεν ξέρει τίποτα, είναι εντελώς ανίδεος., η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για φαύλο κύκλο., η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά & (σπάν.) η χήνα με τα χρυσά αβγά (μτφ.): για κάθε πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού: Βρήκε την ~ ~. [< γαλλ. la poule aux œufs d'or] , θα γελάσουν και οι κότες (προφ.): για κάποιον που γίνεται περίγελος ή για κάτι γελοίο. Πβ. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι., κάθομαι σαν (την) κότα (προφ.): μένω αδρανής, δεν αντιδρώ, δεν διεκδικώ: Καθόταν ~ μπροστά στον διευθυντή., κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες (προφ.): πολύ νωρίς το βράδυ/το πρωί. Πβ. με τα κοκόρια. [< γαλλ. se coucher/se lever comme (avec) les poules] , να φαν κι/φάνε και οι κότες (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αφθονία: Έχει λεφτά ~ ~., οδηγεί/πάει σαν κότα (προφ.): πολύ αργά., σαν την κότα στο μύλο (παροιμ.): για κάποιον που βρίσκει τα πάντα έτοιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια., το ξέρουν και οι κότες (προφ.): για κάτι πασίγνωστο., αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα βλ. ζωή, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< μτγν. κόττος] ΚΟΤΑ

