Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ξαναγράφω ξα-να-γρά-φω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ξανάγραψα κ. ξαναέγρα-ψα, ξαναγρά-ψω, -φ(τ)ηκε, -φ(τ)εί, -μμένος, ξαναγράφ-οντας} 1. γράφω πάλι: Μου ~ψε (: ενν. γράμμα). Είχε λάθη η έκθεσή του, γι' αυτό την ~ψε απ' την αρχή (βλ. ανασυντάσσω). (επιτατ.) Έχουν γραφτεί και ~φτεί δεκάδες ρεπορτάζ για ...|| (κάνω ξανά εγγραφή:) Εάν έχετε διαγραφεί, πρέπει να ~φτείτε στο φόρουμ. 2. αναδιαμορφώνω, επαναπροσδιορίζω: Η ιστορία πρέπει να ~φτεί. [< μεσν. ξαναγράφω, πβ. γαλλ. récrire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.