Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ξέσμα ξέ-σμα ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: καθετί που έχει ξυστεί ή κατ' επέκτ. έχει σβηστεί· (συνήθ.-ειδικότ.) τμήμα ιστού που αφαιρείται από όργανο του σώματος με απόξεση: ~ατα μετάλλων/μπογιάς. ~ατα και θραύσματα πλαστικών υλών.|| Το πιστοποιητικό δεν πρέπει να φέρει ~ατα και διορθώσεις.|| (ΙΑΤΡ.) ~ατα δέρματος (βλ. λέπι). Πβ. ξύσμα. [< μτγν. ξέσμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.