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

νερό

νερό νε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. υγρή χημική ένωση (H2Ο), άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η οποία είναι η περισσότερο διαδεδομένη στη Γη, υπάρχει σε όλα τα ζώα και τα φυτά, καθώς και στις τροφές και είναι απαραίτητη για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών: ανακυκλωμένο/απιονισμένο/αφαλατωμένο/βρόμικο/γλυφό/διαυγές/δροσερό/εδαφικό/εμφιαλωμένο (ΑΝΤ. ~ της βρύσης)/επιτραπέζιο/θολό/καθαρό/πόσιμο/φρέσκο ~. Το ~ της βροχής (βρόχινο ~)/θάλασσας (θαλασσινό ~). Η στάθμη του ~ού. Διαρροή/κατανάλωση ~ού. Μια κανάτα/ένα λίτρο/μια σταγόνα ~/~ού. Αντλία/ποτήρια/φίλτρο ~ού. Στρώμα ~ού/με ~. Το ~ παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου και βράζει στους εκατό. Υποβάθμιση της ποιότητας του ~ού. Τα αποθέματα ~ού εξαντλούνται (βλ. λειψυδρία). Πιες (λίγο) ~, να ξεδιψάσεις. Στραγγίζω/χύνω το ~. Πλένομαι με (ζεστό) ~. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από ~. ΣΥΝ. ύδωρ 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκταση ή μάζα νερού που σχηματίζει θάλασσα, ποταμό ή λίμνη· βροχή: γάργαρα/επιφανειακά/ιαματικά/κρυστάλλινα/μολυσμένα/ορμητικά/παγωμένα/παράκτια/υπόγεια ~ά. Άφθονα πηγαία/τρεχούμενα ~ά. Απορροή/αποστράγγιση/συγκράτηση/υπεράντληση των ~ών. Περιοχή με πυκνή βλάστηση και πολλά ~ά. Παραλία με καταγάλανα ~ά. Κάνω μπάνιο/κολυμπώ σε διάφανα/ήρεμα/ήσυχα/ρηχά ~ά. Ασκήσεις/παιχνίδια (μέσα) στο ~ (βλ. υγρό στοιχείο). Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο ~.|| Έριξε πολύ ~. Φέτος δεν είχαμε πολλά ~ά (= βροχοπτώσεις). 3. σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης· συνεκδ. η σχετική παροχή και ο αντίστοιχος λογαριασμός: οικόπεδο με φως και ~.|| Κόπηκε το ~. Ανοίγω/κλείνω το ~ (= τον διακόπτη παροχής).|| 'Ηρθε το ~. Πλήρωσες το ~; Βλ. Ε.ΥΔ.Α.Π., ρεύμα, τηλέφωνο. 4. (κατ' επέκτ.-προφ.) υγρό που μοιάζει με νερό: Το κορμί του έσταζε ~ (= ιδρώτα). Η μύτη μου τρέχει ~ (= αραιή βλέννα).|| Η σούπα είναι σκέτο ~ (= νεροζούμι)! Το αντηλιακό έχει γίνει ~. 5. (προφ.) βράση, πλύση, ξέβγαλμα: Βράζουμε τα πορτοκάλια δύο ~ά.|| Το τελευταίο ~ απ' το πλυντήριο (βλ. γκρίζο ~). Στο δεύτερο ~, προσθέτετε μαλακτικό. Δώσε μου το μπλουζάκι σου να το περάσω ένα ~ (= να το πλύνω)!νερά (τα) 1. αποχρώσεις ή ραβδώσεις επιφάνειας: κάθετα/οριζόντια ~. ~ ξύλου/πετρώματος/υφάσματος. Λευκό μάρμαρο με γκρι ~. Καπάκι ντουλαπιού με αραιά/πυκνά ~. Καπλαμάς που μιμείται τα φυσικά ~ της οξιάς. 2. (για πλεούμενο) ίσαλος γραμμή, ίσαλα ή απόνερα. ● Υποκ.: νεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (φυσικό) μεταλλικό νερό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία (μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, ασβέστιο), το οποίο προέρχεται από υπόγεια πηγή, όπου και εμφιαλώνεται: ανθρακούχο ~ ~. [< γαλλ. eau minérale] , (το) αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, άγνωστα νερά βλ. άγνωστος, αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος, απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό βλ. αποσταγμένος, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, γκρίζο νερό βλ. γκρίζος, γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, μαλακό νερό βλ. μαλακός, σκληρό νερό