Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ξεναγώ [ξεναγῶ] ξε-να-γώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | ξενάγ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ώντας}: συνοδεύω και καθοδηγώ τουρίστες σε ταξίδια, με σκοπό την περιήγηση και την ενημέρωσή τους για την ιστορία, τα μνημεία, τα μουσεία και τα αξιοθέατα ενός τόπου: Ανέλαβε να ~ήσει τους εκδρομείς. Τον ~ησα στην πόλη μου (: του την έδειξα).|| (μτφ.) Ο επισκέπτης του χώρου ~είται μέσω οπτικοακουστικού υλικού. Το βιβλίο ~εί τον αναγνώστη στον χώρο της γεωργίας. Με ~ησε (= εισήγαγε, μύησε) στον κόσμο των φυτών. [< μτγν. ξεναγῶ ‘οδηγώ ξένους’ < αρχ. ~ ‘διοικώ μισθοφόρους στρατιώτες’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.