βλ. σκληρός, στάσιμα νερά βλ. στάσιμος ● ΦΡ.: (μες) στο νερό: (για υπολογισμό κατά προσέγγιση του ελάχιστου χρονικού ή ποσοτικού σημείου) σίγουρα: Θα σου κοστίσει χίλια ευρώ ~ ~. Θα μου πάρει ένα τρίμηνο ~ ~ να βρω αντικαταστάτη., (ούτε) ένα ποτήρι νερό: επικριτικά για πλήρη έλλειψη φροντίδας, αλληλεγγύης, φιλοξενίας: Τόσα έκανα γι' αυτούς κι εκείνοι ούτε ~ ~ δεν μου πρόσφεραν., βάζει/μπάζει νερά/νερό (οικ.): επιτρέπει την είσοδο νερού λόγω ανοίγματος, τρύπας ή προβλήματος στην κατασκευή· κατ' επέκτ. έχει αδύνατα σημεία: Το αυτοκίνητο/το παράθυρο/το πλοίο/η στέγη/το υπόγειο ~ ~.|| (μτφ.) Η επιχειρηματολογία σου ~ ~ και δεν πείθει., έξω από τα νερά μου: για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε άγνωστο περιβάλλον: Αισθάνομαι λίγο ~ ~. Πβ. έξω από το στοιχείο μου, έχασε τα νερά του, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό.|| Η πληθώρα επιλογών με βγάζει ~ ~ (: με αποπροσανατολίζει, με μπερδεύει)., θα πούμε το νερό νεράκι (προφ.): θα διψάσουμε πολύ: Με τη μεγάλη ανομβρία που έχουμε φέτος, φοβάμαι ότι ~ ~!, κάνει νερά (προφ.) 1. (για πλεούμενο) μπάζει νερά από άνοιγμα· κατ' επέκτ. για αρνητική εξέλιξη, αντίθετα από τις προσδοκίες: Το σκάφος ~ ~ και υπάρχει κίνδυνος να αναποδογυρίσει.|| (μτφ.) Υποσχέθηκε πως θα μου δώσει προαγωγή, αλλά τελευταία μου ~ ~. 2. δεν έχει ευκρίνεια, καθαρότητα: Η τηλεόραση/η ψηφιακή μηχανή μου ~ ~.|| Το χρώμα ~ ~., λέει/ξέρει κάτι νεράκι (προφ.): απέξω (κι ανακατωτά): Είπε/ήξερε το μάθημα ~., μαθαίνω νεράκι (προφ.): αποστηθίζω., πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου (προφ.): προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι με τις απόψεις ή τις επιθυμίες του: ~ ~ του, δεν του πηγαίνω κόντρα., πάω/πηγαίνω προς νερού μου (λαϊκό): πάω να ουρήσω., πίνω νερό στο όνομα κάποιου (προφ.): τον σέβομαι πολύ, τον εκτιμώ., σαν (το) νερό: για αβίαστη ροή, γρήγορα: Οι μέρες κύλησαν ~ ~ κι έφτασε το τέλος των διακοπών. Η ζωή φεύγει/τα χρόνια περνάνε ~ ~., σαν τα κρύα (τα) νερά & (σπάν.) σαν το κρύο (το) νερό: για νεαρό, όμορφο άτομο (συνήθ. κοπέλα)., σπάνε τα νερά (προφ.): (για έγκυο) σπάει ο σάκος με το αμνιακό υγρό, αρχίζει η διαδικασία της γέννας. , ταράζω τα νερά & (λόγ.) τα ύδατα (μτφ.): προκαλώ αναστάτωση, ανατροπή: Καινοτόμος θεωρία που ~ξε ~ της επιστήμης. Η ανατρεπτική παρέμβασή τους ~ει τα βαλτωμένα/ήρεμα/λιμνάζοντα ~ του κατεστημένου., φέρνω κάποιον στα νερά μου (προφ.): τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, να ταχθεί με το μέρος μου: Πες πες, την έφερε ~ του. ΣΥΝ. φέρνω βόλτα (2), (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό βλ. σταγόνα, (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι βλ. αλάτι, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, έχασε τα νερά του βλ. χάνω, ήπιε το αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, θολώνω τα νερά βλ. θολώνω, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό βλ. ψάρι, σε ρηχά νερά/στα ρηχά βλ. ρηχός, σηκώνει (πολύ) νερό βλ. σηκώνω, στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά βλ. βαθύς, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά, του γλυκού νερού βλ. γλυκός, ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. νερό(ν) < μτγν. νηρόν (ὕδωρ) ‘φρέσκο νερό’, γαλλ. eau, αγγλ. water, γερμ. Wasser]

νοικοκύρης

νοικοκύρης νοι-κο-κύ-ρης ουσ. (αρσ.) {νοικοκύρ-ηδες (λαϊκό) -αίοι} 1. ο σύζυγος ή/και πατέρας, ο κύριος του σπιτιού· (κατ΄επέκτ.-παρωχ.) αφέντης, κυρίαρχος: καλός/φιλόξενος ~. Πβ. οικογενειάρχης, οικοδεσπότης, πάτερ φαμίλιας. 2. άνδρας που ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού· γενικότ. οργανωτικός στη ζωή του και ιδ. στις οικονομικές του υποθέσεις: πραγματικός/σωστός ~. Βλ. ανοικοκύρευτος.|| (παλαιότ.) Οι ~αίοι (= οι προύχοντες). 3. (κυρ. παλαιότ.) σπιτονοικοκύρης. Βλ. νοικοκυρά. ● ΦΡ.: όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος (παροιμ.): κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα ένα θέμα από τον άμεσα εμπλεκόμενο., τον έκαναν νοικοκύρη (αργκό): μπήκαν κλέφτες στο σπίτι ή το μαγαζί κάποιου και το άδειασαν., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης βλ. κλέφτης [< μεσν. νοικοκύρης]

πατώ

πατώ [πατῶ] πα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πατ-άς, -ά κ. -άει ..., -ώντας | πάτ-ησα, -ήσω, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & πατάω 1. ακουμπώ το πέλμα ή τα πέλματα των ποδιών μου σε μια επιφάνεια και στηρίζομαι ή περπατώ πάνω της: ~ στη γη/στο έδαφος. Κοίταξε πού ~άς! Μην ~άτε το γκαζόν! Πρόσεξε μην ~ήσεις κανένα γυαλί/σε καμιά λακκούβα/(σ)τις λάσπες. Μου ~άς το πόδι. Με ~ησες. ~ώντας στις άκρες των δαχτύλων/στις μύτες των ποδιών (: για να μην κάνει θόρυβο). Τα καλώδια δεν πρέπει να ~ιούνται. Βλ. ακρο~, πατώνω.|| (κατ' επέκτ.) Τα πόδια της καρέκλας δεν ~άνε/το τραπεζάκι δεν ~άει καλά (στο πάτωμα). Βλ. παρα~, ποδο~, πολυ~, στραβο~, τσαλα~.|| (μτφ.) Η ομάδα ~ησε (στην/την) κορυφή. 2. πιέζω κάτι με το δάχτυλο, το πέλμα ή κάποιο άλλο μέσο: ~ την κόρνα. (στον υπολογιστή:) ~ αναζήτηση/διπλό κλικ/το εικονίδιο/το λινκ/οκέι. ~ησε (= τράβηξε) τη σκανδάλη (= πυροβόλησε). ~ησα κατά λάθος το πλήκτρο. Πάτα το μια φορά/παρατεταμένα. Δεν ~ήθηκε ο σωστός συνδυασμός. Ο διακόπτης πρέπει να είναι ~ημένος προς τα μέσα. Κράτα το κουμπί ~ημένο.|| ~ τα σταφύλια (βλ. ζουλώ, λιώνω, πολτοποιώ)/τον συμπλέκτη.|| (με κυλίνδρους ή οδοστρωτήρα:) Καλά ~ημένος χωματόδρομος. Στρωμένη και ~ημένη άσφαλτος. ~ημένες: πίστες (ενν. χιονοδρομικές).|| (προφ.) Μου ~άς (= σιδερώνεις) το πουκάμισο; 3. (προφ., για όχημα ή οδηγό) παρασύρω ή/και συνθλίβω κάποιον κάτω από τους τροχούς: Παραλίγο να ~ήσει μια γάτα με το αυτοκίνητο. 4. (μτφ.) βασίζομαι, στηρίζομαι: Τα τραγούδια του ~άνε (πάνω) σε παραδοσιακά μοτίβα. 5. (μτφ.-προφ.) κατατροπώνω, νικώ, συντρίβω: Πάτησέ τους όλους (κάτω)! 6. (μτφ.-προφ.) μπαίνω σε μια ηλικία, γίνομαι ... χρόνων: ~ησε (= έκλεισε) τα είκοσι. Έχει ~ημένα τα (= έχει μπει στα) εξήντα. 7. (μτφ.-προφ.) αθετώ, παραβιάζω: ~ τον όρκο/την υπόσχεσή μου. Πβ. κατα~. 8. (προφ.-επιτατ.) κάνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, με ένταση: ~ήσαμε κάτι γέλια (= ξεκαρδιστήκαμε). Του ~ησε ένα ξύλο (= έριξε)/τις φωνές (= του φώναξε). 9. (παλαιότ.-λαϊκό) κατακτώ, καταλαμβάνω, κυριεύω: ~ησαν το κάστρο. ΣΥΝ. αλώνω ● ΦΡ.: δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω (μτφ.-προφ.): βρίσκομαι σε σύγχυση, δεν ξέρω τι μου γίνεται., πατείς με πατώ σε (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί κοσμοσυρροή, συνωστισμός: ~ ~ για μια θέση εργασίας. Γινόταν (το) ~ ~ στο κατάστημα., πατώ πόδι (μτφ.-προφ.): προβάλλω αντίσταση, εναντιώνομαι: Πάτα λίγο πόδι ρε φίλε, βάλε καμιά φωνή! Βλ. υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου., πατώ την μπανανόφλουδα/πεπονόφλουδα (μτφ.-προφ.): πέφτω σε παγίδα, ξεγελιέμαι., πατώ το πόδι μου (κάπου) & πατάω (κάπου) (μτφ.-προφ.): εμφανίζομαι, πηγαίνω σε ένα μέρος: Αμφιβάλλω αν έχει ~ήσει ποτέ το πόδι του στη Σχολή.|| Δεν ~άει ποτέ στο γραφείο/σπίτι.|| (απειλητ.) Μην ~ήσεις ξανά (= ξαναπατήσεις) το πόδι σου εδώ!, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) (μτφ.): έχω βάσεις, μπορώ να στηριχτώ στον εαυτό μου, να αντιμετωπίσω μόνος μου διάφορες καταστάσεις: Ξέρει τι θέλει και στέκεται γερά στα πόδια του.|| Η ομάδα δεν ~ά (: παίζει) καλά στο γήπεδο., την πάτησα (προφ.) 1. γελάστηκα, εξαπατήθηκα, έκανα λάθος ή απέτυχα σε κάτι: Πώς ~ ~ έτσι; Πβ. έφαγα ήττα/πακέτο. 2. μου αρέσει πάρα πολύ κάποιος ή κάτι: Την έχω πατήσει μαζί της (= την έχω ερωτευτεί· πβ. δάγκωσε τη λαμαρίνα, πονάει το δοντάκι του)., την πάτησε σαν αγράμματος/πρωτάρης: τον ξεγέλασαν, εξαπατήθηκε από αφέλεια., (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις βλ. χαλί, (πατώ/περπατώ) στα νύχια (των ποδιών) βλ. νύχι, αλλού/εδώ πατώ κι αλλού βρίσκομαι βλ. αλλού, βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί βλ. σχοινί, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, όσο πατάει η γάτα βλ. γάτα, πατά(ει) επί πτωμάτων βλ. πτώμα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατάω (γερά) στη γη βλ. γη, πατώ γκάζι βλ. γκάζι, πατώ τον κάλο κάποιου/πατώ κάποιον στον κάλο βλ. κάλος, πατώ φρένο βλ. φρένο [< αρχ. πατῶ]

τέσσερις

τέσσερις, ις, α τέσ-σε-ρις επίθ. αριθμητ. απόλ. {τεσσάρ-ων} & τέσσερεις & (λαϊκό) τέσσαρες 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 4 ή το σύνολο τεσσάρων μονάδων: ~ις: αιώνες. ~ις: διαστάσεις/πλευρές/χιλιάδες/ώρες. ~α: εκατομμύρια/λεπτά/μέλη/παιδιά. Οι ~ις εποχές. Ξενοδοχείο ~ων αστέρων. Κτίριο ~ων ορόφων (= τετραώροφο). Διαμέρισμα ~ων δωματίων (= τεσσάρι). Τρακτέρ με κίνηση στους ~ις τροχούς (= τετρακίνητο). Τους ~ις πρώτους μήνες, ... Ένας στους ~ις ενήλικες ... Νίκη με ~α γκολ. Τους έβαλαν/μπήκαν ~ις ~ις (: σε τετράδες, ανά ~). 2. τέταρτος: στις ~ις του μηνός/το πρωί. -Τι ώρα είναι; -~ις (ακριβώς)! Βλ. δεκα~. ● Ουσ.: τέσσερα (το) 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 4, το σύμβολό του και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό του: ~ διά/επί/πλην/συν δύο. ~ και δύο ίσον/κάνουν έξι. ~ τοις εκατό (4%).|| Αναλογία/σκορ ~ προς ένα (4:1/4-1).|| Στη σελίδα ~. (για τραπουλόχαρτο) ~ καρό. Στο γραφείο ~. Παίρνω το ~ (ενν. τρόλεϊ). Έγραψε/πήρε ~ στο μάθημα. Γεννήθηκε το ~ ('04, δηλ. το 1904 ή το 2004). 2. η ηλικία των τεσσάρων ετών: Είναι ~ων (ενν. χρονών). Έκλεισε/κοντεύει τα ~. Μέχρι τα ~ά του, ... 3. ενν. μέρη: Το μοιράσαμε στα ~. ● ΦΡ.: δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα (προφ.) 1. δεν έχω ιδέα, είμαι άσχετος: Δεν ξέρει πού του ~ από υπολογιστές. 2. βρίσκομαι σε σύγχυση, εκτός πραγματικότητας., έρχομαι/τρέχω με τα τέσσερα (μτφ.-προφ.): αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη: Αν είναι να πάρει χρήματα, τρέχει ~ ~., πέφτω στα τέσσερα (προφ.): παρακαλώ με ικετευτικό ή ταπεινωτικό τρόπο. ΣΥΝ. ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου), στα/με τα τέσσερα: (κυρ. για μωρό) στηριζόμενος στα γόνατα και τα χέρια: Περπατά/πηγαίνει με τα ~ (= μπουσουλώντας)., τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις (προφ.-ειρων.): για κάποιον που πέθανε., δύο και δύο κάνουν τέσσερα βλ. δύο & δυο, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, μέσα στους τέσσερις τοίχους βλ. τοίχος, σκορπώ/σκορπίζω κάτι/κάποιον στους τέσσερις/πέντε ανέμους/στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα βλ. άνεμος, στις τέσσερις γωνιές βλ. γωνιά [< αρχ. τέσσαρες, τέσσερες]

τόσος

τόσος, η, ο τό-σος δεικτ. αντων. 1. πάρα πολύς: Πάει ~ καιρός. ~ο αγώνα κάναμε. Αισθανόταν ~η χαρά! Κρίμα ~η δουλειά να πάει χαμένη. Εδώ και ~ους μήνες δεν έχει έρθει. Έφυγε και αυτός, όπως ~οι άλλοι.|| (σε αρνητ. πρόταση, με μετριαστική σημασία) Πριν όχι και ~α πολλά χρόνια.|| (ως ουσ.) Λένε ~α (= ένα σωρό) γι' αυτόν. Έκανε ~α για μας! 2. τέτοιος στο μέγεθος, την ένταση: Ποτέ άλλοτε δεν είχε ~η δύναμη. Τι σου κάνει ~η εντύπωση; Δεν του αξίζει ~η αναγνώριση.|| (ως ουσ.) ~α ακριβώς ξόδεψα. Με ~α που ακούω κάθε μέρα, πώς να μην ανησυχώ; 3. και κάτι, περίπου: Έχουν περάσει σαράντα ~α χρόνια. Μου κόστισε διακόσια ~α ευρώ.|| (αόριστα) Δίνει ~α για σπίτι, ~α για φαΐ, ~α για ντύσιμο. ● ΦΡ.: μια (φορά) στις τόσες/στα τόσα: αραιά και πού, σποραδικά: Τον βλέπουμε ~ ~. Μη μας παρεξηγείς, αν, μια στις τόσες, μας παρασύρει ο ενθουσιασμός., το τόσο το κάνει τόσο: μεγαλοποιεί τα πράγματα., τόσα ξέρει, τόσα λέει (μειωτ.): για κάποιον που δεν είναι καλά ενημερωμένος, που έχει άγνοια ή δεν κατανοεί κάτι., τόσοι και τόσοι: τόσοι πολλοί: ~ ~ έγραψαν για τον συνθέτη. Έχουν ~ες και ~ες ιστορίες να πουν. Έχουμε ακούσει ~α και ~α γι' αυτή., τόσος ... όσος .../όσος ... τόσος ...: για να δηλωθεί αναλογία, ισοδυναμία, αντιστοιχία: Δόθηκαν τόσες απαντήσεις, όσες και οι οπτικές γωνίες των ερωτώμενων.|| (προφ.) Ζήτα (ενν. τόσα) όσα θες., τόσος ... ώστε/που: ένα ορισμένο μέγεθος επιφέρει ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα: Yπήρχε τόσος συνωστισμός, που δεν μπορούσες να προχωρήσεις. Η προσέλευση του κοινού ήταν τόση, ώστε η παράσταση άργησε να αρχίσει., τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., άλλος τόσος βλ. άλλος [< αρχ. τόσος]

τύφλα

τύφλα τύ-φλα ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): στραβωμάρα, γκαβωμάρα: Δεν βλέπει την ~ του (= είναι θεόστραβος)! Πβ. τύφλωση.|| (σπάν.-μτφ.) Πνευματική ~. Πβ. τυφλότητα. ΣΥΝ. τυφλαμάρα ● ΦΡ.: γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι (αργκό): για κατάσταση υπερβολικής μέθης με συνέπεια την απώλεια της συνείδησης. ΣΥΝ. γίνομαι/είμαι αλοιφή (1), γίνομαι/είμαι κομμάτια (2), γίνομαι/είμαι πίτα (1), γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι, δεν ξέρει την τύφλα του: είναι εντελώς άσχετος: Κάνει τον πολύξερο και ~ ~! Δεν ξέρουν ~ ~ τους (= δεν ξέρουν γρι) από μουσική/υπολογιστές., τύφλα να ΄χει ο/το τάδε μπροστά στο(ν) δείνα: για κάποιον ή κάτι που διαθέτει μια ιδιότητα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από κάποιον ή κάτι άλλο που είναι διάσημο(ς) για αυτή., σα(ν)/αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, (τύφλα να 'χει ο πεθερός) βλ. νύφη

φταίω

φταίω φταί-ω ρ. (αμτβ.) {φται-ς, φταί-ει, -με, -τε, -ν(ε) | έφται-ξα, φταί-ξει} 1. ευθύνομαι για κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο: ~ που του μίλησα άσχημα. Πάλι εγώ ~; Εσύ ~ς για όλα. Δεν ~ς εσύ, ~ εγώ που σε άκουσα (: δεν έπρεπε να σ' ακούσω). Ποιος να ~ει άραγε για/που ...; Τι ~ξε και τα πράγματα δεν πήγαν καλά; 2. σφάλλω: ~ξα και τώρα το πληρώνω. Σου ζητώ συγγνώμη, αν έχω ~ξει κάπου. Πβ. λαθεύω. ● ΦΡ.: για όλα φταίει (κάποιος/κάτι) (προφ.-συχνά ειρων.): σε περίπτωση αναζήτησης αποδιοπομπαίου τράγου: ~ ~ το σύστημα., δεν ξέρει τι του φταίει (προφ.): για κάποιον που δυσανασχετεί συνεχώς και δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτα. ΣΥΝ. τρώγεται με τα ρούχα του, μου φταίει κάποιος/κάτι (προφ.): με ενοχλεί, με πειράζει: Δεν μου ~ς σε τίποτα. Μια ζωή του ~νε οι άλλοι. Τι σου ~ξε ο άνθρωπος και τον βρίζεις;|| Δεν σου ~ εγώ που ... (= δεν είμαι εγώ η αιτία)., τι φταίω; (προφ.): ως έκφραση διαμαρτυρίας σε περίπτωση που κάποιος αδικείται ή ως διαπίστωση ότι ταλαιπωρείται άδικα: Τι φταίμε εμείς, αν οι άλλοι δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους;|| Τι φταίει το παιδί να ακούει τους γονείς του να καβγαδίζουν., κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς βλ. φονιάς, φταίει ο γάιδαρος και χτυπάει/βαράει/δέρνει το σαμάρι βλ. γάιδαρος [< μεσν. φταίω]

χορός

χορός χο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ρυθμικές κινήσεις ή/και βήματα που εκτελούνται από ένα ή περισσότερα άτομα σε ζεύγη ή ομάδα, με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, ως τρόπος ψυχαγωγίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων: ασταμάτητος/αυτοσχέδιος/γρήγορος/ζωηρός ~. Αισθησιακός/προκλητικός ~. Αίθουσα/βραδιά/διαγωνισμός/πίστα ~ού. Εντυπωσίασε με τον ~ό της. Γλέντι/ξεφάντωμα με ~ούς και τραγούδια. Ρίξαμε κάτι ~ούς (: χορέψαμε πολύ)!|| Ανδρικός/γυναικείος/κυκλικός/λεβέντικος/μικτός/μοναχικός ~. Δημοτικοί/λαϊκοί/νησιώτικοι/παραδοσιακοί/τοπικοί ~οί. Βλ. ζεϊμπέκικο, συρτάκι, χασάπικο, χασαποσέρβικο.|| Ανατολίτικος/τσιγγάνικος ~. Ευρωπαϊκοί/φολκλορικοί ~οί. Βλ. βαλς, λάτιν, μάμπο, πόλκα1, ρέγκε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα), φλαμένγκο.|| (μτφ.) Ο ~ των κυμάτων/μελισσών. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (ειδικότ.) ως τέχνη, καλλιτεχνική δραστηριότητα: έντεχνος ~. Κλασικός ~ (= μπαλέτο). Καθηγητής/κριτικός/μαθήματα/ομάδα/σχολή (πβ. χοροδιδασκαλείο) ~ού. Παπούτσια/φορμάκι ~ού. 3. χοροεσπερίδα: αποκριάτικος ~. Αποχαιρετιστήριος ~ των τελειοφοίτων του ... ~ μεταμφιεσμένων (= μπαλ μασκέ). Φόρεμα για ~ό. Ο ετήσιος ~ του συλλόγου ... 4. (μτφ.) σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή συμβάντων που διαδέχονται το ένα το άλλο με μεγάλη συχνότητα: Συνεχίζεται ο ~ των αντιδράσεων/αποκαλύψεων/γκολ/μεταγραφών/σκανδάλων/στοιχημάτων.|| Άνοιξαν τον ~ό των μεταλλίων. 5. σύνολο χορευτών ή κατ' επέκτ. προσώπων που ψάλλουν· ομάδα μεταφυσικών όντων ή ιερών μορφών: ο πρώτος του ~ού.|| (ΑΡΧ.) Ο ~ του αρχαίου δράματος (βλ. ημιχόριο). Η πάροδος του ~ού. Ο κορυφαίος/τα μέλη του ~ού. Βλ. όρχηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αριστερός/δεξιός ~. Ο ~ των ψαλτών. Πβ. χορωδία. Βλ. χοροστάσιο.|| ~ αγγέλων/Αγίων/μαρτύρων (= χορεία). ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέρνος χορός & (προφ.) μοντέρνο: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μορφή χορού με συγκεκριμένο σύστημα και τεχνική, που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρωτοπόρους χορευτές και χορογράφους, ως αντίδραση στους αυστηρούς περιορισμούς του κλασικού μπαλέτου. [< αγγλ. modern dance, 1912] , αντικριστός (χορός) βλ. αντικριστός, ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας, πυρρίχιος χορός βλ. πυρρίχιος, σύγχρονος χορός βλ. σύγχρονος, χορός της κοιλιάς βλ. κοιλιά ● ΦΡ.: ανοίγω τον χορό 1. αρχίζω πρώτος να χορεύω, συνήθ. όπως το ορίζει το έθιμο, ώστε να ξεκινήσουν και οι άλλοι: Η νύφη ~ξε ~ στο γλέντι. 2. (μτφ.) κάνω την αρχή σε κάτι το οποίο θα επαναληφθεί (αμέσως μετά) από άλλους με μεγάλη συχνότητα: ~ξαν ~ των κινητοποιήσεων.|| Ανοίγει ο χορός των απεργιών (: αρχίζουν οι απεργίες). [< γαλλ. ouvrir le bal] , αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει!: από τη στιγμή που έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση συνήθ. αρνητική, θα πρέπει να την υποστούμε και να αποδεχθούμε τις πιθανές συνέπειες., εν χορώ (λόγ.): όλοι μαζί, ταυτόχρονα: Απάντησαν/μιλούσαν/συμφώνησαν/τραγούδησαν/φώναξαν ~ ~. Πβ. ομόφωνα, με μια φωνή.|| (Για κάτι που λέγεται από πολλούς μαζί:) Διαμαρτυρίες/συνθήματα ~ ~., μπαίνω στον χορό 1. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους σε κυκλικό χορό. 2. (μτφ.) εισέρχομαι και εγώ σε μια κατάσταση: Η εταιρεία μπήκε ~ των εξαγορών/προσφορών/συγχωνεύσεων. ΣΥΝ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει & έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται (παροιμ.): είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της., στήνω (τον) χορό: ξεκινώ να χορεύω συνήθ. κυκλικό χορό: ~σαν ~ με δημοτικά στην πλατεία.|| (μτφ., για κάτι που κάνει την εμφάνισή του με ένταση ή μεγάλη συχνότητα) Οι αναμνήσεις ~ουν ~. Τα μικρόβια/ποντίκια έχουν στησει τρελό ~., χορός στον πάγο: κατηγορία καλλιτεχνικού πατινάζ, η οποία δίνει έμφαση στις ελεύθερες χορευτικές φιγούρες. [< αγγλ. ice dancing] , (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, ο χορός του Ζαλόγγου βλ. Ζάλογγο, σέρνω τον χορό βλ. σέρνω [< αρχ. χορός]

Χριστός

Χριστός Χρι-στός ουσ. (αρσ.): ΘΕΟΛ. ο Υιός του Θεού, ιδρυτής του Χριστιανισμού και κεφαλή της Εκκλησίας: ο (Κύριος ημών) Ιησούς (βλ. ΙΧ)/ο Σωτήρας (βλ. ΙΧΘΥΣ) ~. Η Ανάσταση (βλ. Πάσχα)/η Βάπτιση (βλ. Φώτα)/η ενανθρώπηση ή ενσάρκωση/τα θαύματα/η θεία και ανθρώπινη φύση (βλ. περιχώρηση)/η θυσία/οι μαθητές/οι παραβολές/η Σταύρωση/το σώμα και το αίμα (βλ. Θεία Κοινωνία, μετουσίωση)/η Ταφή (βλ. αποκαθήλωση, Πανάγιος/Άγιος Τάφος) του ~ού. Πιστεύω/προσεύχομαι στον ~ό. Πβ. αλιέας/αλιεύς ανθρώπων, ο Αμνός (του Θεού), ο άρτος της ζωής, Δεσπότης, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Θεάνθρωπος, ο Λόγος (του Θεού), Λυτρωτής, Μέγας Αρχιερέας, ο Μέγας Βασιλεύς, μεσσίας, νυμφίος, ραβί, φως ιλαρόν. Βλ. Άγιοι Τόποι, Ευαγγέλιο, Ιερά/Ιερή Παράδοση, Μεγάλη Εβδομάδα, Χριστούγεννα.|| (στην αγιογραφία:) Ο ~ Παντοκράτορας. Βλ. ο καλός ποιμήν. ● Υποκ.: Χριστούλης (ο) (συνήθ. όταν απευθυνόμαστε σε μικρό παιδί): ο μικρός/νεογέννητος ~ (: ο Χριστός βρέφος).|| Μην ανησυχείς! Ο καλός ~ θα σε βοηθήσει! Βλ. Παναγίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Ελκόμενος (Χριστός) βλ. ελκόμενος ● ΦΡ.: (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! (προφ.): προς δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας: ~ ~! Τι είν' αυτά τα πράγματα!|| Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Ο κόσμος είναι τρελός!, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! (προφ.): τίποτα απολύτως!, είδα τον Χριστό φαντάρο! (αργκό): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. τα είδα όλα! (2), κατά Χριστόν: ΕΚΚΛΗΣ. σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού: η ~ ~ αγάπη. Έζησε ~ ~ (βλ. όσιος)., κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες (προφ.): βρίζω, βλαστημώ. ΣΥΝ. κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες, προ Χριστού/μετά Χριστόν (συντομ. π.Χ., μ.Χ.): (μέθοδος χρονολόγησης στον χριστιανικό κόσμο) πριν από ή μετά τη γέννηση του Χριστού: τον 5ο αι. π.Χ. Η 2η χιλιετία μ.Χ., του Χριστού (λαϊκό): την ημέρα των Χριστουγέννων: Ήρθαν/χιόνισε (ανήμερα) ~ ~., Χριστέ μου/Χριστούλη μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (έκπληξη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία:) Τι ντροπή, ~ ~!|| (παράκληση, ευχή:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~!|| (φόβος:) ~ ~ (: μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστός!: λέγεται σε κάποιον που βήχει, επειδή στραβοκατάπιε., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, μετά Χριστόν προφήτης βλ. προφήτης, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, Χριστός ανέστη βλ. ανασταίνω, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός [< μτγν. Χριστός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.